Η πολιτική διάσταση του προϋπολογισμού

Γιατί είναι διαπιστωμένο ότι δεν μπορεί κανείς να απομονώσει την πολιτική από την οικονομία ή την οικονομία από την πολιτική. Η αλληλεπίδρασή τους είναι βαθιά και εκτεταμένη. Είναι διαπλοκή και κάθε προσπάθεια απομόνωσης είναι ανέφικτη. Με τα δεδομένα αυτά θα προσπαθήσουμε να «αποκρυπτογραφήσουμε» πολιτικά τον προϋπολογισμό του 2006 για να εντοπίσουμε την πολιτική του διάσταση και τα μηνύματα που εκπέμπει, κλείνοντας έτσι την παρουσίαση από τη στήλη μας αυτή του προϋπολογισμού του επομένου έτους.

Η πρώτη και κύρια διαπίστωση είναι ότι με σφιχτό προϋπολογισμό λιτότητας, που μειώνει τους πραγματικούς μισθούς και τις συντάξεις και επαυξάνει τα φορολογικά βάρη, καμιά κυβέρνηση δεν πηγαίνει σε πρόωρες εκλογές. Εκτός εάν συμβεί κάποιο εξαιρετικά σοβαρό πολιτικό γεγονός (π.χ. απώλεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας, καταψήφιση του προϋπολογισμού κ.λπ.) ή εάν μεσολαβήσει κάποια πολιτική εξέλιξη που να άπτεται των εξωτερικών θεμάτων της χώρας. Από την άποψη αυτή ο προϋπολογισμός του 2006 εκπέμπει το μήνυμα ότι εκτός απροόπτου το 2006 δεν θα είναι έτος διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών. Ο προϋπολογισμός δεν προδίδει πρόθεση διενέργειας πρόωρων εκλογών κατά την επόμενη χρονιά. Οι παλιοί πολιτικοί έλεγαν ότι οι κυβερνήσεις πρώτα μαζεύουν λεφτά και γεμίζουν τα ταμεία του κράτους, μετά προχωρούν σε παροχές στους «μη προνομιούχους» και στη συνέχεια διενεργούν εκλογές. Βέβαια η τωρινή πολιτική συμπεριφορά των κυβερνήσεων έχει αλλάξει. Και χωρίς λεφτά στα δημόσια ταμεία εξαγγέλλουν και πραγματοποιούν παροχές με δανεισμό του κράτους. Οι παροχές, όμως, προγραμματίζονται και ανακοινώνονται εγκαίρως και ενσωματώνονται στον κρατικό προϋπολογισμό. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στον προϋπολογισμό του 2006. Επομένως οι «ανησυχούντες» βουλευτές όλων των κομμάτων ας ηρεμήσουν. Ο προϋπολογισμός δεν τους απειλεί με πρόωρες βουλευτικές εκλογές.

Πέρα από αυτό, η κυβέρνηση δεν μπορεί να καταφύγει στον δανεισμό του κράτους για να πραγματοποιήσει παροχές, καθώς η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καθεστώς επιτήρησης και είναι αδιανόητο ο κ. Αλμούνια να εγκρίνει παροχές με δανεισμό. Έτσι η κυβέρνηση «καίγεται» να τερματιστεί όσο το δυνατόν συντομότερα το καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης που μοιάζει με κηδεμονία. Ο προϋπολογισμός του 2006 προδίδει το άγχος της κυβέρνησης να μειώσει το έλλειμμα κάτω από το 3% μέσα στο 2006, ώστε από τον επόμενο Οκτώβριο να τερματιστεί το καθεστώς επιτήρησης, για να μπορεί να θεσπίσει παροχές για το 2007 που οπωσδήποτε θα είναι έτος προεκλογικό και κατά πάσα πιθανότητα και εκλογικό. Η κυβέρνηση είχε και έχει την ευχέρεια να μειώσει το έλλειμμα του Δημοσίου κάτω από το όριο του 3% σε τέσσερα χρόνια και όχι σε δύο (2005 και 2006), χωρίς καμία συνέπεια λόγω της χαλάρωσης του Συμφώνου Σταθερότητας. Στην περίπτωση αυτή θα παρατεινόταν και το καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης για τη διετία 2007-2008. Έτσι οι βουλευτικές εκλογές, πρόωρες ή μη, θα διεξάγονταν υπό καθεστώς επιτήρησης και χωρίς φυσικά παροχές. Ο κ. Αλογοσκούφης το είπε ξεκάθαρα. Ανέφερε ότι θα μειωθούν οι συντελεστές φορολογίας φυσικών προσώπων από το 2007, εφόσον το έλλειμμα μειωθεί και φτάσει κάτω από 3% μέσα στο 2006. Με άλλα λόγια, θα μειώσουμε τη φορολογία και για τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον τον Οκτώβριο του 2006 τερματιστεί το καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης.

Η κυβέρνηση δεν προτίμησε για πολιτικούς ίσως λόγους να μειώσει το έλλειμμα μέσα στην τετραετία 2005-2008 υπό το καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης και να καταρτίζει προϋπολογισμούς λιγότερο σφιχτούς και μέσα στα όρια μιας ανεκτής λιτότητας, περιορίζοντας συγχρόνως τις πολυτελείς δαπάνες και καταργώντας τις περιττές. Και υπάρχουν πολλές τέτοιες δαπάνες στον κρατικό προϋπολογισμό. Τότε θα ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει εκλογές κάτω από το καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης, χωρίς παροχές και με αδυναμία υλοποίησης του προεκλογικού προγράμματος της ΝΔ. Προτίμησε, όμως, τη μείωση του ελλείμματος μέσα στη διετία 2005-2006. Θα το καταφέρει όμως ή θα αναγκαστεί να κάνει χρήση ακόμα μίας διετίας σφιχτής λιτότητας; Και αν υποθέσουμε ότι με την πολιτική της ανελέητης λιτότητας φτάνουμε στη μείωση του ελλείμματος στο τέλος του 2006 και τερματίζεται το καθεστώς επιτήρησης και γίνονται οι εκλογές μέσα σε χαρμόσυνο κλίμα παροχών, τότε πού θα φτάσει το έλλειμμα; Δεν θα έχουμε και πάλι καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης και σκληρή λιτότητα; Ό,τι δώσει η κυβέρνηση σε προεκλογικές παροχές θα το πάρει πίσω στο διπλό ο διάδοχός της μετά τις εκλογές. Αυτή, όμως, δεν είναι σοβαρή αντιμετώπιση του δημοσιονομικού μας προβλήματος, ούτε μπορεί να οδηγήσει στην οικονομική ανακούφιση των σκληρά δοκιμαζόμενων «μη προνομιούχων» πολιτών.

Έτσι μπαίνει ένα βασικό ερώτημα: Θα καταφέρει η κυβέρνηση να κατεβάσει το έλλειμμα κάτω από το 3% μέχρι το τέλος του 2006; Έστω με τη βοήθεια της «δημιουργικής» τού χάους λογιστικής ή με την εκτεταμένη χρησιμοποίηση της «μεθόδου των αντιτίμων» και φυσικά με την ανοχή της ΕΕ. Τότε θα βαδίσει σε εκλογές με «λυμένα τα χέρια» και σε χαρμόσυνο κλίμα. Και τι έχουμε να κερδίσουμε στην περίπτωση αυτή; Διεξαγωγή εκλογών μέσα σε παλαιοκομματικό κλίμα και με μεθόδους που έχουν χαρακτηριστεί μειωμένης πολιτικής εντιμότητας. Όταν ανέλαβε η σημερινή κυβέρνηση και ανακοίνωσε την απόφασή της να διενεργήσει απογραφή της δημοσιονομικής κατάστασης, είχαμε χαιρετίσει την απόφαση αυτή και πιστέψαμε ότι θα διαφωτιζόταν ο λαός πάνω στη σοβαρότητα του δημοσιονομικού μας προβλήματος (που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το έκρυβε κάτω από το χαλί μιας επιδέξιας εικονικής πραγματικότητας) και θα άρχιζε μετά την απογραφή μια νέα εποχή περιορισμού του σπάταλου κράτους και πραγματικής δημοσιονομικής εξυγίανσης. Τώρα διαπιστώνουμε με λύπη ότι οι ελπίδες μας αυτές ήταν φρούδες. Ενώ δεν απολαύσαμε τα καλά της απογραφής, εισπράττουμε τις αρνητικές επιπτώσεις της. Επιτέλους, κάποτε πρέπει να αρχίσει η διαδικασία μιας πραγματικής δημοσιονομικής εξυγίανσης. Και αυτό είναι ευθύνη του πρωθυπουργού και μόνο. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε στην κυβέρνηση ότι ο προϋπολογισμός λιτότητας για το 2006 είναι μεγάλο πρόβλημα καθώς προσεγγίζουμε τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών. Επιπλέον, το πρόβλημα επιδεινώνεται όταν συνοδεύεται και από βιαστικές και μη μελετημένες μεταρρυθμίσεις που συνδέονται και ίσως προσβάλλουν ευαίσθητα σημεία της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, δηλαδή των χαμηλοεισοδηματιών. Πολύ δύσκολα θα καταφέρει η κυβέρνηση να πείσει τον λαό για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων που σχεδιάζει.

Και αν προχωρήσει, το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο. Για παράδειγμα, τώρα που ξέσπασε η υπόθεση της ΔΕΗ με την παραίτηση του κ. Παλαιοκρασσά, γνωστού για την εντιμότητά του, άκουσα πολλούς και οπαδούς της ΝΔ να λένε: Καλά, η μονιμότητα τους πείραξε, ενώ ανέχονται τη διαπλοκή; Αν αρθεί η μονιμότητα, όλα τακτοποιούνται; Ο λαός δεν ξεγελιέται! Ούτε πιάνουν επιχειρήματα ότι τα χρέη των ΔΕΚΟ έφτασαν στα 12 δισ. ευρώ. Γι’ αυτά τα χρέη φταίει η μονιμότητα των υπαλλήλων και όχι η διαπλοκή, οι σπατάλες των κομματικών διοικήσεων, οι άστοχες επενδύσεις των ΔΕΚΟ και οι κομματικοί μηχανισμοί που φορτώνουν τις ΔΕΚΟ με υπεράριθμους υπαλλήλους;

Στον αντίποδα, το ΠΑΣΟΚ ευελπιστεί ότι θα συνεχιστεί το κοινοτικό καθεστώς επιτήρησης της οικονομίας μας και επομένως οι προσεχείς βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν με σφιχτούς προϋπολογισμούς λιτότητας, με μηδενικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων και με επαύξηση του φορολογικού βάρους, με το σπάταλο κράτος να οργιάζει. Και προσδοκά κομματικά οφέλη από μια τέτοια εξέλιξη. Όμως ο λαός θυμάται ότι αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε κατά κόρον και επί σειράν ετών από τις κυβερνήσεις των «εκσυγχρονιστών» του ΠΑΣΟΚ. Να γιατί οι αλλεπάλληλες κυβερνητικές γκάφες δεν μεταφράζονται σε πολιτικά οφέλη για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο λαός διαισθάνεται ότι οι αντιπολιτευτικές κορόνες του ΠΑΣΟΚ οφείλονται στην επιθυμία της επανάκτησης της νομής της εξουσίας και όχι στην αγνή προσπάθεια εξυπηρέτησης και ικανοποίησης των αναγκών των «μη προνομιούχων». Να γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να εισπράξει τη φθορά της κυβέρνησης.Έτσι ο προϋπολογισμός έχει εξελιχθεί σε ένα πολιτικό παιχνίδι, στο οποίο η μεν κυβέρνηση προσπαθεί να απαλλαγεί από την κοινοτική επιτήρηση και με λυμένα χέρια να διεξαγάγει τις ερχόμενες εκλογές, το δε ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να πείσει την παλιά εκλογική του βάση ότι είναι το κόμμα των «μη προνομιούχων».

Το έργο αυτό παίχτηκε με επιτυχία το 1981 και είναι δύσκολο να πετύχει και τώρα. Πάντως, ένα είναι γεγονός. «Κλειδί» των εξελίξεων είναι οι Βρυξέλλες με την απόφαση του τερματισμού ή μη του καθεστώτος της επιτήρησης της οικονομίας μας.


Σχολιάστε εδώ