Καλός ο πόλεμος κατά της διαφθοράς, αλλά επικίνδυνος όταν μας πλησιάζει

Η ΝΔ κινδυνεύει να βληθεί από τα όπλα που η ίδια παρέταξε στη μάχη κατά του ΠΑΣΟΚ. Η σημερινή κυβέρνηση έκανε λάβαρο τον πόλεμο κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής, θέλοντας να καταδείξει την ποιοτική διαφορά της από την προηγούμενη, όμως ποτέ δεν φαντάστηκε ότι πριν κλείσει δύο χρόνια στην εξουσία θα βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να αποπέμψει καμιά 40αριά στελέχη της με κατηγορίες, σκιές ή υπόνοιες διαφθοράς και διαπλοκής.

Και ναι μεν είναι θαρραλέα η δήλωση Μεϊμαράκη «και εκατό θα διώξουμε αν χρειαστεί», αλλά η συνεχής εμφάνιση τέτοιων κρουσμάτων θέτει σε δεύτερο πλάνο την αντιμετώπισή τους με αποτέλεσμα να κυριαρχεί αυτό καθαυτό το γεγονός της ύπαρξης τόσο πολλών στελεχών που ενέχονται σε σκοτεινές υποθέσεις. Ίσως το πρόβλημα να έχει απλή λύση κι αυτή να είναι η προσεκτικότερη επιλογή προσώπων για τη στελέχωση των διοικήσεων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, ίσως και όχι. Η μακρά απουσία της Νέας Δημοκρατίας από την εξουσία ενδέχεται να δημιούργησε «στρατιές βιαστικών» για προσωπική αποκατάσταση που δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν χρόνο στην επίτευξη των στόχων τους. Στον βαθμό μάλιστα που ο χρόνος συνδέεται ευθέως με τις πιθανότητες του αντιπάλου να ανακάμψει πολιτικά και να επιστρέψει γρήγορα στην εξουσία η βιασύνη και τα λάθη των νέων επικεφαλής είναι όλο και συχνότερα, άρα όλο και πιο ορατά.

Εδώ ακριβώς έχουμε να κάνουμε με έναν τομέα όπου η χαρισματική προσωπικότητα του πρωθυπουργού δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, δεν μπορεί δηλαδή να σώσει τη ΝΔ από τη δημιουργία μιας κακής εικόνας που πολύ πιθανόν να παραπέμπει στο παρελθόν και να ενεργοποιεί στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα τα γνωστά αντιδεξιά αντανακλαστικά. Έχουμε να κάνουμε με έναν τομέα όπου η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να μην είναι αναγκασμένη να προτείνει δικές της θέσεις ή κάτι καινούργιο, επειδή ακριβώς δρα η ίδια η κυβέρνηση εισπράττοντας συγχρόνως την αντίδραση των ψηφοφόρων χωρίς να μεσολαβεί το αντίπαλο κόμμα. Η δυσαρέσκεια εκφράζεται από τον κόσμο και τούτο ευνοεί απευθείας το άλλο μεγάλο κόμμα εξουσίας χωρίς αυτό να κάνει τίποτα ούτε καλό ούτε κακό.

Έτσι, η προσωπική κυριαρχία του Κ. Καραμανλή επί του Γ. Παπανδρέου (όπως αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις) πάει χαμένη μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, αφού η ποιότητα της κρίσης είναι τέτοια που ο κόσμος δεν συγκρίνει ηγέτες, αλλά καταστάσεις. Αν δηλαδή η πολιτική κατάσταση διαμορφωθεί μέσα στο πλαίσιο «και αυτοί ίδιοι είναι» (επιπλέον σε ό,τι αφορά τους οριακούς ψηφοφόρους που λίγο ενοχικά ψήφισαν Νέα Δημοκρατία στην παραπάνω φράση προστίθεται αυτομάτως το «και μάλιστα χειρότεροι επειδή είναι και δεξιοί», όπου το «δεξιός» είναι ιστορικά ενοχοποιημένο), θα βρεθούμε σε ένα πολιτικό περιβάλλον εξαιρετικά δυσμενές για τη ΝΔ Το κόμμα του κ. Καραμανλή σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσε εναλλακτική λύση και επικράτησε, επειδή έδωσε την αίσθηση ότι μπροστά στο ασυγκίνητο και ανάλγητο πολιτικό σχήμα του κ. Σημίτη είναι ανθρώπινο και προσιτό.

Προτάσσοντας παράλληλα την υπόθεση του πολέμου κατά της διαφθοράς έφτιαχνε ένα ωραίο πολιτικό πακέτο, το οποίο έδινε στον αγανακτισμένο ψηφοφόρο τους λόγους να δοκιμάσει τον «καθαρό» και «άδειο» από φορτία του παρελθόντος Κ. Καραμανλή.
Η καταστρατήγηση από πολλά στελέχη της κυβέρνησης ενός βασικού όρου επιλογής (της εντιμότητας) επιτρέπει στους οριακούς ψηφοφόρους να ξαναδούν με καλό μάτι την πιθανή επιστροφή τους στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο χωρίς τον «σοσιοφιλελευθερισμό» Σημίτη και συνεργατών του (Χριστοδουλάκης, Βερελής, Ευθυμίου, Χρυσοχοΐδης κ.λπ.) ξαναγίνεται ανεκτή επιλογή.

Μέχρι τώρα στην αναμέτρηση με τον Γιώργο Παπανδρέου σε επίπεδο εμφάνισης, εκφοράς του λόγου, διάρθρωσης επιχειρημάτων, εικόνας με σιγουριά και σταθερότητα επικρατεί μάλλον άνετα ο Κώστας Καραμανλής. Όταν η αναμέτρηση όμως μεταφερθεί σε άλλα πεδία (εντιμότητα, αναγέννηση της παραδοσιακής δεξιάς, στελέχη που βιάζονται «να φτιαχτούν» κ.λπ.), όπου δεν «παίζει» η προσωπικότητα του αρχηγού, είναι προφανές ότι ο Κ. Καραμανλής δεν αρκεί.
Θα έλεγε κανείς ότι επιπλέον επηρεάζεται η εικόνα του από το συνολικό αποτέλεσμα και τα δεδομένα που διαχέονται στο εκλογικό σώμα, έτσι που και ο ίδιος να βλάπτεται ακόμα και αν δεν φταίει. Αλλά στα κόμματα με κυρίαρχο τον ρόλο του αρχηγού, αυτός εισπράττει τα καλά και τα άσχημα, άσχετα αν στη συνέχεια έχει την ικανότητα να αλλάξει τα δεδομένα και να γυρίσει το κλίμα υπέρ του.

Όσο το πολιτικό παιχνίδι διεξάγεται με τέτοιους όρους ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μπορεί να κερδίζει χρόνο και να τον χρησιμοποιεί για τη βελτίωση της προσωπικής του εικόνας στην αναμέτρηση με τον πρωθυπουργό, γιατί όπως και να ‘χει το πράγμα εκεί θα επιστρέψουμε. Όταν δηλαδή ο κόσμος κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος θέλεις να σε κυβερνήσει;»…


Σχολιάστε εδώ