Μετά την ολλανδικήν η… «ελληνική ασθένεια»

Είναι όμως αυτά σοβαροί λόγοι κυβερνητικής αυταρεσκείας;

Εν πρώτοις, η «περιφανής» αυτή νίκη του κ. Καραμανλή είναι ουσιαστικώς άσχετη προς τους «στόχους» και φανερώνει έλλειψιν αυτοπεποιθήσεως. Εάν ληφθή υπ’ όψιν η χαμηλή (30%) απορροφητικότης των κοινοτικών κεφαλαίων, η ιδία συμμετοχή (3,6 δισ. ευρώ) και η έτι χαμηλοτέρα ποιότης των έργων, ομιλούμεν περί «δημοσιονομικού οφέλους» ύψους 5,5 δισ. ευρώ, που βεβαίως δεν είναι ευκαταφρόνητον.

Η εξασφάλισις όμως της ροής τόσον σημαντικής ξένης βοηθείας, που αντιστοιχεί σχεδόν στο 1,8 δισ. ευρώ ετησίως (1% του Ακ. Εθν. Προϊόντος), αντί να γονιμοποιεί την ελληνική οικονομία εις αύξησιν της αποτελεσματικότητος και της εγχωρίου παραγωγής, την βυθίζει εις έναν παρατεταμένον «ύπνο», απ’ τον οποίον ελλείπουν η αναδόμησι, η διαφάνεια και η ανταγωνιστικότης.

Υπ’ αυτήν την έννοιαν ο πακτωλός των κοινοτικών πόρων προκαλεί στην ελληνικήν οικονομία συμπτώματα οπισθοδρομήσεως. Πράγματι, η ανταγωνιστικότης της ελληνικής οικονομίας κατρακύλισε στην 49η θέσι παγκοσμίως, το 2005, τέσσαρες θέσεις χαμηλότερα του προηγουμένου έτους, παρά το γεγονός ότι εισέρρευσαν στη χώρα 3,6 δισ. ευρώ «κοινοτικής βοηθείας» και από του 1981 άνω των 60 δισ. ευρώ κοινοτικοί πόροι. Πρόκειται περί ενός άνευ προηγουμένου ποσού που όμως αντί ν’ αναπτύξει την ελληνική παραγωγή την περιόρισε. Είναι η μετάδοσις της «ολλανδικής ασθενείας» στην Ελλάδα.
Το ολλανδικό σύνδρομο παρετηρήθη το πρώτον στην 10ετία ’70, όταν η χώρα αυτή ευτύχησε ν’ ανακαλύψει τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου στα χωρικά της ύδατα στη Βόρειο Θάλασσα, που την απέτρεψαν όμως να προβεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις της οικονομίας της, μ’ αποτέλεσμα να χάσει έδαφος στον αγώνα της διεθνούς ανταγωνιστικότητος.

Το φαινόμενο του εφησυχασμού παρετηρήθη και σ’ άλλες χώρες. Όταν λ.χ. μετά τον πετρελαϊκό αποκλεισμό (τηλελληνιστί: εμπάργκο) του 1973 πολλές πετρελαιοεξαγωγικές χώρες είδαν το εισόδημά των να τετραπλασιάζεται, απέφυγαν τις αναγκαίες προσαρμογές, με αποτέλεσμα να μείνουν πίσω στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Αντιθέτως, άλλες που απώλεσαν σημαντικό μέρος του εθνικού των εισοδήματος, εξαιτίας της ανατιμήσεως του πετρελαίου, αναπροσήρμοσαν την οικονομία των και επέτυχαν να πρωτοπορήσουν όχι μόνο στην ανταγωνιστικότητα, αλλά και στην αύξησιν της ευημερίας των.
Μεταξύ των επαναπαυθεισών χωρών στα ουρανοκατέβατα κέρδη του πετρελαίου (επαναληφθέντα μετά την ιρανική επανάστασι το 1979) συγκαταλέγεται η Σοβιετική Ένωσι, που είδε το εισόδημά της απ’ το πετρέλαιον ν’ αυξάνεται τόσον ώστε να πραγματοποιήσει εισαγωγές 50 δισ. δολαρίων την επομένη επταετία απ’ τις καπιταλιστικές χώρες.
Αλλά ενώ ο σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ εκόμπαζε ότι η χώρα του είχε ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην παραγωγή σιδήρου και χάλυβος, τσιμέντου, λιπασμάτων και πετρελαίου, στην πραγματικότητα είχε μείνει πίσω στην μεταβιομηχανικήν οικονομία, όπου κυριαρχούν η ψηφιακή τεχνολογία, η βιολογομηχανολογία και η εξοικονόμησι ενεργείας ανά μονάδα προϊόντος.

Το ίδιο υπέστησαν κι οι εξάγουσες πρώτες ύλες αναπτυσσόμενες χώρες, των οποίων τα κέρδη αυξήθησαν από την ανατίμησι των εξαγωγών των.
Ο βιομηχανικός κόσμος κατώρθωσε ν’ αντισταθμίσει τις ανατιμήσεις των πρώτων υλών, επλήρωσε ολιγώτερα για τις εισαγόμενες πρώτες ύλες και διέθεσε περισσότερα στην κατανάλωσι κι επένδυσι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα απετέλεσεν η Ιαπωνία, η οποία στερείται πετρελαίου και πρώτων υλών. Είχε όμως ευπροσάρμοστη οικονομία, με αποτέλεσμα ν’ αυξήσει τη συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ από 18% το 1970 στο 23% το 1975.
Ούτως παρήγαγε τον πλούτο του μέλλοντός της και εμείωσε την κατανάλωσι ενεργείας κατά 38% στη δεκαετία του ’90. Σήμερα δεν υπάρχει νοικοκυριό που να μην έχει ένα τουλάχιστον βασικό καταναλωτικό προϊόν (αυτοκίνητο, ηλεκτρονική συσκευή κ.λπ.) ιαπωνικής κατασκευής.

Αντιθέτως, η Ελλάς χαρακτηρίζεται από μεγάλη καθυστέρησι στην έρευνα, καινοτομία και παραγωγή. Τα νοικοκυριά που έχουν πρόσβασι στο διαδίκτυο είναι 2,6 φορές λιγώτερα απ’ ό,τι στις 15 χώρες της ΕΕ. Καταγράφονται μόλις 8,11 ευρεσιτεχνίες ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους, έναντι 158,46 αντιστοίχως. Οι δαπάνες για τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών δεν είναι ούτε οι μισές ως ποσοστό του ΑΕΠ εν συγκρίσει με τον μέσον όρο των 25 χωρών της ΕΕ. Είναι φανερόν ότι η χώρα μας υστερεί καταφανώς στον εκσυχρονισμό των δεξιοτήτων του λαού, λόγω λανθασμένων πολιτικών επιλογών στον τομέα των επενδύσεων και της παιδείας. Η ένταξί της στην Ευρωπαϊκή Ένωσι μάλλον την έβλαψε παρά την ωφέλησε, υπό την έννοια ότι συνέβαλε στην αποδιάρθρωσι της ιδιωτικής παραγωγής και της δημοσίας διοικήσεως.

΄Ετι χειροτέρα είναι η κατάστασις της ελληνικής γεωργίας. Παρά την ευνοϊκή χρηματοδότησίν της από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, έπαυσε να συνεισφέρει στην αύξησι του εθνικού προϊόντος, των εξαγωγών και της απασχολήσεως. Αντιθέτως συρρικνούται, σπαταλάει τους εισρέοντες πόρους (νερό και ενέργεια) και παράγει προϊόντα που δεν ζητούνται διεθνώς (καπνός, κρασί και βαμβάκι διαποτισμένο από λιπάσματα και ζιζανιοκτόνα).
Ως αναφέρει ο βρετανικός «Οικόνομιστ», αναθεωρείται τώρα ολόκληρος ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός εν αγνοία μας. Ουδείς λόγος συνεπώς συντρέχει να πανηγυρίζει η κυβέρνησις Καραμανλή διά την «επιταγή» των 20 δισ. ευρώ που της εδόθη. Είναι η τελευταία «δόσι» κοινοτικών κεφαλαίων που σπαταλώνται συνήθως εις περιττάς δράσεις, χωρίς αναπτυξιακό περιεχόμενον, ως απέδειξε η υποβάθμισις της ελληνικής βιομηχανίας και γεωργίας τα τελευταία 25 χρόνια.

Ο «πακτωλός» των ευρωπαϊκών κεφαλαίων εξετράπη την παρελθούσα 25ετίαν εις μίαν άνευ προηγουμένου υπερκατανάλωσιν, εις διαφθοράν (βλ. Πάντειον) και τρυφηλότητα (παχυσαρκία των Ευρωελλήνων) και εις διαρροήν κεφαλαίων, υπό τη μορφή καταθέσεων στις λουξεμβουργιανές τράπεζες.
Η κυβέρνησις αντί να θριαμβολογεί θα έπρεπε να δημοσιεύσει μίαν λευκή βίβλον, πού σπαταλήθησαν τα 60 δισ. ευρώ που εισέρρευσαν από την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν και διέρρευσαν απ’ την πίσω πόρτα, με αποτέλεσμα να ευρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία καταχρεωμένη και εις χειροτέραν κατάστασιν απ’ ό,τι το 1981 που -με τόσες ελπίδες…- εισήλθαμε στην τότε ΕΟΚ.


Σχολιάστε εδώ