Αποκαλυπτικό πρωτοχρονιάτικο μήνυμα Οζκιόκ

Το γεγονός ότι αναλαμβάνει ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων να καθορίσει με τον τρόπο αυτό τους άξονες της στρατηγικής ασφάλειας της Τουρκίας λέει από μόνο του πολλά. Δείχνει προς κάθε κατεύθυνση ποιος είναι το πραγματικό αφεντικό για θέματα που υπερβαίνουν την καθημερινή τρέχουσα πολιτική διαχείριση και αφορούν καθορισμό και επιδίωξη στρατηγικών στόχων και πολιτικών.

Το φετινό μήνυμα του τούρκου στρατηγού έρχεται μετά το «ναι» της ΕΕ για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η συγκεκριμένη συζήτηση των διαφόρων κεφαλαίων θ’ αρχίσει κατά τους επόμενους μήνες, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αναγνωριστικής φάσεως (screening). Το μήνυμα Οζκιόκ έχει για τον λόγο αυτό διπλό παραλήπτη. Αφενός την Κύπρο και την Ελλάδα, αφετέρου την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στην πρώτη περίπτωση, ο τούρκος στρατηγός, ως ύπατος πολιτικός άρχων, οριοθετεί τις τουρκικές πολιτικές και τους στρατηγικούς στόχους. Καθορίζει ειδικότερα τέσσερις βασικούς άξονες:

• Διατήρηση μιας δυνάμεως αποτροπής που να μπορεί να υπερασπίζει τις τρέχουσες ισορροπίες και τα εθνικά συμφέροντα ενάντια στις απειλές για την περιοχή μας.

• Αποτροπή νέων διεθνών κινδύνων και απειλών, ιδιαίτερα δραστηριοτήτων εντός της χώρας, που μπορούν να βλάψουν τα συμφέροντα της Τουρκίας στο εξωτερικό.

• Λήψη απαραίτητων μέτρων εναντίον των απειλών εις βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, της εθνικής ενότητας και του υπάρχοντος καθεστώτος.

• Υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της Τουρκίας στην Κύπρο.

Στους στρατηγικούς άξονες που αναπτύσσει ο τούρκος στρατηγός είναι εμφανές το άγχος που διακατέχει την τουρκική ηγεσία για την κατάσταση στο ιρακινό Κουρδιστάν και την εσωτερική «απειλή» που αντιπροσωπεύουν οι Κούρδοι της Τουρκίας. Είναι ταυτόχρονα διαφανής η προσπάθεια να προβληθούν, μέσα από την επίκληση των «απειλών» αυτών, σε συνδυασμό με «τη διεθνή τρομοκρατία», οι «ειδικές συνθήκες» της Τουρκίας, που απαιτούν ιδιαίτερη αντιμετώπιση και ανοχή από την ΕΕ.

Παραλλήλως είναι προφανής η προσπάθεια προβολής της Τουρκίας ως καθοριστικού περιφερειακού παράγοντα ασφαλείας και εντάξεως των εθνικών της επιδιώξεων σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο διεθνών συμφερόντων και στρατηγικών ισορροπιών.

Ποια είναι η «λύση» στο Κυπριακό που μπορεί να εναρμονίζεται με το τουρκικό δόγμα ότι η Κύπρος είναι ακρογωνιαίος λίθος της ασφάλειας της Τουρκίας;

Με τα δεδομένα αυτά τίθεται το ερώτημα ποια είναι η «λύση» του Κυπριακού που μπορεί να εναρμονίζεται με το τουρκικό δόγμα ότι η Κύπρος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ασφάλειας της Τουρκίας; Τίθεται όμως και μια σειρά άλλων ερωτημάτων. Πώς είναι δυνατόν να αναμένει κανείς επίλυση του Κυπριακού με μια νέα πρωτοβουλία Ανάν, όταν η τουρκική πλευρά, στην ύπατη πολιτική της έκφραση, οριοθετεί τη λύση κατ’ αυτόν τον τρόπο; Πώς είναι δυνατόν η ΕΕ να ανέχεται μια τέτοια συμπεριφορά από μια υποψήφια προς ένταξη χώρα; Τι σημαίνει το μήνυμα Οζκιόκ σε σχέση προς το Σχέδιο Ανάν; Σημαίνει ότι το τουρκικό «ναι» ειπώθηκε μετά την ικανοποίηση των παραπάνω τουρκικών γεωπολιτικών και στρατηγικών αξιώσεων της Τουρκίας στην Κύπρο; Είναι δυνατόν η Ελλάδα και η Κύπρος, υπό τις συνθήκες αυτές, να εμμένουν στην ίδια πολιτική στο Κυπριακό και να στηρίζουν, χωρίς ενστάσεις, την τουρκική ενταξιακή πορεία;

Τα ερωτήματα αυτά είναι καίρια. Δείχνουν το έλλειμμα αποφασιστικότητας που υπάρχει στην ελληνική πλευρά, σε συνδυασμό με μια πολιτική κατευνασμού, που υποσκάπτει τις ελληνικές θέσεις και δίνει το στρατηγικό πλεονέκτημα στην άλλη πλευρά.

Η επαναβεβαίωση του δόγματος Οζκιόκ ότι η Κύπρος αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής ασφάλειας της Τουρκίας γίνεται σε μια στιγμή που καταβάλλονται από κάθε πλευρά προσπάθειες για την έναρξη μιας νέας πρωτοβουλίας του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ κ. Κόφι Ανάν.

Η ελληνική πλευρά, σε μια προσπάθεια επιδείξεως ευελιξίας και αποστολής προσεγγιστικών μηνυμάτων προς την τουρκοκυπριακή πλευρά, είχε δηλώσει επανειλημμένα ότι οι επιδιωκόμενες αλλαγές στο Σχέδιο Ανάν δεν θα θίξουν τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Στην πολιτική αυτή προεξάρχει το ΑΚΕΛ στην Κύπρο, που παρουσιάζει την πολιτική αυτή με ιδεολογήματα διεθνιστικής συναδέλφωσης και ασκεί πιέσεις στον κύπριο Πρόεδρο να την ενστερνισθεί ως απαραίτητο μέρος της ελληνικής στρατηγικής.

Κανείς δεν έχει αντίρρηση κατ’ αρχάς για μια πολιτική προσεγγίσεως με τους Τουρκοκύπριους. Η πολιτική όμως αυτή έχει, δυστυχώς, τα όριά της για τρεις βασικούς λόγους: Πρώτον, γιατί οι Τουρκοκύπριοι δεν αποτελούν και δεν μπορούν να αποτελέσουν αυτόνομο παράγοντα. Ελέγχονται στενά από την Άγκυρα και τα κατοχικά στρατεύματα. Δεύτερον, γιατί ήδη οι έποικοι συνιστούν σήμερα πλειοψηφία στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου. Κατ’ απαράδεκτο μάλιστα τρόπο δόθηκε σ’ αυτούς από τον Κόφι Ανάν το δικαίωμα να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα για το ομώνυμο σχέδιό του, γεγονός που η τουρκική πλευρά παρουσιάζει ως απαρχή διεθνούς νομιμοποιήσεώς τους στην Κύπρο. Τρίτον, γιατί η Άγκυρα θέτει ωμά θέμα δικής της στρατηγικής ασφάλειας, σε σχέση με την Κύπρο, και διεκδικεί ουσιαστικά την υπαγωγή της Κύπρου στη σφαίρα του δικού της γεωπολιτικού ελέγχου, σε συνεργασία με τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα και το Ισραήλ.

Είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’60, με αποκορύφωμα τη δεκαετία του ’70, ο παράγων της ασφάλειας του Ισραήλ έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στο Κυπριακό. Η Άγκυρα στο πλαίσιο των ειδικών στρατηγικών σχέσεων που αναπτύσσει με το Ισραήλ, παρά τις διαφορές που υπάρχουν στο Κουρδικό, επιδιώκει να παγιώσει τη στρατηγική και γεωπολιτική της θέση στην Κύπρο. Επιδιώκει ειδικότερα να έχει αποφασιστικό λόγο για τη χρήση της Κύπρου ως στρατηγικής εξέδρας στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την ασφάλεια του Ισραήλ. Θέλει, ταυτόχρονα, να ολοκληρώσει στην περιφέρειά της τη στρατηγική ζώνη που φιλοδοξεί να δημιουργήσει από τη Θράκη ως την Κύπρο με την προώθηση των γνωστών σχεδίων της στο Αιγαίο, διχοτόμηση και συγκυριαρχία, με αναφορά τον 25ο παράλληλο.

Σε μια τέτοια περίπτωση θα ενισχυόταν κατακόρυφα η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τη Δύση και θα μειωνόταν αντιστοίχως η στρατηγική σημασία της Ελλάδας. Η τελευταία θ’ αντιμετώπιζε ουσιαστική γεωπολιτική έξωση από την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή και συρρίκνωση και φαλκίδευση των δικαιωμάτων της στο Αιγαίο.

Το μήνυμα Οζκιόκ έρχεται να κάνει απολύτως σαφείς τις τουρκικές επιδιώξεις και θέτει τις πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο μπροστά στις ευθύνες τους. Αξίζει να σημειωθεί, σε σχέση μ’ αυτά, η πρόσφατη επίσκεψη στην Αίγυπτο του τούρκου Προέδρου Σεζέρ και οι πιέσεις που άσκησε για την αλλαγή της αιγυπτιακής πολιτικής στο Κυπριακό. Αυτό που ενοχλεί ιδιαίτερα την τουρκική ηγεσία είναι η συμφωνία που υπέγραψε η Αίγυπτος με την Κύπρο για την οριοθέτηση τής μεταξύ τους υφαλοκρηπίδας, με σκοπό την εκμετάλλευση πηγών πετρελαίου και αερίου, που έχουν ανιχνευθεί στη θάλασσα νοτιοανατολικά της Κύπρου. Η Άγκυρα αντιτίθεται σφόδρα στη συμφωνία αυτή, γιατί στο πλαίσιο των σκανδαλωδών προνοιών που εξασφάλισε με το Σχέδιο Ανάν διεκδικεί ισότιμη συμμετοχή στην εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας όχι μόνον της κατεχόμενης αλλά και της ελεύθερης Κύπρου!

Η σημερινή τουρκική πολιτική πρέπει επίσης να συνδυασθεί με την τρέχουσα συγκυρία στη Μέση Ανατολή, με την άνοδο της εντάσεως στις σχέσεις ΗΠΑ και Ισραήλ με το Ιράν και την προϊούσα αποσταθεροποίηση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία.

Οι πρόσφατες επίσης επισκέψεις αμερικανών αξιωματούχων στην Άγκυρα έδωσαν λαβή για φήμες περί παραχωρήσεως τουρκικών στρατιωτικών διευκολύνσεων προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ με στόχο το Ιράν.

Η Άγκυρα θα ζητήσει, βεβαίως, ως ανταλλάγματα καλύτερη «κατανόηση» των θέσεών της στο Κουρδικό, στο Κυπριακό, τα Ελληνοτουρκικά και στις σχέσεις της με την ΕΕ. Είναι ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπ’ όψιν στις αναλύσεις της ελληνικής διπλωματίας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι «ειδικές συνθήκες» που επικαλείται η Άγκυρα

Το διάγγελμα Οζκιόκ αποτελεί, κατά δεύτερον λόγο, όπως ήδη αναφέρθηκε, μήνυμα προς την ΕΕ. Ότι δηλαδή, λόγω «ειδικών συνθηκών», δεν πρέπει η ΕΕ να απαιτεί από την Τουρκία τα όσα απαιτούνται λογικά από κάθε άλλη υποψήφια προς ένταξη χώρα.

Αυτό, βεβαίως, αφορά κατά κύριον λόγο την ίδια τη δομή του τουρκικού πολιτεύματος και τον πολιτικό ρόλο του στρατού. Η Άγκυρα διεκδικεί να γίνει δεκτός αυτός ο ρόλος ως απαραίτητο στοιχείο του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Ισχυρίζεται ότι σε διαφορετική περίπτωση η Τουρκία κινδυνεύει να παλινδρομήσει στον ισλαμικό φανατισμό, που αντιπροσωπεύει σήμερα τον καυτό πυρήνα της νέας διεθνούς τρομοκρατικής απειλής και αστάθειας.

Παρόμοια ανοχή και «κατανόηση» διεκδικεί η Άγκυρα σε σχέση με το Κουρδικό, που συνδέεται άμεσα με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Η Άγκυρα προτάσσει γι’ αυτό τους κινδύνους που απειλούν την εθνική της ενότητα και τις «στρατηγικές υπηρεσίες» που παρέχει προς τη Δύση για την αντιμετώπιση του ισλαμικού φανατισμού και της τρομοκρατίας, ιδιαίτερα σε σχέση τώρα με το Ιράν και τις πυρηνικές φιλοδοξίες του.

Κατά τρίτον λόγο, οι τουρκικές αξιώσεις για ανοχή, λόγω «ειδικών συνθηκών», αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Η συγκατάθεση της ΕΕ για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων έγινε με βάση ένα συγκεκριμένο διαπραγματευτικό πλαίσιο που έχει, εκτός των άλλων, νομική ισχύ. Η Άγκυρα, αφού πήρε το «ναι» της ΕΕ, δεν δείχνει καμιά διάθεση να συμμορφωθεί και να τηρήσει τις ελάχιστες υποχρεώσεις που ανέλαβε. Αυτό αφορά ειδικότερα το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αφορά όμως γενικότερα και τις υποχρεώσεις της Τουρκίας στον τομέα ιδίως των ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Είναι προφανές ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στην Άγκυρα να θέσει τις σχέσεις της με την ΕΕ υπό καθεστώς «ειδικών συνθηκών», που θα εξασφάλιζε ανοχή και εξαίρεση της Τουρκίας από συμβατικές υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις αρχές και το κεκτημένο της ΕΕ.

Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν μπορούν προς την κατεύθυνση αυτή να έχουν ρόλο ουραγού ή ακόμη χειρότερα ανεπιφύλακτου συνηγόρου και υποστηρικτή της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας. Πρέπει να επανεξετάσουν την πολιτική και τη στρατηγική τους. Να πρωτοστατήσουν με αποφασιστικότητα για την αυστηρή εφαρμογή των ευρωπαϊκών αρχών και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Πρέπει επίσης να προβληματισθούν σοβαρά για την προβαλλόμενη νέα πρωτοβουλία στο Κυπριακό, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.

Μπορεί να καταλήξει μπούμερανγκ για την Κύπρο. Προτεραιότητα έχει η ενίσχυση της θέσεως της Κύπρου στην ΕΕ και ο αγώνας για λύση του Κυπριακού με βάση τις αρχές και τις αξίες της ΕΕ και όχι με βάση ένα σχέδιο που εξυπηρετεί τους στρατηγικούς και γεωπολιτικούς στόχους της Άγκυρας.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ