Εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις για νέες παραχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά
Αυτό επιβεβαιώνεται σε ό,τι αφορά το Αιγαίο με την γνωστή πρακτική των μαζικών και προκλητικών παραβιάσεων. Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό εκτός από την κυνική δήλωση Οζκιόκ, ότι «η Κύπρος είναι ακρογωνιαίος λίθος της ασφάλειας της Τουρκίας», ο Τούρκος πρωθυπουργός, σχολιάζοντας την περασμένη εβδομάδα τις προσπάθειες για την επανέναρξη νέων διακοινοτικών συνομιλιών, δήλωσε: «Η Τουρκία δεν διαπραγματεύεται το Σχέδιο Ανάν».
Η δήλωσή του έχει διπλό νόημα. Πρώτον, ότι αρμόδια για να το συζητήσει είναι η τουρκοκυπριακή κοινότητα, σαφής προσπάθεια της Άγκυρας να αποστασιοποιηθεί και να παρουσιάσει το Κυπριακό όχι ως θέμα εισβολής και κατοχής, αλλά ως διακοινοτικό πρόβλημα. Δεύτερον, ότι δεν θέτει υπό συζήτηση και διαπραγμάτευση τα όσα πήρε η τουρκική πλευρά με τη βούλα της επιδιαιτησίας του Κόφι Ανάν. Παραπέμπει με άλλα λόγια σε ένα «πάρε δώσε», όπως σύστησε, κατ’ επίνευσιν του αγγλοαμερικανικού παράγοντα, ο Κόφι Ανάν. Να συζητήσουν, δηλαδή, μεταξύ τους και να διαπραγματευθούν οι δύο κοινότητες «δίνοντας και παίρνοντας». «Τι να δώσουμε;» σχολίασε πικρόχολα ο Κύπριος πρόεδρος, αφού με την επιδιαιτησία δόθηκαν όλα όσα ζητούσαν όχι μόνο οι Τουρκοκύπριοι, αλλά και η Άγκυρα.
Τακτική υποσκάψεως του
κυπριακού κράτους από τον
άγγλο υπουργό Εξωτερικών, Τζακ Στρο
Ποια είναι η πολιτική και η τακτική από αγγλοαμερικανική πλευρά φαίνεται σε ό,τι αφορά ειδικότερα την αγγλική πλευρά από το παιχνίδι που προσπαθεί να στήσει ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών, Τζάκ Στρο, σε σχέση με την επίσκεψη που εξήγγειλε ότι θέλει να πραγματοποιήσει στην Κύπρο εντός του Ιανουαρίου, όπως γράφεται παραπάνω.
Επιδιώκει απροκάλυπτα να μεταχειρισθεί την Κυπριακή Δημοκρατία σε «ίση βάση» με το ψευδοκράτος υποβαθμίζοντας την πρώτη και αναβαθμίζονται το δεύτερο. Πρόκειται για μια παραλλαγή των προσπαθειών που καταβάλλει συστηματικά το Λονδίνο να προωθήσει ντε φάκτο την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάν.
Παρόμοια η αμερικανική πολιτική
Η αμερικανική πολιτική κινείται προς παράλληλη κατεύθυνση. Ο αμερικανός βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών, Μπραΐζα, επανέλαβε για πολλοστή φορά την αμερικανική υποστήριξη για την «άρση της οικονομικής απομονώσεως των τουρκοκύπριων». Η Αμερικανική πολιτική ανησυχεί μήπως το Κυπριακό και το ελληνοτουρκικό δημιουργήσουν νέα εμπόδια στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Διαμηνύει προς κάθε κατεύθυνση ότι πρέπει να τελειώνουμε με τα ελληνοτουρκικά εντός του 2006. Παραδόξως όμως δεν κάνει το παραμικρό. Ούτε για να συνετίσει την Τουρκία, που δεν τηρεί κανένα πρόσχημα στην αδιαλλαξία της, ούτε για να επηρεάσει τη διαδικασία του ΟΗΕ για το Κυπριακό κατά τρόπο που να παρέχει μια ελπίδα ότι μπορεί σήμερα μια ανανεωμένη πρωτοβουλία σε αυτό το πλαίσιο να δώσει κάποιες ουσιαστικές αλλαγές στο γνωστό και απαράδεκτο για τον Κυπριακό λαό Σχέδιο Ανάν. Αντιθέτως, βρίσκεται πίσω από τη γνωστή στάση του Κόφι Ανάν για «πάρε δώσε» μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων. Ασκεί επίσης πιέσεις με διάφορες μορφές στην ελληνική πλευρά να πάρει νέες πρωτοβουλίες και να υποβάλει νέες προτάσεις.
Προσποιείται ότι δεν γνωρίζει πως η ελληνική πλευρά υπέβαλε προτάσεις στον Κόφι Ανάν. Τις θεωρεί ανεπαρκείς κατά τη γνωστή διπλωματική μέθοδο της σαλαμοποίησης, ζητά «νέες» προτάσεις πιο κοντά στο Σχέδιο Ανάν, επιδιώκοντας ως τελικό στόχο την κατατριβή των ελληνικών θέσεων και την εξουδετέρωση των ελληνικών αντιστάσεων. Η διαδικασία για δήθεν συνομιλίες χρησιμοποιείται ως διπλωματική στρατηγική για τη σταδιακή επιβολή μιας ντε φάκτο λύσεως.
Το εσωτερικό μέτωπο και η καλλιέργεια κλίματος
ενδοτισμού ως δήθεν ρεαλισμού και σωφροσύνης
Ούτως εχόντων των πραγμάτων προκαλεί κυριολεκτικά έκπληξη η προβολή, πέρα από τη στάση των κομμάτων, απόψεων από ακαδημαϊκούς αναλυτές που συνηγορούν ουσιαστικά υπέρ νέων ελληνικών παραχωρήσεων σε όλη τη γραμμή των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, υπό την επίφαση της «σωφροσύνης» και του «ρεαλισμού». Αναφέρομαι συγκεκριμένα σε ένα άρθρο του Θεόδωρου Κουλουμπή στην «Καθημερινή της Κυριακής» (8 Ιανουαρίου 2006) υπό τον τίτλο «2006: Καιρός να κλείνουμε με την Τουρκία». Προμετωπίδα στο άρθρο του βάζει ορισμένους στίχους του Καβάφη που αναφέρονται στην τελευταία περίοδο του Βυζαντίου, και ειδικότερα στον αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό. Προφανής επιδίωξη είναι η αυθαίρετη εξαγωγή από τους στίχους αυτούς του μοντέλου του κακού δεσπότη, συμβόλου άγνοιας, σκοταδισμού και κακώς νοουμένου πατριωτισμού που φέρνει την καταστροφή. Πρόκειται για το γνωστό απλουστευτικό και προπαγανδιστικό στερεότυπο που περιβάλλει με την αίγλη του ποιητή και τον μανδύα της σωφροσύνης και του ρεαλισμού τον ενδοτικό λόγο, τον οποίο δεν εξυμνεί καθόλου ο γνωστός ποιητής. Αντιθέτως, ας θυμηθεί κανείς τις «Θερμοπύλες» και την «Ανάβαση στα Σούσα, στην αυλή του Αρταξέρξη».
Αξίζει όμως να αναλυθεί και να συζητηθεί με τεκμηριωμένο τρόπο, το άρθρο του Θεόδωρου Κουλουμπή. Πρώτον, γιατί είναι βαθύς γνώστης των αμερικανικών και των ελληνοτουρκικών θεμάτων και γενικά των διεθνών σχέσεων. Δεύτερον, γιατί είναι γενικός διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκής, Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής, του ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο συνεργάζεται στενά με το υπουργείο Εξωτερικών. Από αυτό άλλωστε αντλεί ένα μέρος της χρηματοδοτήσεώς του. Τρίτον, γιατί είναι επίσης διευθυντής της Διπλωματικής Ακαδημίας του υπουργείου Εξωτερικών, που καταρτίζει τους νέους Έλληνες διπλωμάτες.
Ο καθένας είναι ελεύθερος να εκφράζει και να προβάλλει τις απόψεις του. Είναι όμως προφανές ότι όταν ο συγγραφέας ενός άρθρου έχει τις παραπάνω ιδιότητες, είναι αναπόφευκτη η σύγχυση των απόψεών του με τους ρόλους του. Καλείται η ελληνική πλευρά να υποχωρήσει τόσο στο Κυπριακό όσο και στο Αιγαίο στο όνομα της ελληνοτουρκικής φιλίας και του «ρεαλισμού»
Στην αρχή του άρθρου του ο Θ. Κουλουμπής αναφέρεται ορθώς στο παράδειγμα της συμφιλίωσης Γαλλίας και Γερμανίας και το προβάλλει ως πρότυπο για την Ελλάδα και την Τουρκία. Παραλείπει όμως πολύ ουσιαστικές λεπτομέρειες. Στην περίπτωση της Γαλλίας και της Γερμανίας μεταξύ τους διαφορές διευθετήθηκαν πάνω σε δίκαιη και δημοκρατική βάση. Δεν κατέχει η Γερμανία τις διεκδικούμενες παλαιά Αλσατία και Λωρραίνη ούτε κατέχει η Γαλλία τη Ρηνανία. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η σύγκλιση και η πλήρης συμφιλίωση και συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας συνετελέσθη ασφαλώς με την πρωτοβουλία μεγάλων πολιτικών ηγετών, αλλά επίσης μέσα σε ένα συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον. Σε αυτό που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το χωρισμό της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική και με τον ανταγωνισμό δύο Συνασπισμών, του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Δεν χρειάζεται να μακρηγορήσει κανείς για την εικόνα που παρουσιάζουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, και για τις βλέψεις που διακηρύσσει η Άγκυρα, ακόμη και μετά τη μονομερή ουσιαστικά υποστήριξη από την Ελλάδα της ευρωπαϊκής της πορείας. Θα ήταν επίσης παράλογο να επιρρίψει κανείς την ευθύνη για την κατάσταση αυτή στην ελληνική πλευρά ή να ζητήσει απ’ αυτήν να κάνει νέες καταστροφικές παραχωρήσεις για να ικανοποιηθεί ο τουρκικός μινώταυρος και να στέρξει σε «φιλική» και «Ευρωπαϊκή» συμπεριφορά.
Γίνεται συχνά λόγος για τους έξαλλους «εθνικιστικούς» κύκλους όπως οι συνταγματάρχες το ’74, που κατά το παράδειγμα του δεσπότη των στίχων του Καβάφη φέρνουν την καταστροφή. Παραλείπεται όμως και εδώ κάτι πολύ ουσιώδες και αληθινό. Ότι οι έξαλλοι αυτοί εθνικιστές του ’74 χειραγωγούνταν από τους ίδιους που χειραγωγούν σήμερα το Σχέδιο Ανάν. Είναι πολύ πρόσφατη η αποκάλυψη ότι η εντολή για την εκτέλεση του πραξικοπήματος στην Κύπρο διαβιβάσθηκε στον Ιωαννίδη δύο μέρες πριν, στις 13 Ιουλίου 1974, από τον ελληνοαμερικανό πράκτορα της CIA, Γκας Αβράκωτο. Είναι γνωστό επίσης από τα έγγραφα του αγγλικού υπουργείου Εξωτερικών, που είδαν φέτος το φως, έπειτα από τριάντα χρόνια, ότι ήδη από το 1975 είχε δρομολογηθεί στις συνομιλίες Κληρίδη Ντενκτάς η ιδέα δύο ισότιμων, ισοκυρίαρχων κρατών όπως περίπου προβλέπονται στο Σχέδιο Ανάν.
Προτείνεται στο άρθρο η κυπριακή κυβέρνηση
να κάνει νέες προτάσεις και να εφαρμόσει μέτρα οικοδομήσεως
εμπιστοσύνης που λύνουν ντε φάκτο το Κυπριακό
Ο συγγραφέας του άρθρου παρατηρεί ορθώς ότι η Κύπρος αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση στον τομέα μεταξύ άλλων της επικοινωνιακής πολιτικής λόγω της αρνητικής προπαγάνδας που ασκείται εις βάρος της, ότι δεν θέλει «λύση» και «επανένωση». Προτείνει όμως ως θεραπεία να υποκύψει ουσιαστικά στις πιέσεις και να κάνει νέες προτάσεις ως να μην έχει ήδη κάνει. Προτείνεται δηλαδή να επανέλθει η κυπριακή κυβέρνηση και να προτείνει «βελτιωμένες» προτάσεις πιο κοντά στο Σχέδιο Ανάν.
Για το τελευταίο ο συγγραφέας δεν έχει ούτε μια λέξη κριτικής. Αντιθέτως, μιλάει απαξιωτικά για την ευρωπαϊκή λύση, παρά το γεγονός ότι στο ίδιο το διαπραγματευτικό πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας γίνεται επίσης αναφορά στις αρχές και στις αξίες της ΕΕ ως απαραίτητης βάσεως πάνω στην οποία πρέπει να λυθεί το Κυπριακό. Προεξοφλεί ότι ανεξάρτητα από το είδος της λύσεως και το περιεχόμενό της αυτή θα είναι «Ευρωπαϊκή», εφόσον η Κύπρος είναι στην ΕΕ. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αδιανόητοι όταν έχουμε στην περίπτωση του Σχεδίου Ανάν μόνιμες εξαιρέσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο με τη γνωστή μέθοδο της μετατροπής ολόκληρου του Σχεδίου «λύσεως» σε πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο.
Προτείνονται μέτρα οικοδομήσεως εμπιστοσύνης, που ισοδυναμούν με το απευθείας εμπόριο και την αναγνώριση του ψευδοκράτους
Ο συγγραφέας του άρθρου εκτός από άνοιγμα πολλών νέων διόδων που προτείνει στη γραμμή Αττίλα για τις οποίες μπορεί να υπάρχει προβληματισμός με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία, προχωρεί επίσης σε δύο προτάσεις που έχουν καταλυτική σημασία. Πρώτον, την επιστροφή της περιφραγμένης πόλεως της Αμμοχώστου με αντάλλαγμα το άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου για το εμπόριο των Τουρκοκύπριων.
Είναι γνωστό ότι η κυπριακή κυβέρνηση εξάντλησε προς αυτή την κατεύθυνση κάθε περιθώριο μέχρι το σημείου όπου δεν τίθεται θέμα αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους. Δέχθηκε συγκεκριμένα το άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου υπό δικοινοτική διοίκηση, ώστε να διαφυλάσσεται στο ελάχιστο η διεθνής νομική υπόσταση της Κύπρου. Αποδοχή όμως του «απευθείας εμπορίου» με αντάλλαγμα την επιστροφή της περιφραγμένης Αμμοχώστου θα οδηγούσε σε ντε φάκτο αναγνώριση του ψευδοκράτους και σε σταδιακή ντε φάκτο «λύση» του Κυπριακού με βάση τα τετελεσμένα γεγονότα.
Προς την ίδια κατεύθυνση στοχεύει η πρόταση για το άνοιγμα του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με δύο «ισότιμες» πύλες εισόδου προς την Κυπριακή Δημοκρατία και το ψευδοκράτος. Η πρόταση δεν είναι καινούργια. Είναι πολύ παλαιά. Επαναφέρεται κάθε τόσο ως δήθεν μέτρο οικοδομήσεως εμπιστοσύνης, ενώ προφανώς οδηγεί σε αναγνώριση και σε ντε φάκτο «λύση» του Κυπριακού.
Ενδοτικές προτάσεις και για το Αιγαίο
Στο ίδιο πνεύμα προτείνονται «τολμηρές» ελληνικές υποχωρήσεις και στο Αιγαίο. Ενώ υποτίθεται ότι ανεβλήθη η αποφασιστικότητα της κυβερνήσεως για να ασκηθεί εν καιρώ, αργότερα, ως συνέπεια της μη συμμορφώσεως της Άγκυρας στα όσα ανέλαβε προς την ΕΕ να τηρήσει, εκτιμάται από τον συγγραφέα ότι είναι κακή πολιτική η αναμονή και ότι η Ελλάδα πρέπει και στο θέμα αυτό να σπεύσει και να συμβιβασθεί. Επαναλαμβάνει παρεμπιπτόντως το γνωστό επιχείρημα ότι η «λύση» του Κυπριακού θα ανοίξει το δρόμο για τη «λύση» και του θέματος του Αιγαίου. Δεν θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει. Θα μπορούσε μόνο να εκτιμήσει ότι η επιβολή ενός Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο θα άνοιγε ασφαλώς τον δρόμο για την επιβολή ενός άλλου Σχεδίου Ανάν στο Αιγαίο με διαφορετικό επίσημο επιδιαιτητή. Ο συγγραφέας προτείνει συγκεκριμένα τα εξής:
– υπογραφή συνυποσχετικού για αμοιβαία ελληνοτουρκική προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, χωρίς βεβαίως να διευκρινίζει ότι η προσφυγή δεν θα αφορά μόνο την οροθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Πως θα το υποστήριζε άλλωστε. Τόσο η προηγούμενη όσο και η σημερινή κυβέρνηση δέχθηκαν να καταγραφεί αντιστοίχως στο Ελσίνκι και στο διαπραγματευτικό πλαίσιο ΕΕ-Τουρκίας αναφορά σε ελληνοτουρκικές «συνοριακές διαφορές»!
• Μείωση του ελληνικού εναέριου χώρου στα έξι (6) από δέκα (10) μίλια που είναι σήμερα. Ο συντριπτικός αριθμός των τουρκικών παραβιάσεων, σημειώνει ο συγγραφέας, γίνεται στα τέσσερα (4) αυτά μίλια, δηλαδή στη διαφορά μεταξύ 6 και 10 μιλίων.
Ο συγγραφέας δεν κάνει βεβαίως καμιά αναφορά στη σημασία που έχουν τα μίλια αυτά, όπως και το δικαίωμα της Ελλάδος να επεκτείνει σε δώδεκα μίλια τον θαλάσσιο και τον εναέριο χώρο της. Δεν διαβλέπει σ’ αυτά καμιά σημασία για την απόκρουση των τουρκικών σχεδίων, για διχοτόμηση του Αιγαίου στο ύψος του 25ου μεσημβρινού. Δεν βλέπει κανένα κίνδυνο για τη διάσπαση του ελληνικού εθνικού χώρου, και την προώθηση καθεστώτος συγκυριαρχίας στο Αιγαίο. Δεν κάνει βεβαίως και καμιά κριτική αναφορά στην «εκσυγχρονιστική» πολιτική που ασκήθηκε όλα αυτά τα χρόνια από τα Ίμια μέχρι τη Μαδρίτη, την κατάργηση των ορίων επιχειρησιακού ελέγχου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, στο θέμα των ορίων για έρευνα και διάσωση. Η σημερινή κυβέρνηση συνεχίζει δυστυχώς την ίδια πολιτική.
Ως «αντάλλαγμα» για τη συρρίκνωση του θαλάσσιου και του εναέριου χώρου αντί επεκτάσεως, όπως έχει νόμιμο δικαίωμα από το διεθνές δίκαιο, ο συγγραφέας προτείνει για την Ελλάδα επέκταση του θαλάσσιου και εναέριου μας χώρου σε δώδεκα μίλια στην Κρήτη, στα Επτάνησα και στην Εύβοια! Είναι εξωφρενικό να παρουσιάζεται ως «αντάλλαγμα» η επέκταση σε δώδεκα μίλια του θαλάσσιου χώρου μας στα παραπάνω νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μήπως μας ρώτησε ή έδωσε σε κανένα λογαριασμό η Άγκυρα, όταν επεξέτεινε σε δώδεκα μίλια τα όρια της στις ακτές της εκτός Αιγαίου; Είναι θλιβερό μέσα από τους διαδρόμους και τα γραφεία του Ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών να εκπορεύονται και να προβάλλονται τέτοιες απόψεις, όταν αποχαλινώνεται κυριολεκτικά η τουρκική αδιαλλαξία και προκλητικότητα. Ο κατευνασμός και η κατευναστική πολιτική δεν φέρνουν δυστυχώς αυτό που προβάλλεται. Ειρήνη και ησυχία. Αποθρασύνουν την άλλη πλευρά και την οδηγούν σε μεγαλύτερη ακόμη αδιαλλαξία. Δεν συνιστούν ούτε σωφροσύνη ούτε ρεαλισμό.
Η Ελλάδα απεμπόλησε στις τελευταίες κρίσιμες Συνόδους Κορυφής έναν ιστορικό διπλωματικό χάρτη που θα της επέτρεπε να διαπραγματευθεί σοβαρά πάνω στη βάση της αμοιβαιότητας. Έχει ακόμη σήμερα στη διάθεσή της ισχυρά διπλωματικά χαρτιά τόσο στο Κυπριακό όσο και στο Αιγαίο. Πρέπει να τα αξιοποιήσει με τόλμη και σταθερότητα για να υπερασπίσει τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα. Τα μηνύματα ηττοπάθειας και ενδοτισμού που στέλνονται με τέτοια άρθρα βλάπτουν την Ελλάδα και προσβάλλουν την τιμή και την ιστορία της.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος
επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής
του Ανδρέα Παπανδρέου