Το ισοζύγιο καθρέφτης της αθωράκιστης ελληνικής οικονομίας

Από τη μελέτη του ισοζυγίου και παρακολουθώντας διαχρονικά από το 2001 και μετά τα γεγονότα, παρατηρεί κανείς και θετικές και αρνητικές εξελίξεις, με κυριαρχία των αρνητικών, καθώς αναφέρονται σε βασικούς τομείς της οικονομίας μας.

Θα μεταφέρουμε εδώ τα συμπεράσματά μας από τη μελέτη του ισοζυγίου Ιανουαρίου-Αυγούστου 2005, παραθέτοντας και τις εξελίξεις στα ισοζύγια 2001 και μετά της ίδιας χρονικής περιόδου (Ιανουαρίου-Αυγούστου) για την ευχερέστερη σύγκριση. Τα συμπεράσματά μας είναι:

α) Φουντώνει η εισαγωγική διείσδυση: Η αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης είναι πολύ επικίνδυνη εξέλιξη για τον παραγωγικό μηχανισμό μιας χώρας. Και σε βάθος χρόνου οδηγεί στη συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού και γενικά στην αύξηση της ανεργίας και στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Είναι ασθένεια που έχει επεκταθεί σε όλες τις ασθενείς οικονομίες, που κάτω από το καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας οδηγήθηκαν, θεληματικά ή κατόπιν πιέσεων, στην κατεδάφιση των μηχανισμών προστασίας της εγχώριας παραγωγής τους. Και τούτο για να μπορούν τα προϊόντα των βιομηχανικών κολοσσών να διεισδύουν ευκολότερα σε όλες τις αγορές με χαμηλότερες ή και μηδενικές εισαγωγικές επιβαρύνσεις. Αυτό είχε συνέπεια υπερκέρδη για τις μεγάλες ξένες επιχειρήσεις, μείωση των εσόδων του κράτους και αύξηση της άμεσης φορολογίας, χωρίς κανένα πλεονέκτημα για τους καταναλωτές, που συνέχισαν να πληρώνουν τα εισαγόμενα αγαθά στις ίδιες όπως και πρώτα τιμές ή και σε υψηλότερες, ανάλογα με το εύρος της μονοπωλιακής ή ολιγοπωλιακής συγκρότησης της ντόπιας αγοράς.

Ας παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της εισαγωγικής διείσδυσης στην Ελλάδα κατά τα τελευταία πέντε χρόνια και για την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου. Το 2001 οι εισαγωγές αγαθών (συμπεριλαμβανομένων και των καυσίμων) ήταν 22,1 δισ. ευρώ, το 2002 μειώθηκαν στα 21,5 δισ., το 2003 έφτασαν στα 21,9 δισ., το 2004 στα 24,6 δισ. και φέτος στα 26,8 δισ. ευρώ. Επισημαίνουμε τη συγκράτηση των εισαγωγών το 2002 και το 2003 και την αύξησή τους το 2004 και το 2005. Ειδικά για την αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης κατά το 2005 μπορούμε να πούμε ότι μεγάλο ποσοστό ευθύνης έχουν και οι τιμές των καυσίμων. Χωρίς τα καύσιμα η εξέλιξη των εισαγωγών των λοιπών αγαθών παρουσιάζεται ως εξής: 2001=18,8 δισ. ευρώ, 2002=18,5 δισ. ευρώ, 2003=18,3 δισ. ευρώ, 2004=20,4 δισ. ευρώ και 2005=19,9 δισ. ευρώ. Βλέπουμε λοιπόν ότι τη διετία 2004-2005 έχουμε γενναία αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης της τάξης του 10% περίπου. Αν αυτός ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών συνεχιστεί και μονιμοποιηθούν οι τιμές του πετρελαίου σε επίπεδα 60-65 δολάρια/βαρέλι, τότε θα αρχίσει η εξασθένηση της παραγωγικής μας μηχανής. Πρέπει κάτι να γίνει, ώστε να υπάρξει ανάπτυξη των παραγωγικών εκείνων κλάδων που θα βοηθήσουν στην υποκατάσταση των εισαγωγών. Μέχρι τώρα καμία τέτοια σοβαρή προσπάθεια δεν έχει γίνει από μέρους του κράτους.

β) Μηδαμινές εξαγωγές: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της (2003) χαρακτήρισε τις ελληνικές εξαγωγές μηδαμινές. Πράγματι οι εξαγωγές μας μόλις καλύπτουν το 30% των εισαγωγών, φυσικά στον τομέα της διακίνησης αγαθών. Το 2001 (Ιανουάριος-Αύγουστος) οι εξαγωγές αγαθών (συμπεριλαμβανομένων και των καυσίμων) έφτασαν στα 7,8 δισ. ευρώ, το 2002 υποχώρησαν στα 6,8 δισ. ευρώ, το 2003 έφτασαν στα 7,2 δισ. ευρώ, ενώ το 2004 και το 2005 ανέβηκαν στα 8,1 και 9,1 δισ. αντίστοιχα. Θα υπέθετε κανείς ότι τα δύο τελευταία χρόνια (2004 και 2005) είχαμε ουσιώδη αύξηση του όγκου των εξαγωγών. Πλάνη! Τα χρόνια αυτά απλώς αυξήθηκαν οι τιμές των εξαχθέντων ελληνικών καυσίμων και εμφανίζονται και εξαγωγές παλαιών πλοίων (προφανώς για διάλυση) ύψους το 2003 στα 42,4 εκατ. ευρώ, το 2004 στα 792 εκατ. ευρώ και το 2005 στα 1.304,5 εκατ. ευρώ.

Το συμπέρασμα είναι ότι από πλευράς όγκου εξαγωγών παραμένουμε στάσιμοι εδώ και πολλά χρόνια και περιμένουμε τις αυξήσεις των τιμών στις διεθνείς αγορές για να παρουσιάσουμε κάποια τάχα βελτίωση των εξαγωγικών μας επιδόσεων. Η Ελλάδα ουσιαστικά στερείται εξαγωγικής πολιτικής. Και διπλωματίας εξαγωγών. Δείτε την εξέλιξη των εξαγωγών μας σε λοιπά αγαθά, δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και των πλοίων, και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα:

2001 ύψος εξαγωγών 6,6 δισ. ευρώ
2002 » » 6,1 » »
2003 » » 6,3 » »
2004 » » 6,4 » »
2005 » » 6,4 » »

Αυτά αρκούν για να κατανοήσουμε την… πρόοδό μας στον τομέα των εξαγωγών που αναμφισβήτητα αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης μιας οικονομίας.

γ) Το εμπορικό έλλειμμα μεγαλώνει: Το εμπορικό έλλειμμα (σύνολο εισαγωγών, σύνολο εξαγωγών), αφού παρέμεινε σχεδόν σταθερό στα 14-14,5 δισ. ευρώ την τριετία 2001-2003, παρουσίασε σοβαρή επιδείνωση το 2004 και το 2005. Έτσι το 2004 έφτασε στα 16,5 δισ. ευρώ για την περίοδο πάντα Ιανουαρίου-Αυγούστου και το 2005 στα 17,6 δισ. για την ίδια περίοδο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, της ενίσχυσης της εισαγωγικής διείσδυσης και της υποχώρησης του βαθμού ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, σε συνδυασμό πάντα με την ανυπαρξία σχεδόν εξαγωγικής πολιτικής. Η κυβέρνηση και ειδικά τα υπουργεία Οικονομίας και Ανάπτυξης θα πρέπει να προβληματιστούν πάνω στο ύψος του εμπορικού ελλείμματος. Εάν η ενίσχυση του ελλείμματος δεν είναι περιστασιακή και δεν υποχωρήσει στα επόμενα χρόνια, τότε αυτό είναι σήμα κινδύνου για την ελληνική παραγωγική μηχανή και γενικά για την προοπτική ανάπτυξης της οικονομίας μας. Θα πρέπει ιδιαίτερα να προσέξει η κυβέρνηση και να αγωνιστεί, ώστε να βελτιωθεί ο «βαθμός αντοχής» της ελληνικής οικονομίας στο ήδη διαμορφωμένο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον που καθίσταται συνεχώς αγριότερο. Πολύς αγώνας χρειάζεται για να θωρακιστεί η ελληνική οικονομία.

δ) Θετικό το ισοζύγιο υπηρεσιών: Το μεγαλύτερο ποσοστό του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου ευτυχώς καλύπτεται από το πλεόνασμα που παρουσιάζει το ισοζύγιο υπηρεσιών, το οποίο παρακολουθεί και αποτυπώνει κυρίως την πορεία των εισπράξεων και των πληρωμών από την τουριστική κίνηση προς Ελλάδα (εισροή τουριστικών πόρων) και από την Ελλάδα προς τις άλλες χώρες (εκροή πόρων), καθώς και τις εισπράξεις και πληρωμές στον τομέα των διεθνών μεταφορών. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι ο τουρισμός (η εισροή τουριστών στην Ελλάδα) και οι διεθνείς μεταφορές, κυρίως εμπορευμάτων με ελληνικά ποντοπόρα πλοία, είναι πράξεις εξομοιούμενες με εξαγωγή και ως τέτοιες πρέπει να τις αντιμετωπίζει το κράτος. Η πώληση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών προς τους τουρίστες είναι ανάλωση ελληνικών προϊόντων από αλλοδαπούς μόνιμους κατοίκους εξωτερικού. Το ίδιο ισχύει και για τον εφοδιασμό των υπό ελληνική ή ξένη σημαία πλοίων που εκτελούν πλόες εξωτερικού ή είναι μεικτόπλοα με παντοειδή τροφοεφόδια. Πρέπει να φροντίσουμε ώστε να τονωθεί η δραστηριότητα γύρω από τις πράξεις που εξομοιώνονται με εξαγωγή. Και από την άποψη αυτή αξίζει έπαινος στον πρωθυπουργό που ίδρυσε το υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης. Όμως η ακρίβεια που μαστίζει τη χώρα μας δεν βοηθάει καθόλου την προσέλκυση ξένων τουριστών. Το ίδιο και η διεθνής τρομοκρατία.

Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών παρουσιάζεται ως εξής: 2001=6,2 δισ. ευρώ, 2002=7,6 δισ. ευρώ, 2003=8,1 δισ. ευρώ, 2004=10,9 δισ. ευρώ και 2005=11,4 δισ. ευρώ και πάντα για την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου. Σχεδόν ισοδύναμη η συμμετοχή τουρισμού και μεταφορών στις εισπράξεις.

ε) Σοβαρές οι εκροές για πληρωμές κερδών και μερισμάτων: Εξελίσσεται σε σοβαρή αιτία εκροής χρηματικών πόρων η δαπάνη εξυπηρέτησης των ξένων κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί στη χώρα μας σε πιστωτικούς τίτλους (ομολογιακά ή απλά δάνεια ελληνικών μεγάλων επιχειρήσεων) και σε μετοχές εισηγμένων ή μη εταιρειών.

Η δαπάνη για την πληρωμή τόκων (όχι φυσικά του δημοσίου χρέους), μερισμάτων και κερδών σε ξένους επενδυτές μέσα στην πενταετία 2001-2005 έχει υπερδιπλασιαστεί! Έτσι, το διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2001 οι πληρωμές έφτασαν στο ποσό των 2,6 δισ. ευρώ και το ίδιο διάστημα του 2005 έπειτα από συνεχείς αυξήσεις οι πληρωμές έχουν φτάσει στα 5,3 δισ., ενώ οι εισπράξεις μας για επενδυμένα στο εξωτερικό ελληνικά κεφάλαια το 2001 ήσαν 1,1 δισ. ευρώ και το 2005 έφτασαν στο 1,6 δισ. ευρώ. Είναι και αυτή μια διαφορετική όψη της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και του προβλήματος της διείσδυσης στη χώρα μας κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Το πρόβλημα γίνεται έντονο καθώς οι «περιφερόμενοι επενδυτές» τώρα επενδύουν σε άλλες αποδοτικότερες «αγορές». Έτσι, το ισοζύγιο εισοδημάτων είναι ελλειμματικό κατά 3,5 δισ. ευρώ φέτος (Ιανουάριος-Αύγουστος 2005), χωρίς να καλύπτεται από ανάλογου ύψους εισροές από επενδύσεις. Αυτές είναι οι βασικότερες και απλές διαπιστώσεις από τη μελέτη του Ισοζυγίου Εξωτερικών Συναλλαγών. Εάν προχωρήσει κανείς σε βαθύτερη μελέτη και ανάλυση, θα διαπιστώσει πολλές «μη ορατές» εξελίξεις.

Το συμπέρασμα είναι ότι παρά την εξωστρέφεια που απέκτησε η οικονομία μας με την ένταξη στην ΕΕ και στην ΟΝΕ δεν καταφέραμε να καλύψουμε τις αδυναμίες μας και να πετύχουμε μια εσωτερική θετική ανάπλαση του ισοζυγίου. Απλώς επισπεύσαμε τις αρνητικές εξελίξεις και γιγαντώσαμε τις διεθνείς υποχρεώσεις μας. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα.


Σχολιάστε εδώ