Απαγωγές με ονοματεπώνυμο ξένων εργαζομένων
Κανείς δεν αμφιβάλλει για τη σχέση της ελληνικής κυβέρνησης με την αμερικανική και με το παγκόσμιο δίκτυο ελέγχου και καταστολής, προκειμένου να χτυπηθεί στη γέννησή της η πολύμορφη τρομοκρατία. Κανείς, επίσης, δεν ζητεί από την ελληνική κυβέρνηση να αναδειχθεί σε ανάχωμα των νατοϊκών επιλογών που οδηγούν σε καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν τη σχέση της Ελλάδας με τον υπερατλαντικό σύμμαχο και τις εξ αυτού του γεγονότος προκύπτουσες δεσμεύσεις.
Τα προηγούμενα, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνουν ότι οι έλληνες πολίτες είναι έτοιμοι να αποδεχθούν μεθόδους που προσβάλλουν την προσωπική και εθνική αξιοπρέπεια όλων, στο όνομα μιας συνεργασίας αμφιλεγόμενης, σκοτεινής και με δυσδιάκριτα όρια. Η απαγωγή πολιτών που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας από πράκτορες ξένων δυνάμεων, για να ανακριθούν σε άγνωστο τόπο και για άγνωστο χρονικό διάστημα, προκειμένου να διαπιστωθεί ή όχι η σχέση τους με εθνικιστικά, ισλαμικά, εθνικοαπελευθερωτικά και (ό,τι οι Αμερικανοί ονομάζουν τρομοκρατικό) δίκτυα, είναι ασφαλώς ενέργεια που προκαλεί οργή, ανατριχίλα και αντίδραση σε κάθε πολίτη.
• Αν διαπιστωθεί ότι τούτο συνέβη με τη σύμφωνη γνώμη των ελληνικών αρχών στο όνομα της προστασίας από τη διεθνή τρομοκρατία, είναι ευθέως υπόλογη η ελληνική κυβέρνηση, που συνεργάστηκε με τέτοιο τρόπο.
• Αν διαπιστωθεί ότι όλα έγιναν ερήμην της, τότε είναι υπόλογη για ανεπάρκεια ελέγχου δράσης ξένων δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος.
Και στις δύο περιπτώσεις οι συζητούμενες και διαφαινόμενες απαγωγές μουσουλμάνων πολιτών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα αποτελούν ευθεία βολή κατά της ελληνικής κυβέρνησης. Είναι γνωστό ότι ο ελληνικός λαός μπορεί να δεχθεί πολλά πράγματα, αρκεί να γνωρίζει την αλήθεια, να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, ακόμα και αν διαφωνεί, ακόμα και αν δεν του αρέσουν οι συγκεκριμένες επιλογές και εξελίξεις. Όταν όμως ανακαλύπτει ότι συμβαίνουν πράγματα εν αγνοία του και μάλιστα προσβλητικά για την αξιοπρέπειά του, τότε δεν είναι καθόλου έτοιμος να καταλάβει, να αποδεχθεί και να συγχωρήσει.
Οι έλληνες πολίτες ξέρουν πολύ καλά ότι μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης πολλά έχουν αλλάξει σε όλο τον κόσμο αναφορικά με την αντίληψη περί ασφάλειας, σχέσεων θρησκειών και πολιτισμών. Όμως περιμένουν από την κυβέρνησή τους να τους μιλήσει με ειλικρίνεια για το είδος των σχέσεων και δεσμεύσεων που έχουμε οικοδομήσει και έχουν αναλάβει με τον μεγάλο υπερατλαντικό εταίρο, όσο επαχθείς και αν είναι αυτές οι σχέσεις.
Είναι προτιμότερο αυτό από το να μαθαίνει ξαφνικά ο πολίτης ότι άνθρωποι της διπλανής πόρτας απάγονται ως ύποπτοι τρομοκρατικών ενεργειών ή ενεχόμενοι σε σχέσεις με υπόπτους τρομοκρατικής δράσης από πράκτορες ξένων μυστικών υπηρεσιών, πιθανότητα με τη συνεργασία των ελληνικών αρχών.
Η πιο πιθανή εκδοχή είναι αυτή, διότι η όποια ελληνική κυβέρνηση θα φρόντιζε να καλύψει τα νώτα της αποδεχόμενη ότι αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τον μεγάλο εταίρο, παρά πως ό,τι συνέβη έγινε εν αγνοία της ωσάν το ελληνικό έδαφος να θυμίζει υπερπόντια κτήση αποικιοκρατικής δύναμης. Δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση μάλλον θα προτιμηθεί να ισχύσει το «συνένοχος» από το «βλαξ» ή «μπανανία», μια και ο υπόλογος ευκολότερα θα υποδυθεί τον αναγκασμένο να κάνει κάτι δυσάρεστο παρά τον αθώο ανίδεο. Και τούτο επειδή πρόκειται περί εθνικής κυριαρχίας. Αν επρόκειτο για κάτι άλλο, ίσως προτιμούσε το δεύτερο.
Σε κάθε περίπτωση ανοίγει για την ελληνική κυβέρνηση ένα κεφάλαιο διόλου ευχάριστο, η φύση του οποίου άπτεται καθοριστικών ευαισθησιών των Ελλήνων και όχι απλώς ευαισθησιών που έχουν να κάνουν με ζητήματα αισθητικής, «μου αρέσει αυτό» ή «δεν μου αρέσει εκείνο». Επίσης, η ιστορία αυτή έρχεται να βάλει σε νέα βάση τη σχέση της Ελλάδας με τους ξένους πολίτες που εργάζονται στο έδαφός της και να επανατοποθετήσει το θέμα των δικαιωμάτων που αυτοί (πρέπει να) έχουν. Είναι προφανές πως, αν μια χώρα θέλει για μια σειρά από λόγους να διατηρεί ξένους εργαζομένους στο έδαφός της, πρέπει να ρυθμίσει με άψογο τρόπο τον χάρτη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του συγκεκριμένου εργατικού δυναμικού.
Εδώ και αρκετά χρόνια η Ελλάδα αποτελεί το «Ελντοράντο» για τους λαούς της Βαλκανικής, αλλά και άλλους που αναζητούν καλύτερη τύχη στη χώρα μας. Απομένει να δομήσει τους κανόνες εκείνους που θα την αναδείξουν σε χώρα υποδοχής και στέγασης των οικονομικών μεταναστών στη βάση της ξένης εμπειρίας χωρών με μακρά παράδοση στο μείζονος σημασίας θέμα. Στις προτεραιότητές του 2006 θα πρέπει να ανήκει και αυτή η μέριμνα.
Έτσι που κανείς μας να μην ντρέπεται για όσα συμβαίνουν στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ακόμα (ή ίσως πολύ περισσότερο!) και αν αυτοί είναι πολίτες άλλης χώρας. Καλή χρονιά!