Απέχθεια και αμηχανία της ελληνικής κοινωνίας
Η μία θυμίζει «υπόθεση Σορίν Ματέι», αυτή του ρώσου κατάδικου και δολοφόνου δύο αστυνομικών, Μαξίμ Ζιλίν. Σορίν Ματέι για όσους δεν θυμούνται είναι ο ελληνορουμάνος σκληρός ποινικός κρατούμενος που είχε καταλήξει στα χέρια των αστυνομικών έπειτα από φοβερή μάχη που περιλάμβανε και ομήρους, μία από τους οποίες είχε τραγική κατάληξη. Ο ελληνορουμάνος πέθανε στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε βαριά τραυματισμένος. Ίσως να πέθανε από τα τραύματα του, κανείς όμως δεν πίστεψε αυτή την εκδοχή. Η κοινή γνώμη ήταν πεισμένη ότι τον σκότωσαν κατά τη μεταφορά του ή μέσα στο νοσοκομείο οι αστυνομικοί, «επειδή είχε κάνει ρεζίλι όλο το σώμα» όπως λεγόταν και γραφόταν τότε.
Έτσι και τώρα με τον Ρώσο Μαξίμ Ζιλίν. Κατάφερε να αποδράσει με έναν άλλο κρατούμενο ανήλικο Αλβανό, αφού προηγουμένως σκότωσε δύο αστυνομικούς με το όπλο ενός κατά τη διάρκεια της μεταγωγής του. Χάθηκε μέσα στα δάση των Τρικάλων. Κρύφτηκε, αλλά όπως είναι φυσικό, αν και άργησαν, τον βρήκαν οι αρχές. Με μια σφαίρα στον κρόταφο όπως ανακοινώθηκε. Το θέμα είναι ποιος έριξε τη σφαίρα. Η ιατροδικαστής λέει ότι την έριξε ο ίδιος ο κατάδικος, άρα αυτοκτονία. Απελπίστηκε, ήταν ταλαιπωρημένος, νηστικός, κυνηγημένος, δεν ήθελε να πέσει ζωντανός στα χέρια των αστυνομικών, αφού μάλιστα είχε σκοτώσει και δύο από αυτούς, έβαλε το όπλο στο κεφάλι και πυροβόλησε. Όμως πάλι δεν γίνεται πιστευτή από την κοινή γνώμη η πολύ πιθανή αυτή εκδοχή. Ίσως είναι οι αντιφάσεις των αρχών που δημιουργούν την αμφιβολία, ίσως είναι η απόλυτη άποψη της ιατροδικαστού ότι πρόκειται περί αυτοκτονίας. Μια απολυτότητα που αμφισβήτησαν ευθέως άλλοι συνάδελφοί της ζητώντας βαλλιστικό έλεγχο για τον ισχυρισμό της.
Η άλλη υπόθεση είναι η δολοφονία του νεαρού Αλβανού στο Ρέθυμνο της Κρήτης.
Έξι νεαροί εισέβαλαν στο σπίτι του 17χρονου αλλοδαπού και ένας από αυτούς, 18χρονος Κρητικός που υπηρετεί τη θητεία του, τον σκότωσε με απανωτές μαχαιριές. Γιατί; Διότι ο δολοφόνος και οι φίλοι του πίστευαν ότι το 17χρονο θύμα και άλλοι ομοεθνείς του ευθύνονταν για επεισόδιο που είχε γίνει νωρίτερα σε μπαρ και στο οποίο είχε τραυματισθεί ένας Έλληνας.
Αν και οι δύο περιπτώσεις δεν μοιάζουν μεταξύ τους, διότι στη μία είναι «ύποπτες» οι αρχές για τον θάνατο του ρώσου δραπέτη, ενώ στην άλλη πρωταγωνιστούν νεαροί πολίτες που επιλέγουν την αυτοδικία, εντούτοις έχουμε μια έκρηξη βίας που σοκάρει την κοινή γνώμη. Η Ελλάδα δεν είναι συνηθισμένη στην εκτεταμένη και συχνή βία, έτσι δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει και να δικαιολογήσει περιστατικά που θυμίζουν παρακμιακές κοινωνίες που μαστίζονται είτε από μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις είτε από εγγενή βία. Γι’ αυτό και τα μέσα ενημέρωσης αφιερώνουν χρόνο και έκταση στα περιστατικά. Βεβαίως στο σημείο αυτό πρέπει να παραδεχτούμε ότι τα ΜΜΕ αγαπούν τα θέματα που σοκάρουν διότι καθηλώνουν τον κόσμο, αφού έτσι κερδίζουν ακροαματικότητα παίζοντας συγχρόνως φθηνό (σχεδόν δωρεάν) τηλεοπτικό προϊόν. Αυτό δεν μας εμποδίζει όμως να διαπιστώσουμε την μεγάλη ευαισθησία της κοινής γνώμης σε θέματα κοινωνικής βίας.
Όταν επιπλέον αυτή κρύβει σκοτεινές διαδικασίες στις οποίες ενέχονται οι αρχές πρόληψης και καταστολής, τότε οι πολίτες διατηρούν στάση αυξημένης επιφυλακτικότητας και τούτο όχι γιατί επικροτούν την παρανομία ή ταυτίζονται σώνει και καλά με τον (έστω και στυγνό δολοφόνο) διωκόμενο. Είναι όμως καχύποπτοι, διότι έχει προηγηθεί αστυνομική επιχείρηση που αποκαλύπτει την προχειρότητα και την ανεπάρκεια των υπευθύνων, στοιχεία που οδήγησαν (όπως και στην υπόθεση Ματέι) στη δολοφονία αστυνομικών. Η συνέχεια δεν είναι και πολύ δύσκολο να σχεδιαστεί ως πιθανό σενάριο στο μυαλό του μέσου πολίτη. Όλοι ή οι περισσότεροι θεωρούν εξαιρετικά πιθανό η αστυνομία ταπεινωμένη από έναν δραπέτη, που μάλιστα έχει σκοτώσει και δύο από τα μέλη της, να μην του δώσει άλλη ευκαιρία (να την εκθέσει) όταν τον εντοπίσει.
Σε ό,τι αφορά την υπόθεση δολοφονίας του 17χρονου αλλοδαπού, όσο κι αν όλοι ξέρουμε ότι σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας όπως η Κρήτη συνηθίζεται η αυτοδικία μέσω «βεντέτας» όταν έχει υπάρξει προσβολή, κανείς δεν είναι έτοιμος να δεχθεί ότι η όποια προσβολή πρέπει να πληρωθεί με ανθρώπινη ζωή. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι το γεγονός χρωματίζεται εντονότερα από το ότι ο (18χρονος) δράστης είναι Έλληνας και το (17χρονο) θύμα Αλβανός, τότε έχουμε να κάνουμε με ακόμα πιο επικίνδυνο μείγμα.
Οι πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες, όπου σιγά σιγά εντασσόμαστε, δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους αντιθέσεις. Αντίθετα, υπαγορεύουν άλλους κανόνες συμπεριφοράς και συνύπαρξης, αλλιώς μεταβάλλονται από μόνες τους σε κοινωνίες-μολότωφ, έτοιμες να εκραγούν στο άναμμα της άκρης του κουρελιού που κρέμεται από το μισογεμάτο μπουκάλι της αυτοσχέδιας βόμβας. Δεν θέλει και πολύ για να ανάψει η άκρη. Και τότε…