Ο «κακός» και ο «χειρότερος»
Η κυβέρνηση της ΝΔ βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διαρκώς αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια. Η περιοριστική οικονομική πολιτική που ασκεί, αλλά και οι επιπτώσεις που προκύπτουν από την άσκηση μιας -συχνά- ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τόσο στο εργασιακό περιβάλλον όσο και στους κοινωνικούς θεσμούς, οι οποίοι οδηγούνται σε έμμεση ιδιωτικοποίηση με ραγδαίους ρυθμούς, επιφέρουν την αποδυνάμωση της αποδοχής και της ανοχής που απολάμβανε κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης.
Τον ίδιο -και μάλιστα αριθμητικά υψηλότερο- βαθμό δυσαρέσκειας «απολαμβάνει» το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να «ενοποιούνται» σε δύο βασικές παραμέτρους:
Στη σύγκλιση των διακυβερνητικών τους πολιτικών και στη διευρυνόμενη άρνηση των πολιτών να αποδεχθούν και να νομιμοποιήσουν τις πολιτικές αυτές.
Μια ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη από κομματικές και ιδεολογικές «δουλείες» ανάλυση αποκαλύπτει ότι το φαινόμενο αυτό παγιώνεται και αποκτά μεσοπρόθεσμο -τουλάχιστον- χαρακτήρα και διάρκεια. Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι κομματικές προτιμήσεις και μετακινήσεις των ψηφοφόρων-πολιτών προσλαμβάνουν, σταδιακά, συγκυριακό χαρακτήρα και χάνουν το πολιτικό και ιδεολογικό τους περιεχόμενο.
Για ένα σοβαρό τμήμα της κοινωνίας, του εκλογικού σώματος, η σύγκριση, η επιλογή, γίνεται πλέον μεταξύ του «κακού» και του «χειρίστου». Προκύπτουν δηλαδή αρνητικά κριτήρια αξιολόγησης των κομμάτων και των πολιτικών θεσμών και αναδύεται ένα νέο, επικίνδυνο φαινόμενο, αυτό της αρνητικής ψήφου.
Αυτό το φαινόμενο αποτελεί έκφραση, αντανάκλαση της σύγκλισης των πολιτικών των κομμάτων της διακυβέρνησης, μιας σύγκλισης που διαμορφώνεται αρνητικά. Γιατί στην πραγματικότητα προκύπτει από την απουσία στρατηγικών επιλογών για την αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων, όπως είναι η ανεργία, η δικαιότερη διανομή του προϊόντος, η παραγωγική ανάπτυξη, η προοπτική των θεσμών του κοινωνικού κράτους.
Σε αυτού του τύπου τη «σύγκλιση» το πολιτικό σύστημα και οι φορείς της διακυβέρνησης οδηγούνται από την πολυφωνία στη μονοφωνία και -στην πραγματικότητα- στην «πολιτική αφωνία».
Αυτήν την κατάσταση βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια. Στην πράξη ασκούνται εμπειρικού τύπου διαχειριστικές πολιτικές, «εμβαλωματικού» χαρακτήρα, προκειμένου να αντιμετωπισθούν κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα (ελλείμματα, ανεργία, κρίση σε παραδοσιακούς παραγωγικούς τομείς κ.λπ.).
Στην πραγματικότητα η χώρα δεν κυβερνάται. Οι κυβερνήσεις επιδιώκουν απλώς να κερδίσουν χρόνο και να «ανακτήσουν» τα πλεονεκτήματά τους στη διάρκεια του προεκλογικού «χρόνου». Στο ενδιάμεσο διάστημα του «εκλογικού κύκλου» οι όποιες μεταρρυθμιστικές πολιτικές δεν εντάσσονται σε συγκεκριμένες στρατηγικές, αλλά έρχονται να «διευκολύνουν» την επέκταση των μηχανισμών της αγοράς.
Σε αυτό το, συνεχώς παγιούμενο, περιοριστικό πλαίσιο πολιτικών επιλογών η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να χάνει το πιο σοβαρό μέτωπο σύγκρουσης που έχει πράγματι πρωτεύουσα σημασία για τη λειτουργία και την ισχύ του πολιτικού συστήματος: το μέτωπο κατά της διαπλοκής.
Τα παραδείγματα των εξελίξεων τόσο στη ΔΕΗ όσο και στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας (Παλαιοκρασσάς, Ζορμπάς) έρχονται να επιβεβαιώσουν τη μετατροπή του μετώπου της «σύγκρουσης» σε ένα πεδίο συνδιαλλαγής και «αλληλοκατανόησης» της κυβέρνησης με τους φορείς της διαπλοκής. Στη φάση αυτή διαμορφώνεται ένα στάδιο «νομιμοποίησης», βήμα προς βήμα, φορέων της διαπλοκής που μέσα στο πλαίσιο της συνδιαλλαγής αυτής εντάσσονται στους συσχετισμούς «ανοχής» ή και υποστήριξης της κυβέρνησης.
Η αποτυχία του κεντρικού πολιτικού στόχου, τον οποίο έθεσε η ίδια η Νέα Δημοκρατία, μια αποτυχία που συνοδεύεται από καταγγελίες και διαφωνίες δικών της στελεχών, όχι μόνο διαμορφώνει ένα ευρύτερο «κλίμα» απογοήτευσης μεταξύ των οπαδών και των ψηφοφόρων της, αλλά επιβεβαιώνει παράλληλα και την κρίση εμπιστοσύνης προς τα κόμματα και τους πολιτικούς, μια κρίση που αποκτά μόνιμο πια χαρακτήρα, καθώς ο μόνος σταθερός «πόλος» στους ευρύτερους πολιτικοοικονομικούς συσχετισμούς αναδεικνύεται αυτός της «διαπλοκής». «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η διαπλοκή μένει»…
Την κρίση αυτή εμπιστοσύνης εμπεδώνει και διευρύνει, από τη δική της πλευρά, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ που επιχειρεί να ξεπεράσει το πρόβλημα της διαπλοκής είτε διά της λήθης των «ημαρτημένων» του παρελθόντος είτε παίζοντας τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου στα συγκεκριμένα προβλήματα που προκύπτουν καθημερινά από τις παρεμβάσεις και τους έμμεσους εκβιασμούς των φορέων της διαπλοκής.
Στο πλαίσιο της κρίσης αυτής πολιτικές κινήσεις μέσου βεληνεκούς, όπως αυτή του κυβερνητικού ανασχηματισμού, χάνουν τη σημασία τους και εκπίπτουν σε απλές προσπάθειες αλλαγής του σκηνικού των εντυπώσεων. Όταν οι κινήσεις αυτές δεν συνοδεύονται από ριζικές αλλαγές πολιτικών, τότε έχουν περιορισμένο ορίζοντα πολιτικής επιρροής και τελικά, επειδή δεν μπορούν να μετασχηματίσουν ένα παγιωμένο πεδίο συσχετισμών, εντείνουν την κρίση εμπιστοσύνης και την απογοήτευση των πολιτών.
Σ’ αυτό το «τεντωμένο σχοινί» της αναξιοπιστίας θα πορευθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η Νέα Δημοκρατία έδειξε ότι θέλησε, αλλά δεν μπορεί, το δε ΠΑΣΟΚ δεν γνωρίζει ούτε αν θέλει αλλά και ούτε αν μπορεί… Το μόνο επιχείρημα και των δύο κομμάτων, άλλωστε, θα είναι ότι ο αντίπαλός τους είναι απλώς «χειρότερος»…