Νέα δεδομένα στην εργασία
Είναι αλήθεια πως όσο κι αν σοκάρουν αρκετές από τις αλλαγές αυτές, ο κόσμος ήταν έτοιμος αν όχι να δεχθεί ο άμεσα και συνολικά, πάντως να συζητήσει και να δει θετικά έναν νέο εργασιακό χάρτη. Είναι προφανές ότι ο χάρτης αυτός περιέχει σημεία που φοβίζουν τους εργαζομένους και εύλογα αρκετοί νιώθουν να απειλούνται.
Μικρότερο φόβο έχουν όσοι είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι, μια και στην περίπτωσή τους ισχύει το «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται», με την έννοια πως δεν έχουν να περιμένουν κάτι χειρότερο από την ανεργία στην οποία βρίσκονται. Άρα κάθε άλλη πρόταση ή προοπτική (υποαπασχόληση, νέου είδους συμβάσεις μερικής ή κλαδικής απασχόλησης, part time απασχόληση κ.λπ.) τους βρίσκει σύμφωνους, μια και πιθανόν έτσι να ξεφύγουν από την πλήρη ανεργία και το άγχος επιβίωσης. Αντιθέτως, μεγαλύτερο φόβο και ενόχληση νιώθουν όσοι έχουν δουλειά, στον βαθμό που διαβλέπουν ότι οι νέοι νόμοι μπορεί να διαφοροποιήσουν τους όρους και το περιεχόμενο αυτής της δουλειάς προς το δυσμενέστερο για τους ίδιους. Εύλογα, δεν νιώθουν καθόλου καλά στην προοπτική ότι μπορεί σε ένα δυο χρόνια να αποτελέσουν «συμπληρωματικό προσωπικό» στην επιχείρηση όπου εργάζονται, μια και αυτή λειτουργώντας σε νέες εργασιακές βάσεις ίσως επιλέξει έναν σταθερό αριθμό εργαζομένων για «βάση» της και οι υπόλοιποι (σταθεροί έως τώρα) να αποκτήσουν εργασιακό καθεστώς εποχικό, ή εξαρτώμενο από τη ζήτηση που υπάρχει.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που κάνει, το βαφτίζει μάλιστα και «μεταρρύθμιση», και νιώθει άριστα. Πρέπει με κάποιον τρόπο να δείξει ότι είναι κυβέρνηση συντηρητική, φιλελεύθερη ως προς τη διαχείριση της οικονομίας, σκληρή απέναντι στις συντεχνίες (πολύ περισσότερο όταν αυτές ελέγχονται στην πλειοψηφία τους από το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά), πρέπει να δείξει ότι διαφέρει από την προηγούμενη κυβέρνηση. Στη Νέα Δημοκρατία παρά τη θεωρία του μεσαίου χώρου πιστεύουν ότι ψηφίστηκαν επειδή είναι η Δεξιά, ότι οι άλλοι καταψηφίστηκαν επειδή είναι σοσιαλιστές, και τούτο συμβαίνει διότι το πολιτικό παιχνίδι στην Ελλάδα διεξάγεται (ακόμη) με όρους ιδεολογικούς. Τα πολιτικά κόμματα καλούνται να εφεύρουν νέες μεθόδους γοητείας των ψηφοφόρων μέσα από τη ρητορεία που χρησιμοποιούν, η οποία αναγκαστικά έχει να κάνει με την προβολή ιδεολογικών στοιχείων. Συγχρόνως οφείλουν να προβάλλουν τις παραδοσιακές τους αρχές, έτσι ώστε να συσπειρώνουν την εκλογική τους βάση και να την διατηρούν μάχιμη για «ώρα ανάγκης».
΄Ετσι, ο κ. Κυριακόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ, μπορεί άνετος να δηλώνει ότι η εθνική συλλογική σύμβαση είναι αναχρονιστικό μέτρο και τροχοπέδη, προτείνοντας μάλιστα δουλειά στους ανέργους, αλλά με μειωμένες αποδοχές (προβάλλοντας έτσι την όχι χωρίς βάση λογική «απ’ το ολότελα…») και να περιμένει την αντίδραση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, για να υποστηρίξει λίγο αργότερα ότι ο ίδιος έκανε ουσιαστικά φιλεργατική πρόταση που περιλαμβάνει την αποκατάσταση των ανέργων. Αλλά επειδή η πίτα του χρήματος είναι συγκεκριμένη, στην πρότασή του δεν περιλαμβάνονται αυξήσεις, ενώ περιλαμβάνεται μείωση αποδοχών στους ανέργους που «αποκαθίστανται». Έχει προηγηθεί η επιμήκυνση του ωραρίου καταστημάτων και σούπερ μάρκετ, ενώ έχει ήδη κατατεθεί η σκέψη-πρόταση του υπουργού Ανάπτυξης, Δ. Σιούφα, για λειτουργία των καταστημάτων ορισμένες Κυριακές τον χρόνο. Πρόταση που βρίσκει πολλούς σύμφωνους, αλλά το ενδιαφέρον βρίσκεται στην επισήμανση πως ακόμα και όσοι συμφωνούν λένε: «εμένα με εξυπηρετεί, αλλά τον εργαζόμενο;», στοιχείο που καταδεικνύει την ύπαρξη αλληλεγγύης έστω και στο πεδίο του προβληματισμού για τους εργαζόμενους σε σούπερ μάρκετ και καταστήματα. Ο προβληματισμός αυτός παραπέμπει και σε μια άλλου είδους ερώτηση που θέτουν συγχρόνως στον εαυτό τους όσοι ρωτούνται αν συμφωνούν «να είναι ανοιχτά τα μαγαζιά και την Κυριακή»: Ωραία, καλό μπορεί να είναι αυτό, αλλά μήπως το επόμενο μέτρο-ιδέα αφορά στη δική μου δουλειά, στον δικό μου κλάδο εργασίας; Και επειδή ο καθένας ξέρει πως η απάντηση μπορεί να είναι καταφατική, διευρύνεται ένας κύκλος αμφιβολιών όχι τόσο για την ορθότητα των σχετικών μέτρων, όσο για την ανατροπή που θα εφαρμόσει τη θεωρία του ντόμινο στην καθημερινότητά μας.
Όσα τίθενται από την κυβέρνηση αφορούν όλους και όχι μικρές ή ασήμαντες μειοψηφίες. Μπορεί στις περιπτώσεις των ΔΕΚΟ πολλοί να συμφωνούν ότι πρέπει να λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και να τερματιστεί το καθεστώς μονιμότητας των εργαζομένων εκεί, αλλά καλό θα είναι πριν πάρουν το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς να ξέρουν ποια είναι η πρόταση και το μοντέλο ανάπτυξης των εταιρειών αυτών που προτείνει η κυβέρνηση. Διότι είναι προφανές ότι το θέμα δεν μπορεί να τοποθετείται σε βάση αντιπάθειας και ανταγωνισμού, αλλά στη βάση της καλύτερης ανάπτυξης και παραγωγικότητας της περιουσίας τους ελληνικού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε ήδη μπει σε νέα εποχή των εργασιακών σχέσεων, αλλά και του μοντέλου εργασίας συνολικά. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθούμε τόσο πιο ενεργά θα μετέχουμε στις εξελίξεις. Σε άλλη περίπτωση, απλώς θα τις πληροφορούμαστε.