Η ελληνική οικονομία στον «αστερισμό» του υψηλού χρέους
Η κατάσταση αυτή μας έχει απασχολήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Εκείνο που μας ανησυχεί περισσότερο είναι το γεγονός ότι την πενταετία 2006-2010 το ελληνικό Δημόσιο έχει τις υψηλότερες υποχρεώσεις εξόφλησης ληξιπρόθεσμων χρεών.
Το 2006 λήγουν χρέη ύψους 20 δισ. ευρώ, το 2007 τα ληξιπρόθεσμα χρέη ανεβαίνουν στα 25 δισ., το 2008 είναι το περισσότερο υπερχρεωμένο έτος, αφού μέχρι σήμερα τα ληξιπρόθεσμα χρέη του υπερβαίνουν τα 27 δισ., το 2009 έχουμε 24 δισ. και το 2010 φτάνουν στα 19 δισ. ευρώ. Αυτά προκύπτουν από την ανατομία του δημοσίου χρέους που παρουσιάζει στην εισηγητική του έκθεση για τον προϋπολογισμό του 2006 ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών (πίν. 4-2, σελίς 112 εισηγ. Εκθεσης). Και φυσικά τα ποσά αυτά θα σκαρφαλώσουν προς τα πάνω με την αναπόφευκτη σύναψη νέων βραχυπρόθεσμων δανείων. Για το 2006 λήγουν χρέη ύψους 20 δισ. ευρώ και θα πρέπει να εξασφαλίσουμε και τη χρηματοδότηση των φετινών ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού (τακτικού και ΠΔΕ) που φτάνουν περίπου στα 9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τις προβλέψεις του προ ημερών ψηφισθέντος προϋπολογισμού (πίν. 3-12 εισηγ. έκθεσης). Έτσι, οι συνολικές δανειακές ανάγκες του Δημοσίου για το 2006 προσεγγίζουν τα 29 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζουμε τυχόν υστέρηση των εσόδων κατά την πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού. Στον νόμο που ψηφίστηκε για την κύρωση του προϋπολογισμού του 2006 και ειδικά στο άρθρο 1 αναγράφονται πιστωτικά έσοδα (δηλαδή έσοδα από τη σύναψη δανείων) συνολικού ύψους 30,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 25,7 δισ. για την κάλυψη των αναγκών του τακτικού προϋπολογισμού και 4,9 δισ. για τις ανάγκες του ΠΔΕ. Έτσι λοιπόν, όπως ομολογεί ο υπουργός Οικονομίας, το 2006 θα εξοφλήσουμε χρέη ύψους 20 δισ. ευρώ και θα συνάψουμε καινούργια χρέη ως επί το πλείστον μακροπρόθεσμα 30,6 δισ., χωρίς να υπολογίζουμε τις απαραίτητες μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις του προϋπολογισμού (υστέρηση εσόδων και αύξηση δαπανών). Με βάση τις παραδοχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η κατάρτιση του φετινού προϋπολογισμού, οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου το 2006 θα προσεγγίσουν τα 35 δισ. ευρώ περίπου. Με άλλα λόγια το φετινό δημοσιονομικό έλλειμμα θα προσεγγίσει τα 15 δισ., αφού θα δανειστούμε 35 δισ. και θα εξοφλήσουμε 20 δισ. Έτσι σκαρφαλώνει στα ύψη το δημόσιο χρέος. Με τα δεδομένα αυτά η πρόβλεψη του κ. Αλογοσκούφη και των συνεργατών του ότι το 2006 το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί μόνον κατά 11,2 δισ. ευρώ είναι αρκετά αισιόδοξη και η ευχή μας είναι να επαληθευτεί πλήρως.
Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα το δημόσιο χρέος (της κεντρικής κυβέρνησης) κατά το κλείσιμο της χρήσης 2005 θα φτάσει κατά τις εκτιμήσεις του υπουργού Οικονομίας στα 215,4 δισ. ευρώ ή στο 119,7% του ΑΕΠ. Πέρυσι τέτοια εποχή ο κ. Αλογοσκούφης μας έλεγε ότι η πρόβλεψή του ήταν ότι το δημόσιο χρέος θα έφτανε στα 212 δισ. Επομένως παρουσίασε μια προς τα πάνω απόκλιση της τάξης των 3,4 δισ. (εισ. έκθεση προϋπολογισμού του 2005- πίν. 4-3). Και τούτο λόγω υστέρησης εσόδων και αύξησης δαπανών. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται σε όλους σχεδόν τους κρατικούς προϋπολογισμούς της τελευταίας 20ετίας, που καταρτίζονται με αδικαιολόγητη αισιοδοξία, ίσως για λόγους σκοπιμότητας. Γιατί, άραγε η χρήση του 2006 θα παρουσιάσει εξαίρεση; Η προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι το 2006 το δημόσιο χρέος θα φτάσει τουλάχιστον στα 231 δισ. ευρώ και όχι στα 226,6 δισ. που προβλέπει ο κ. Αλογοσκούφης (ή στο 120% του ΑΕΠ περίπου). Πάντως εύχομαι να επαληθευτούν οι αισιόδοξες προβλέψεις του κ. υπουργού και όχι το αντίθετο. Όπως βαδίζει ο ρυθμός αύξησης του δημοσίου χρέους τα τελευταία χρόνια και δεδομένης της υπερχρέωσης της 5ετίας 2006-2010 στο τέλος του 2010 το δημόσιο χρέος θα έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί. Θα φτάσει, εκτός απροόπτου γεγονότος, στα 430 δισ. ευρώ περίπου κατά συντηρητικούς υπολογισμούς. Υπενθυμίζουμε ότι σήμερα το συνολικό δημόσιο χρέος φτάνει στα 73,1 τρισ. δραχμές (για να θυμηθούμε και την ξεχασμένη δραχμούλα μας), ενώ πριν από πέντε χρόνια (τέλος του 2000) ήταν 43,5 τρισ. δραχμές και πριν από δέκα χρόνια (τέλος του 1995) έφτανε στα 29,6 τρισ. Δηλαδή την πενταετία 1996-2000 αυξήθηκε κατά 13,9 τρισ. δρχ. και την επόμενη πενταετία 2001-2005 κατά 29,6 τρισ. Ο ρυθμός αύξησης είναι επιταχυνόμενος σφόδρα. Και για τον λόγο αυτό το δημόσιο χρέος έφτασε στα 73 τρισ. δρχ. σήμερα από 3,06 τρισ. που ήταν στο τέλος του 1985. Βέβαια, στα δέκα χρόνια της 20ετίας αυτής ίσχυσαν πολύ υψηλά επιτόκια και το κράτος έφτασε να δανείζεται ακόμη και με επιτόκιο 20% και πάνω. Τώρα τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλότερα και όσο και αν παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις δεν πρόκειται μέσα στην προσεχή πενταετία ούτε κατά διάνοια να καταφέρουν να προσεγγίσουν στα επίπεδα της 10ετίας 1985-1995. Ο υψηλός ρυθμός αύξησης του δημόσιου χρέους μας πείθει ότι στη διαδικασία υπερδανεισμού του Δημοσίου η επίδραση των επιτοκίων είναι βέβαια σοβαρή, αλλά υπάρχουν άλλοι σοβαρότεροι παράγοντες που οδηγούν το δημόσιο στον υψηλό δανεισμό (σπάταλο κράτος, μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή και νόμιμη φοροαποφυγή, παγωμένες οφειλές βεβαιωμένων φόρων, αδράνεια των οικονομικών υπηρεσιών, υστέρηση φορολογικών εσόδων κ.λπ.). Έτσι, παρά την εκποίηση του μεγαλύτερου μέρους της κρατικής περιουσίας και τον πακτωλό των εσόδων από την πώληση κερδοφόρων ΔΕΚΟ και παρά τα απροσδοκήτως χαμηλά επιτόκια το δημόσιο χρέος συνεχώς γιγαντώνεται και απειλεί να απορροφήσει όλους τους διαθέσιμους χρηματικούς πόρους της ελληνικής οικονομίας. Η απειλή είναι υπαρκτή, εάν δεν καταφέρει η κυβέρνηση να πετύχει γρήγορη αναστροφή της τωρινής δημοσιονομικής μας κατάστασης.
Η σημερινή εικόνα της δημοσιονομικής διαχείρισης είναι αποκαρδιωτική και δεν είναι ποτέ δυνατόν να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις δημοσιονομικής εξυγίανσης στο προβλεπόμενο μέλλον, όσο κι αν αυτό αποτελεί διακαή πόθο της προηγούμενης, αλλά και της σημερινής κυβέρνησης. Για πολλά χρόνια η δημοσιονομική πολιτική αν δεν πετύχει μια ριζική μετάλλαξη, θα είναι ένα επιπλέον «βαρίδι» και τροχοπέδη στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας. Δεν αποτελούν λύση του δημοσιονομικού προβλήματος ο υπέρμετρος δανεισμός, η υπερφορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η επαύξηση του φορολογικού βάρους των φυσικών προσώπων, η «νόμιμη» φοροαποφυγή των επιχειρηματικών κερδών και η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Αντιθέτως, τα μέτρα αυτά που κατά κόρον χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις της τελευταίας 20ετίας αποτελούν στρεβλώσεις της οικονομικής δραστηριότητας. Οδηγούν στον φαύλο κύκλο της οικονομικής στασιμότητας. Και όταν μελλοντικά περικοπούν δραστικά οι τωρινές πλούσιες εισροές χρηματικών πόρων από τα κοινοτικά ταμεία, η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει αξεπέραστες δυσκολίες. Καθώς δεν απέκτησε δυστυχώς τη δυνατότητα μιας αυτοδύναμης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης, βαδίζει με τα «φτερά» της υπερχρέωσης κράτους, επιχειρήσεων και νοικοκυριών και με τις δωρεάν εισροές κοινοτικών χρηματικών πόρων. Δηλαδή με άλλα λόγια η ελληνική οικονομία βαδίζει με «ευκαιριακά δεκανίκια» επί μη σταθερού εδάφους, αδύναμη να πετύχει αυτοδύναμη ανάπτυξη.
Έτσι όπως είναι σχεδιασμένη και εφαρμόζεται η δημοσιονομική πολιτική το βέβαιο αποτέλεσμα θα είναι η υποθήκευση του μέλλοντος. Για να καλύψουμε τις τωρινές ανάγκες του σπάταλου κράτους, αναλώνουμε τις οικονομίες των προηγούμενων γενεών με την εκποίηση της κρατικής περιουσίας (αποκρατικοποιήσεις) που κατάφερε να δημιουργήσει το κράτος στα χρόνια της «ψωροκώσταινας», δημιουργούμε βάρη για τις επόμενες γενεές (ήδη ο μακροπρόθεσμος δανεισμός του Δημοσίου έχει φτάσει μέχρι και το 2037) και ξοδεύουμε και μελλοντικά έσοδα του κράτους. Αυτή όμως δεν είναι πολιτική συνετής διαχείρισης. Είναι συμπεριφορά «ασώτου υιού». Κάποτε θα πρέπει να το κατανοήσουμε αυτό. Και να επιδιώξουμε αλλαγή πλεύσης. Διαφορετικά οι καταστάσεις που θα δημιουργηθούν θα μας πείσουν ότι «στραβά αρμενίζαμε». Τότε όμως θα είναι αργά. Η ελληνική οικονομία και ο δημοσιονομικός τομέας είναι υποχρεωμένοι να διαπλεύσουν σώοι και αβλαβείς τις «Συμπληγάδες» που δημιουργήσαμε ή μας δημιούργησαν τα συσσωρευμένα οικονομικά προβλήματα, πολλά από τα οποία επιδεινώθηκαν και από εξωγενείς παράγοντες. Η πολιτική μας ηγεσία όλα αυτά τα χρόνια με περισσή ανευθυνότητα αντιμετώπισε την οικονομία και θέλησε να μας την παρουσιάσει «ισχυρή» αντιγράφοντας τη συμπεριφορά πτωχευμένου εμπόρου (πώληση περιουσίας και σύναψη δανείων). Έτσι, ναυάγησε η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αυτή είναι η κατάσταση με αντικειμενική κρίση και χωρίς ωραιοποιήσεις για επικοινωνιακή κατανάλωση. Καθώς μπήκαμε πλέον στον «αστερισμό» του υψηλού δημόσιου χρέους, καιρός είναι να προβληματιστεί η πολιτική ηγεσία με σοβαρότητα και η δημοσιονομική διαχείριση να ασκείται με σύνεση όπως απαιτούν οι περιστάσεις.