Παρέμβαση

Άλλωστε, στην αρένα του πολιτικού ανταγωνισμού μπορεί να υπάρχει επιείκεια για τους ηττημένους, κανένας όμως δεν συγχωρεί τους φυγόστρατους που εγκαταλείπουν τη «μάχη» στην πιο κρίσιμη έκβασή της…

Όμως ο Κ. Σημίτης και οι πολιτικές του εκσυγχρονισμού εμφανίζονται «ωσεί παρούσες» στα πολιτικά δρώμενα είτε ως αρνητικές «εκδοχές» είτε και ως άλλοθι, αφού τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η κυβερνητική παράταξη οριοθετούν και προσδιορίζουν τις πολιτικές τους επιλογές όχι τόσο έναντι του πολιτικού τους αντιπάλου όσο κατά του προτύπου εξουσίας και διαχείρισης που εφάρμοσε ο Κ. Σημίτης.
Στο κυβερνητικό «στρατόπεδο» το πολιτικό επιχείρημα που προέβαλε και προβάλλει η Νέα Δημοκρατία και ο πρωθυπουργός, ως τομή έναντι της δομής εξουσίας του Κ. Σημίτη, είναι η ρήξη με το κύκλωμα της διαπλοκής, ανεξάρτητα βέβαια από τα οριακά αποτελέσματα που έχει, μέχρι σήμερα, επιτύχει.
Από την άλλη πλευρά όμως η πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη στο πεδίο της οικονομίας χρησιμοποιείται ως νομιμοποιητικός μηχανισμός, για να δικαιολογηθούν οι ασκούμενες σήμερα νεοφιλελεύθερες πολιτικές στους τομείς της οικονομίας και της εργασίας. Το συνεχώς προβαλλόμενο επιχείρημα της κυβέρνησης εξαντλείται στη ρητορική ότι «εφαρμόζουμε και επεκτείνουμε νομοθετήματα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ» ή ακόμα στον ισχυρισμό ότι «στις βασικές επιλογές τα δύο κόμματα ακολουθούν εδώ και χρόνια τις ίδιες πολιτικές».

Για τη ΝΔ συνεπώς ο Κ. Σημίτης -και οι πολιτικές του εκσυγχρονισμού- αντιμετωπίζεται ως ένας σύγχρονος Ιανός: Με μια αρνητική -απορριπτέα- όψη αφενός και με μια ευπροσήγορη και πολιτικά αποδεκτή «μορφή» αφετέρου, που συνδέει το παρόν με το πρόσφατο παρελθόν.
Ακόμη μεγαλύτερες δυσχέρειες και δυσεπίλυτες αντιφάσεις αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ και ο Γ. Παπανδρέου έναντι του «φαινομένου» Σημίτη.

«Εγώ παρέλαβα κόμμα, δεν παρέλαβα κυβέρνηση», ισχυρίστηκε ο Γ. Παπανδρέου, προκειμένου να αποποιηθεί των ευθυνών της εκλογικής ήττας του 2004. Βεβαίως, ο Γ. Παπανδρέου δεν «παρέλαβε» ένα οποιοδήποτε κόμμα, αλλά ένα πανίσχυρο κυβερνητικό κόμμα με πολυετή παραμονή στην εξουσία, με πολυεπίπεδους πελατειακούς μηχανισμούς και, το κυριότερο, με την ολόπλευρη υποστήριξη των ΜΜΕ και των μηχανισμών της «διαπλοκής». Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου στηρίχτηκε και προωθήθηκε από τους μηχανισμούς αυτούς κατά τη διάρκεια της υπουργικής του θητείας και έτυχε σκανδαλώδους υποστήριξης, ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά.

Γι’ αυτό και η προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου να διαφοροποιηθεί από το «σημιτικό» παρελθόν παραμένει ατελής και αδιαμόρφωτη. Θεωρεί ότι πολιτικά πρόσωπα που «ταυτίστηκαν» με το παρελθόν αυτό αποτελούν «βαρίδια»,
όμως όσο δεν μπορεί να προωθήσει μια νέα στρατηγική που θα αφορά τις πολιτικοϊδεολογικές στρατηγικές του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα «βαρίδια» αυτά. Τα πρόσωπα και τις αποτυχημένες πολιτικές του παρελθόντος τα «υπερβαίνουν» και τα περιθωριοποιούν νέες, σύγχρονες πολιτικές που θα συνδέσουν το ΠΑΣΟΚ με την κοινωνική του βάση και όχι βέβαια δηλώσεις περί «ανανέωσης» που απλώς
επιτείνουν την εσωκομματική κρίση.

Η ΝΔ και ο πρωθυπουργός εκμεταλλεύονται την κρίση αξιοπιστίας που διαπερνά το ΠΑΣΟΚ -και την αδυναμία του να διατυπώσει συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις- ερμηνεύοντάς την ως απόδειξη του εγκλωβισμού του στις πολιτικές του κυβερνητικού του παρελθόντος. Τις κοινωνικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προτύπου τις επιρρίπτουν στο ακέραιο στο ΠΑΣΟΚ και στις επιλογές του κυβερνητικού του παρελθόντος κερδίζοντας πολύτιμο πολιτικό «χρόνο».
Αντιθέτως, ο Γ. Παπανδρέου αντί να έλθει σε ρήξη σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο με το σημιτικό/κυβερνητικό παρελθόν επιχειρεί να διαφοροποιηθεί σε οργανωτικό επίπεδο και σε επίπεδο προσώπων. Όμως η αποδυνάμωση των πολιτικών θεσμών του ΠΑΣΟΚ, η απουσία ισχυρών κέντρων λήψης αποφάσεων και εκπόνησης στρατηγικής αφήνουν έκθετο στην κριτική τον ίδιο τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, αφού ο ίδιος με τις επιλογές του αποδυνάμωσε και αποδόμησε τα πολιτικά-θεσμικά ερείσματα του ΠΑΣΟΚ που θα μπορούσαν να «προστατεύσουν» και τον ίδιον και να καλύψουν τις αδυναμίες του.
Η «αποσημιτοποίηση» επιχειρείται συνεπώς στο επίπεδο των οργανωτίστικων σχημάτων και των προσώπων και όχι στο πεδίο των πολιτικοϊδεολογικών αρχών. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ και στο ορατό μέλλον θα «κουβαλά» τα δομικά στοιχεία της ήττας και της απαξίωσης (νεοφιλελεύθερες πολιτικές, διαπλοκή), γεγονός που θα περιορίζει και θα οριοθετεί την κοινωνική του επιρροή και
απήχηση.

Αν και η προσωπική πολιτική παρουσία και παρέμβαση του Κ. Σημίτη σβήνουν με γρήγορο ρυθμό, εν τούτοις επιβιώνουν οι πολιτικές του και το χειρότερο, οι συνέπειες των πολιτικών αυτών.
Το «σύστημα» της διαπλοκής έχει ήδη καταστεί ρυθμιστικός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων. Η εκλογική ήττα, την οποία υπέστη το «σύστημα» αυτό, δεν συνοδεύτηκε από πολιτικές που θα οδηγούσαν στην αποδιοργάνωση και αποδυνάμωσή του. Γι’ αυτό και σήμερα ανασυντάσσεται και διαμορφώνει νέους συσχετισμούς στα ΜΜΕ, στις κατασκευές, στις «προμήθειες», σε μια περίοδο μάλιστα δύσκολη για τη Νέα Δημοκρατία.

Οι επόμενες εκλογές θα αποτελέσουν το πεδίο της τελικής αναμέτρησης. Σ’ αυτήν την αναμέτρηση η πολιτική δημοκρατία, τα κόμματα, η ίδια η κοινωνία έχουν ίσως την τελευταία
ευκαιρία να συγκρουστούν ευθέως και να αποδυναμώσουν καίρια το σύστημα της διαπλοκής. Γι’ αυτό και ιδιαίτερη, ιστορική σημασία αποκτούν οι στρατηγικές επιλογές και οι θέσεις των κομμάτων έναντι της διαπλοκής στην πορεία προς τις εκλογές αυτές.

Σ’ αυτό το πεδίο θα κριθούν οι ικανότητες και οι δημοκρατικές αρχές των ηγεσιών των κομμάτων. Και όχι βέβαια στις δηλώσεις και στις σκηνοθετημένες αντιπαραθέσεις που γίνονται για τις
ανάγκες της τηλεοπτικής οθόνης και όχι για τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.


Σχολιάστε εδώ