Τηλεοπτικοί «ανασχηματισμοί»
Η ισχύς των ΜΜΕ και η επιρροή που αυτά ασκούν στις διεργασίες και στις λειτουργίες του πολιτικού συστήματος παραμένουν σχεδόν αλώβητες. Είναι προφανές ότι από τη στιγμή που τέθηκε το θέμα του «βασικού μετόχου» από την παρούσα κυβέρνηση οι φορείς της «διαπλοκής» βρέθηκαν σε μια θέση στρατηγικής σύγκρουσης με την Εκτελεστική Εξουσία. Οι αντιδράσεις τους συνεπώς υπήρξαν «αυτονόητες». Η πίεση και η φθορά της κυβερνητικής παράταξης αναγορεύθηκαν σε στρατηγικούς στόχους, μέχρι η τελευταία να προβεί σε γενναίες υποχωρήσεις. Ταυτόχρονα το ΠΑΣΟΚ και ορισμένα στελέχη του, που έσπευσαν να ενταχθούν εθελουσίως ή μη στο μέτωπο της «διαπλοκής», χρησιμοποιήθηκαν ως «μέσα», ως ιμάντες πίεσης, προκειμένου να περιέλθει σε κατάσταση «πολιορκίας» ή κυβερνητική παράταξη.
Βεβαίως, η στρατηγική αυτή εμπλουτίζεται και εξειδικεύεται από κάποιους εκλεκτούς «κυνηγούς κεφαλών» των ΜΜΕ, οι οποίοι επιλέγουν τα «θύματά» τους από το «μεσαίο» κυβερνητικό στελεχιακό δυναμικό, οδηγώντας τα, «εν μία νυκτί», στην παραίτηση και στην απαξίωση. Μέσα από αυτή τη συστηματικά πλέον ακολουθούμενη μεθοδολογία αποικοδομείται η εικόνα της κυβέρνησης, αποδεικνύεται το ελάχιστο περιθώριο των πολιτικών της αντιδράσεων, πλήττεται η ίδια η πολιτική της συνοχή. Η πολιτική «ανθρωποθυσία» μιας σειράς κυβερνητικών στελεχών αποδεικνύεται ως η μόνη δυνατή «λύση», προκειμένου να μπορέσει η κυβερνητική παράταξη να «διακόψει» έστω και προσωρινά τη συστηματική επίθεση φθοράς, που έχει «πυρήνα» τα εκάστοτε στελέχη.
Μ’ αυτό τον τρόπο όμως ένας συνεχής κυβερνητικός ανασχηματισμός συντελείται μέσα από τα τηλεοπτικά παράθυρα. Και αυτή η «πρακτική», που τείνει να μονιμοποιηθεί, ανεξάρτητα από το εύρος των ευθυνών που φέρουν τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη, αποτελεί ένα πλήγμα, μια μορφή πολιτικής κρίσης του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Οι πιέσεις συνεπώς των φορέων της διαπλοκής και των εκπροσώπων τους μετατρέπονται σε άμεσες πολιτικές παρεμβάσεις και εξαιτίας του τρόπου αντίδρασης του κυβερνητικού επιτελείου οι παρεμβάσεις αυτές νομιμοποιούνται πολιτικά και ιδεολογικά! Κι αυτό το γεγονός δεν μπορεί να αφήνει κανένα πολίτη αδιάφορο, ανεξάρτητα από τις κομματικές του προτιμήσεις.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει πολλά και σοβαρά προβλήματα, που δεν προκύπτουν μόνο από τις συνέπειες του νεο-φιλελεύθερου προτύπου που εφαρμόζει. Μια μεγάλη σειρά των προβλημάτων αυτών πηγάζει από την πολιτική ανεπάρκεια μιας σειράς στελεχών της, που είναι αδύναμα, ανίκανα να προασπίσουν τις κυβερνητικές επιλογές και να επιχειρηματολογήσουν πολιτικά πάνω στην αναγκαιότητά τους. Πολλές φορές δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την ιδιότητα του τοπικού βουλευτή από εκείνη του φορέα της Εκτελεστικής Εξουσίας. Είναι προφανές ότι η άσκηση μιας διαχειριστικού τύπου πολιτικής, στην οποία οι «μεταρρυθμίσεις» δεν αποτελούν παρά ρυθμίσεις που απελευθερώνουν τους μηχανισμούς της αγοράς, δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε μια ευρύτερη πολιτικο-ιδεολογική βάση, που θα προσέδιδε στην κυβερνητική παράταξη μια άρρηκτη συνοχή και μια κοινή στρατηγική πάνω σε συγκεκριμένους οικονομικούς και κοινωνικούς «στόχους».
Γι’ αυτό και κάθε κυβερνητικό στέλεχος βρίσκεται στην ουσία έκθετο χωρίς μια ισχυρή κομματική κυβερνητική «ασπίδα». Στην πρώτη επίθεση που δέχεται «θυσιάζεται», προκειμένου να διασωθεί η κυβερνητική «αξιοπιστία» και «αξιοπρέπεια»… Η κυβέρνηση της ΝΔ έθεσε όντως ένα ιδιαίτερα σημαντικό πολιτικό στόχο: την αποδυνάμωση του συστήματος της «διαπλοκής». Όμως και αυτός ο στόχος έμεινε «στη μέση του δρόμου» με ένα νόμο που εκφυλίστηκε σταδιακά, ενώ ο άλλος νόμος, που αφορά τη «συγκέντρωση» των ΜΜΕ, παραμένει ζητούμενο… Όσο όμως η μάχη αυτή θα χάνεται – όχι μόνο για την ΝΔ, αλλά για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και τους δημοκρατικούς θεσμούς – ή θα μετατίθεται για το άδηλο μέλλον, τόσο εντονότερα το σύστημα «της διαπλοκής» θα προσπαθεί να διευρύνει την επιρροή του.
Προς την κατεύθυνση αυτή, εδώ και αρκετό διάστημα, φαίνεται ότι κινούνται ορισμένοι φορείς της διαπλοκής ερχόμενοι σε διαβουλεύσεις με «επιλεγμένα» πρόσωπα από τα κόμματα της διακυβέρνησης, αλλά και με «προσωπικότητες» της ευρύτερης κοινωνικο-οικονομικής ζωής… Η κατάσταση ενός «τρίτου πόλου» που θα εισέλθει με αξιώσεις στο σχήμα της διακυβέρνησης συνιστά ασφαλώς μια επιδίωξη των κύκλων αυτών, με επιδίωξη που «τροφοδοτείται» από την απογοήτευση ενός μεγάλου τμήματος των πολιτών από τους φορείς της διακυβέρνησης και την εφαρμοζόμενη πολιτική.
Ασφαλώς μια τέτοια προσπάθεια που θα επιχειρήσει να εισαγάγει τα συμφέροντα της διαπλοκής ως πολιτικούς-κομματικούς στόχους στο πολιτικό σύστημα όχι μόνο δεν συνιστά μια «λύση» απέναντι στην απαξία της πολιτικής, αλλά αντίθετα αποτελεί το χείριστο προϊόν της πολιτικής κρίσης. Ένα «μόρφωμα» που συγκροτείται από στυγνά οικονομικά συμφέροντα και «διανθίζεται» με τις άμετρες προσωπικές φιλοδοξίες μιας πολιτικο-οικονομικής ελίτ δεν μπορεί να έχει καμιά τύχη, αφού με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εκφράσει κοινωνικές ανάγκες και κοινωνικά συμφέροντα, με οποιοδήποτε προσωπείο κι αν εμφανισθεί το «μόρφωμα» αυτό. Πάντως όλες αυτές οι επιδιώξεις αποκαλύπτουν το βάθος της πολιτικής κρίσης αλλά και τη «μετάθεση» της πολιτικής σε ένα επίπεδο «σχημάτων» που απομακρύνονται σταδιακά από τις ίδιες τις κοινωνικές τους αναφορές.
Η θρυλούμενη «πολυσυλλεκτικότητα» των κομμάτων, η ουσιαστική αποϊδεολογικοποίηση τους, η αποδοχή από την πλευρά τους των αρχών και των οικονομικό-πολιτικών «αξιών» του νεοφιλελεύθερου προτύπου, όχι μόνο δεν διευρύνουν την κοινωνική τους εμβέλεια, όπως λανθασμένα εκτιμούν οι ηγετικές τους ομάδες αλλά δημιουργούν στην πραγματικότητα «μαύρες οπές» τόσο στην ίδια τη συνοχή τους όσο και στους δεσμούς τους με την κοινωνία και τους πολίτες. Σ’ αυτές τις «μαύρες οπές» έχουν διεισδύσει τα ΜΜΕ και η «τάξη συμφερόντων» που τα διαχειρίζεται, αποδυναμώνοντας και ενσωματώνοντας σταδιακά ουσιώδη κοινωνικά και πολιτικο-ιδεολογικά χαρακτηριστικά των πολιτικών κομμάτων. Κι όσο τα πολιτικά κόμματα θα παρακολουθούν αδύναμα αυτήν την, ιστορικής σημασίας, για την δημοκρατία εξέλιξη, τόσο θα διευρύνονται και θα επιβάλλονται πάνω στην κοινωνία τα συμφέροντα αυτά.