«Λύση» του Κυπριακού μέσα στο 2006 μαγειρεύουν οι ΗΠΑ!
Η σπουδή των Αμερικανών έχει δύο κίνητρα. Πρώτον, να εμποδίσει το Κυπριακό να αναδειχθεί εκ των πραγμάτων σε τροχοπέδη και σκόπελο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Δεύτερον, να αξιοποιήσει τον χρόνο κατά τον οποίον η ελληνική πλευρά παραμένει εγκλωβισμένη στη στρατηγική του Σχεδίου Ανάν, και της «διακοινοτικής προσεγγίσεως», για να παραγράψει σταδιακά, ντε φάκτο, το Κυπριακό ως θέμα κατοχής και να προωθήσει «λύση» στις παραμέτρους του Σχεδίου Ανάν.
Η Άγκυρα δηλώνει προκλητικά ότι δεν πρόκειται
να εφαρμόσει το πρωτόκολλο τελωνειακής συνδέσεως και θέτει όρους
Οι αμερικανικές ανησυχίες για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας εντείνονται από την προκλητική αδιαλλαξία που επιδεικνύει η Άγκυρα απέναντι στην ΕΕ, σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά και ιδιαίτερα το Κυπριακό.
Είναι ενδεικτικές προσφάτως οι δηλώσεις στο Ρόιτερ του τούρκου υπουργού Επικρατείας και αντιπροέδρου της κυβερνήσεως, Αμπνουτλατίφ Σενέρ, ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να εφαρμόσει το πρωτόκολλο τελωνειακής συνδέσεως σε ό,τι αφορά την Κύπρο, και να ανοίξει τα τουρκικά λιμάνια και τα αεροδρόμια στα πλοία και τα αεροπλάνα με κυπριακή σημαία. Για να γίνει αυτό, δήλωσε ο Τούρκος αντιπρόεδρος, πρέπει να αρθεί παραλλήλως ο λεγόμενος «οικονομικός αποκλεισμός» εις βάρος του ψευδοκράτους, δηλαδή να προωθηθεί ουσιαστικά η αναγνώριση του «κράτους» των κατεχομένων.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο πρόεδρος της Τουρκικής Εθνοσυνελεύσεως, Αρίντς, δηλώνει με κάθε ευκαιρία ότι η τουρκική Εθνοσυνέλευση δεν πρόκειται να εγκρίνει και να καταστήσει υποχρεωτικό νόμο του κράτους το πρωτόκολλο τελωνειακής συνδέσεως όπως αυτό έγινε δεκτό από την ΕΕ, με συνημμένη την αντιδήλωση της ΕΕ. Δηλώνει, αντιθέτως, απροκάλυπτα, ότι η Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα επικυρώσει το πρωτόκολλο, με συνημμένη την τουρκική μονομερή δήλωση για την Κύπρο, την οποία απέρριψε η ΕΕ.
Με πρωτοβουλία του Χανς Γκερτ Πέτεριγκ, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στο οποίο ανήκει και η «Νέα Δημοκρατία», το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έσπευσε γι’ αυτό να εγκρίνει το πρωτόκολλο τελωνειακής συνδέσεως, που αφορά ως πακέτο όλες τις δέκα νέες χώρες μέλη, μεταξύ αυτών και την Κύπρο. Έστειλε με τον τρόπο αυτό ένα μήνυμα ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν πρόκειται να το επικυρώσει, εάν δεν δοθούν προηγουμένως διαβεβαιώσεις από την Άγκυρα ότι η Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα επικυρώσει με τη σειρά της το κείμενο που δέχθηκε η ΕΕ και όχι το κείμενο που θέλει η Τουρκία, με συνημμένη σ’ αυτό τη μονομερή της δήλωση για εξαίρεση της Κύπρου.
Τι θα πράξει η ελληνική πλευρά; Θα προβεί
πάλι σε νέα στρατηγική υποχώρηση και θα επιτρέψει
στην Άγκυρα να καταργήσει μονομερώς και τις
ελάχιστες υποχρεώσεις που ανέλαβε
Τίθεται βεβαίως επιτακτικά το ερώτημα: «Τι θα πράξει, η ελληνική πλευρά; Θα προβεί πάλι σε νέα στρατηγική υποχώρηση και θα επιτρέψει στην Άγκυρα να καταργήσει μονομερώς και τις ελάχιστες συγκεκριμένες υποχρεώσεις που ανέλαβε, για να συνεχιστεί η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, που ”συμφέρει” δήθεν στρατηγικά την Ελλάδα;» Προβάλλεται το επιχείρημα ότι αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό θέμα αλλά και ευρωπαϊκό. Το επιχείρημα είναι σωστό. Αν όμως η ίδια η άμεση ενδιαφερόμενη πλευρά επιδείξει ανοχή, θα είναι δύσκολο να αναμένει κανείς από τις τρίτες χώρες να υπερβάλουν σε ζήλο τους άμεσα ενδιαφερόμενους, ακόμη και αν τίθεται θέμα αρχών και ευρωπαϊκής νομιμότητας.
Το μήνυμα είναι σαφές. Η ελληνική πλευρά δεν έχει περιθώριο για νέες «ευελιξίες» και υποχωρήσεις. Εάν η Άγκυρα επιμείνει στην άρνηση και απόρριψη οποιωνδήποτε υποχρεώσεων που ανέλαβε, πρέπει να κληθεί να πληρώσει το τίμημα στην ευρωπαϊκή της πορεία. Η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει σ’ αυτό να πρωτοστατήσουν και όχι να παραμείνουν αδρανείς. Μόνο τότε θα έχει ισχυρό κίνητρο η Άγκυρα για να διαπραγματευθεί σοβαρά και να κάνει ουσιαστικά βήματα τόσο στο Κυπριακό όσο και συνολικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σε διαφορετική περίπτωση η ελληνική πλευρά δεν κινδυνεύει μόνο να απολέσει οποιοδήποτε έλεγχο και επιρροή πάνω στην Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αλλά να καταστεί επιπλέον όμηρος αυτής της πορείας στις σχέσεις Τουρκίας και ΕΕ.
Η επίδειξη της τουρκικής αδιαλλαξίας συμπίπτει με
την καθόλου φιλοτουρκική αυστριακή προεδρία στην ΕΕ
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2006 η προεδρία της ΕΕ θα ασκείται από την Αυστρία, της οποίας είναι γνωστή η θέση σε σχέση με την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη. Το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιείται ήδη ως προπαγάνδα από την Άγκυρα και τους φίλους της, για να διαβληθεί εκ των προτέρων οποιαδήποτε αυστηρή στάση της ΕΕ έναντι της Τουρκίας ως εμπνεόμενη από τη γνωστή θέση της Αυστρίας κατά της τουρκικής εντάξεως. Η πραγματικότητα βεβαίως είναι διαφορετική. Η Άγκυρα επιδιώκει να κόψει πλήρως στα μέτρα της την ευρωπαϊκή της προοπτική και να αποσείσει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις επιβάλλει αυτή η πορεία και δεν βολεύονται με την εσωτερική και εξωτερική της πολιτική, όπως κατ’ εξοχήν η πολιτική της στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις συνολικά. Επιδιώκει μάλιστα, με την προκλητική και πλήρως αδιάλλακτη στάση της σ’ αυτά, να τα καταστήσει μέρος του αποδεκτού από τους Ευρωπαίους κεκτημένου στις τουρκοευρωπαϊκές σχέσεις. Είναι κάτι που πρέπει να το λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη η ελληνική πλευρά, όταν επιδεικνύει ανοχή και προβαίνει σε νέες συνεχώς υποχωρήσεις.
Με τα δεδομένα αυτά η αυστριακή προεδρία προσφέρει μια ευνοϊκή συγκυρία στην ελληνική πλευρά για να υπερασπίσει και να προωθήσει τις θέσεις της. Στο ίδιο πνεύμα πρέπει να αντιμετωπιστούν με προσοχή και επιφύλαξη οι νέες αμερικανικές πρωτοβουλίες για ελληνοτουρκική σύγκλιση και προσέγγιση, την ίδια στιγμή που η Άγκυρα κλιμακώνει στην ΕΕ την αδιαλλαξία της και έχει ανάγκη από συμμάχους σ’ αυτήν και από οδό διαφυγής, για να μην υποστεί τις συνέπειες της αδιάλλακτης πολιτικής της.
Οι πραγματικοί στόχοι των νέων αμερικανικών πρωτοβουλιών είναι:
- Η άσκηση πιέσεων στην ελληνική πλευρά για να μην αντιδράσει στις τουρκικές προκλήσεις και να «διευκολύνει» την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία.
- Η αποτροπή εμπλοκής στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας λόγω ελληνοτουρκικών θεμάτων και Κυπριακού.
- Η ενεργότερη υποστήριξη από την Αθήνα πολιτικής τύπου Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο και ελληνοτουρκικής «προσεγγίσεως», ανεξάρτητα από την αδιάλλακτη πολιτική και τις προκλήσεις της Άγκυρας.
Η αμερικανική πολιτική επιδιώκει ειδικότερα να διαφυλάξει αλώβητη από τις τουρκικές προκλήσεις την ελληνική υποστήριξη στην τουρκική ευρωπαϊκή πορεία. Η τελευταία έγινε εκ των πραγμάτων το άλλοθι και το ιδεολόγημα για μονομερείς στρατηγικές υποχωρήσεις της Ελλάδας και για παραίτησή της, χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα, από ένα μοναδικό διπλωματικό πλεονέκτημα που ήταν και είναι η συναίνεσή της για την τουρκική ενταξιακή πορεία, χωρίς να διευθετηθούν προηγουμένως τα ανοικτά ελληνοτουρκικά θέματα.
Ειδικότερα στο Κυπριακό επιδιώκεται από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα η ενεργότερη άσκηση πιέσεων στη Λευκωσία από την Αθήνα. Πρώτον, για να μην αντιδράσει αποφασιστικά στις τουρκικές προκλήσεις στην ΕΕ και, δεύτερον, για να προχωρήσει σε παραπέρα εκπτώσεις από τις θέσεις της για το Σχέδιο Ανάν. Υπενθυμίζονται σχετικά οι αγγλοαμερικανικές αξιώσεις και υποδείξεις προς τη Λευκωσία, που προβάλλονται ευσχήμως μέσω του Κόφι Ανάν και της γραμματείας του ΟΗΕ, ότι πρέπει η Λευκωσία να «ιεραρχήσει» τις προτάσεις που υπέβαλε για αλλαγές στο Σχέδιο Ανάν. Δηλαδή, να κάνει ακόμη ένα βήμα παραπέρα και να δεχθεί ότι δεν είναι όλες οι προτάσεις που υποβάλλει εξίσου σημαντικές αποδεχόμενη εκ των προτέρων, πριν ακόμη από οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, ότι θα γίνουν μόνο μερικές και μερικώς αποδεκτές.
Για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για το τι σημαίνει ακριβώς αυτό, ο ίδιος ο Κόφι Ανάν έκανε λόγο, σε πρόσφατες δηλώσεις του, για «πάρε δώσε» μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Να συζητήσουν δηλαδή μεταξύ τους Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι και να δώσει η μια πλευρά κάτι έναντι κάτι άλλου που θα πάρει. Σχολιάζοντας τη δήλωση αυτή ο κύπριος Πρόεδρος, Τάσσος Παπαδόπουλος, δήλωσε ευστόχως ότι αφού τα πήρε όλα η μια πλευρά με την επιδιαιτησία Ανάν, τι έχει να δώσει η ελληνική πλευρά ως αντάλλαγμα για να πάρει κάτι άλλο;
Τα νέα τετελεσμένα εις βάρος των κατεχόμενων
ελληνικών περιουσιών και μια απόφαση του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που προκαλεί προβληματισμό
Μέσα στο σκηνικό αυτό συνεχίζεται η πολιτική της Άγκυρας και του υποτελούς ψευδοκράτους στην κατεχόμενη Κύπρο να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα σε ό,τι αφορά τις κατεχόμενες ελληνικές περιουσίες και την καταλήστευσή τους. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι μια από τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν, που προέβλεπε εξαίρεση από επιστροφή στους ιδιοκτήτες της περιουσίας, στην οποία έγιναν έργα βελτιώσεως και αναπτύξεως, άνοιξε κυριολεκτικά τον ασκό του Αιόλου για την έναρξη ενός άνευ προηγουμένου οικοδομικού οργασμού στα κατεχόμενα.
Προσφάτως, το κατοχικό καθεστώς, για να ανακόψει τις προσφυγές στα ευρωπαϊκά δικαστήρια των νομίμων ιδιοκτητών, εισήγαγε και ενέκρινε από τη «Βουλή» του ψευδοκράτους έναν νόμο περί «ανταλλαγής, επιστροφής και αποζημιώσεως ακίνητης περιουσίας». Στόχος του «νόμου» αυτού είναι να προβληθεί η επιτροπή περιουσιών Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως «τοπικό» ένδικο μέσο, στο οποίο υποχρεούται προηγουμένως να προσφύγει ο ιδιοκτήτης πριν καταφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αναγνώριση ενός τέτοιου «τοπικού» δικαστηρίου θα ισοδυναμούσε, ντε φάκτο, με αναγνώριση του ψευδοκράτους ως νόμιμης τοπικής αρχής, αντί υποτελούς αρχής στην κατέχουσα δύναμη που είναι η Τουρκία. Θα σήμαινε βεβαίως, κατά δεύτερο λόγο, τη βέβαιη και «νόμιμη» καταλήστευση των κατεχόμενων περιουσιών. Μια πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που αφορά την περίπτωση της Μύρας Αρέστη, η περιουσία της οποίας βρίσκεται στην περίκλειστη κατεχόμενη πόλη της Αμμοχώστου, δημιούργησε ανησυχία και προβληματισμό, επειδή δεν επιδίκασε άμεσα αποζημίωση στην ιδιοκτήτρια. Η απόφαση επαναβεβαιώνει την κρίση του Δικαστηρίου ότι υπόλογη στο θέμα αυτό δεν είναι η τουρκοκυπριακή «Διοίκηση», η οποία θεωρείται ως υποτελής, αλλά η Άγκυρα, η οποία είναι κατοχική δύναμη. Δεν επιβάλλει όμως άμεσα ποινή αποζημίωσης, αλλά ζητά από την Άγκυρα να αντιμετωπίσει και να λύσει το πρόβλημα μέσα σε τακτή προθεσμία. Ο τουρκικός Τύπος έσπευσε να πανηγυρίσει ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αφήνει την πόρτα ανοικτή στην Άγκυρα για να προβάλει την «Επιτροπή Αποζημιώσεων» που δημιούργησε, ως αποτελεσματικό τοπικό ένδικο μέσο στο οποίο πρέπει να προσφεύγουν οι ιδιοκτήτες κατεχόμενων περιουσιών πριν αποταθούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η τουρκική ερμηνεία της αποφάσεως είναι προφανώς υπερβολική, άτοπη και προπαγανδιστική. Δείχνει όμως τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια πορεία που υποβαθμίζει τον χαρακτήρα του Κυπριακού ως προβλήματος, κατά κύριο λόγο, εισβολής κατοχής, και κατά δεύτερο λόγο ως προβλήματος διακοινοτικής συνεννοήσεως και συνεργασίας.
Επιβάλλεται επειγόντως η ελληνική πλευρά να λάβει υπόψη τη διάσταση αυτή και να διαμορφώσει μια νέα δυναμική και αποτελεσματική πολιτική προβολής του Κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής. Η αντίπαλη πλευρά επιδιώκει βεβαίως τη συστηματική προβολή του Κυπριακού ως διακοινοτικού θέματος και τη σταδιακή σιωπηρή παραγραφή της τουρκικής κατοχής, παρουσιαζόμενης της κατεχόμενης Κύπρου ως του «εδάφους των Τουρκοκυπρίων». Η πολιτική αυτή είναι αναπόσπαστο αναγκαίο μέρος μιας νέας στρατηγικής που επιβάλλεται από τα πράγματα, ενώπιον της πλήρους τουρκικής αδιαλλαξίας και της νέας θέσεως στην οποία βρίσκεται σήμερα η Κύπρος ως πλήρες μέλος της ΕΕ. Το γεγονός αυτό δημιουργεί για την ελληνική πλευρά μια νέα στρατηγική κατάσταση, η οποία πρέπει επιτέλους να αξιοποιηθεί σωστά και αποτελεσματικά.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου