Αναβάθμιση του ψευδοκράτους και παραγραφή της κατοχής είναι ο σταθερός στόχος της Άγκυρας στην Κύπρο
Είναι η τρίτη φορά που οι κατοχικές δυνάμεις παραβιάζουν το καθεστώς της νεκρής ζώνης και καταλαμβάνουν ένα μέρος της. Τρία χρόνια περίπου πριν έγινε για πρώτη φορά στα Στροβίλια. Προσφάτως έγινε στο χωριό Λουρουτζίνα, στον δρόμο Λευκωσίας – Λάρνακος. Τώρα γίνεται στην καρδιά της Λευκωσίας, στη λεγόμενη «Πράσινη Γραμμή».
Κοινοί παρανομαστές και των τριών μικροπροελάσεων είναι:
• Η διεκδίκηση μεγάλου μέρους της νεκρής ζώνης ως «εδάφους» του ψευδοκράτους.
• Η προβολή της ιδέας συγκεκριμένου «συνόρου» μεταξύ του νομίμου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, και των κατεχομένων, που παρουσιάζονται ως το ισότιμο συνιστών τουρκοκυπριακό «κράτος».
• Η υπενθύμιση της στρατιωτικής ισχύος ως δυναμικού παράγοντα του Κυπριακού, που προβάλλεται με τον τρόπο αυτό ως πάντα εν ενεργεία.
Στην τελευταία, σημερινή περίπτωση, έγινε απόπειρα η πολιτική αυτή να συγκαλυφθεί ως μέρος της πολιτικής επαναπροσεγγίσεως και επικοινωνίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, με το άνοιγμα διόδων επικοινωνίας στη γραμμή αντιπαρατάξεως. Αντί όμως διόδου, επιδιώχθηκε η κατάληψη της μισής περίπου νεκρής ζώνης, που αφορά ελληνοκυπριακές περιουσίες, και η κατασκευή συνοριακού σταθμού, με τελωνείο, αστυνομικό σταθμό, τράπεζες, αποθήκες.
Η κυπριακή κυβέρνηση ορθώς αρνήθηκε να συμπράξει. Δεν αποδέχθηκε την παραβίαση της νεκρής ζώνης, την ιδέα του συνοριακού σταθμού, αντί απλής διόδου και το κτίσιμο μέσα στη νεκρή ζώνη του μισού μιας γέφυρας, προβαλλόμενης από την τουρκική προπαγάνδα ως σύμβουλο της «επανένωσης» της Κύπρου, με τη μορφή δύο «ισοτίμων» κρατών.
Η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ δεν αντιδρά ως ώφειλε
Ο Πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος, εξηγώντας τη στάση του, δήλωσε ότι «η περίπτωση της Λήδρας δεν πρόκειται να αποτελέσει προηγούμενο διεκδίκησης από τις κατοχικές δυνάμεις άλλου εδάφους στη νεκρή ζώνη, κάτι που φαίνεται να είναι το σχέδιό τους σε όλη την Κύπρο». Άφησε επίσης ανοικτό το ενδεχόμενο προσφυγής της Κύπρου στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Εν των μεταξύ όμως προκαλεί θυμηδία και απορία η παθητική στάση της Ειρηνευτικής Δυνάμεως του ΟΗΕ στην Κύπρο, η οποία έχει την ευθύνη επιτηρήσεως της νεκρής ζώνης, στο πλαίσιο των όρων εντολής που έχει από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Το γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί στις 14 Δεκεμβρίου θα συζητηθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας η ανανέωση της θητείας της για ένα νέο εξάμηνο. Για τον σκοπό αυτό, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ υποβάλλει σχετική έκθεση. Η Μεγάλη Βρετανία, υπό την ιδιότητα του μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας και ταυτόχρονα του ενδιαφερομένου μέρους, ανέλαβε να προτείνει το σχετικό ψήφισμα.
Κατά την προηγούμενη φορά, η Μ. Βρετανία απεπειράθη να τροποποιήσει τους όρους εντολής της ειρηνευτικής δυνάμεως, στο πνεύμα του Σχεδίου Ανάν και δύο «ισοτίμων» συνιστώντων κρατών». Είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσει και πάλι να περιλάβει στο ψήφισμα νέα στοιχεία προς αυτήν την κατεύθυνση, έστω και με τη μορφή όρων διφορούμενης ερμηνείας. Η ελληνική διπλωματία πρέπει να επαναγρυπνεί, γιατί η σημερινή χλιαρή στάση της Ειρηνευτικής Δυνάμεως του ΟΗΕ στην Κύπρο δεν είναι άσχετη με όσα τεκταίνονται στο παρασκήνιο.
Η Μ. Βρετανία, προεδρεύουσα ακόμη χώρα της ΕΕ, επανέφερε στην ημερήσια διάταξη στις Βρυξέλλες το θέμα των κανονισμών για την οικονομική ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων
Στο ίδιο πνεύμα, η βρετανική διπλωματία επανέφερε στην ημερήσια διάταξη το θέμα των δύο ευρωπαϊκών κανονισμών, που αφορούν αντιστοίχως την οικονομική ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων και το λεγόμενο απευθείας εμπόριο. Το θέμα συζητήθηκε πάλι στο συμβούλιο αντιπροσώπων των χωρών μελών την περασμένη Πέμπτη. Στόχος της βρετανικής προεδρίας είναι η παράκαμψη του κυπριακού βέτο, με την άσκηση παρασκηνιακών πιέσεων στη Λευκωσία και την προβολή, παραλλήλως, ως δολώματος της Αμμοχώστου. Την επιστροφή δηλαδή της κλειστής κατεχόμενης Αμμοχώστου, με αντάλλαγμα την αποδοχή από την ελληνική πλευρά του απευθείας εμπορίου, απευθείας δηλαδή εμπορικών σχέσεων μεταξύ ΕΕ και κατεχόμενης Κύπρου, χωρίς την παρεμβολή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια «ρύθμιση» θα ισοδυναμούσε με άτυπη ντε φάκτο αναγνώριση του ψευδοκράτους, με συναίνεση μάλιστα του θύματος, της Κυπριακής δηλαδή Δημοκρατίας.
Αναμένεται οι προσπάθειες αυτές να ενταθούν κατά τις προσεχείς μέρες μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής, ενώ μάλιστα η προσοχή της Ελλάδος είναι καθηλωμένη στα Βαλκάνια, με επίκεντρο το καυτό θέμα του Κοσσυφοπεδίου.
Η ανάγκη μιας νέας εθνικής στρατηγικής στο Κυπριακό και οι αδυναμίες του εσωτερικού μετώπου
Σε αντίθεση με όσα βυσσοδομούν κατά της Κύπρου η βρετανική και η τουρκική διπλωματία, ακόμη και μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η ελληνική πλευρά έχει εξ αντικειμένου το πλεονέκτημα, είναι έκδηλες και σαφείς οι δυνατότητες και οι προοπτικές που θα είχε μια άλλη στρατηγική στο Κυπριακό με άξονα την ιδιότητα σήμερα της Κύπρου ως χώρας μέλους της ΕΕ.
Μια τέτοια ένδειξη είναι η πρόσφατη κοινή Σύνοδος των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, στις Βρυξέλλες, με πρόσκληση του βέλγου υπουργού Εξωτερικών κ. Κάρελ ντε Χουχτ, και με τη συμμετοχή της αμερικανίδος υπουργού Εξωτερικών κ. Κοντολίζα Ράις. Έκανε ό,τι μπορούσε η Άγκυρα για να εμποδίσει τη συμμετοχή της Κύπρου. Απέτυχε. Ο ίδιος ο αρμόδιος για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας της ΕΕ, κ. Σολάνα, αναγκάσθηκε να υπενθυμίσει στην Άγκυρα ότι τα μέλη της ΕΕ είναι 25. Η Άγκυρα πέτυχε μόνο να αποσπάσει τη διαβεβαίωση ότι η Σύνοδος ήταν «άτυπη».
Κατά τον ίδιο τρόπο, στο αναθεωρημένο κείμενο της εταιρικής σχέσεως ΕΕ και Τουρκίας έγιναν βελτιώσεις υπέρ των ελληνικών θέσεων. Η όλη επίσης συμπεριφορά της Άγκυρας απέναντι στις υποχρεώσεις που ανέλαβε σε σχέση με την ενταξιακή της πορεία, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερα επιφυλακτικό κλίμα που έχει διαμορφώσει στην ΕΕ η εσπευσμένη και άκριτη διεύρυνση, δημιουργεί πιο ευνοϊκές συνθήκες για την κατανόηση και στήριξη των ελληνικών θέσεων. Επικρατεί όμως το παράδοξο Ελλάδα και Κύπρος εμφανίζονται ως οι πιο ένθερμοι θιασώτες της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας. Με τη λογική αυτή, αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό οποιαδήποτε ουσιαστικά μέτρα που θα ήταν αποτελεσματικά. Θεωρούνται ότι θα ήταν αντιπαραγωγικά, γιατί θα έρχονταν σε σύγκρουση με τον «στρατηγικό» στόχο της υποστηρίξεως της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας, που δήθεν «συμφέρει» την Ελλάδα! Η πολιτική αυτή έχει τόσο αποθρασύνει την Άγκυρα, ώστε να πιστεύει, όπως το δήλωσε τον περασμένο Οκτώβριο ο υπουργός Προεδρίας Μεχμέτ Αλί Σιαχίν, ότι η Κύπρος δεν μπορεί να επηρεάσει με κανένα τρόπο την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. «Έχουμε μεριμνήσει» δήλωσε, «όταν θα διαπραγματευόμαστε ένα ένα τα κεφάλαια με την ΕΕ, η ελληνοκυπριακή διοίκηση να είναι δεμένη στις συνομιλίες του Κυπριακού κατά τρόπο που δεν θα είναι στο χέρι της να προβάλει οποιοδήποτε πρόσκομμα».
Επιβάλλεται αναθεώρηση της πολιτικής μας. Η ελληνική πλευρά δεν χρειάζεται να εγκαταλείψει το διακοινοτικό πλαίσιο στον ΟΗΕ. Αρκεί να μεταφέρει την έμφαση εκεί όπου έχει διπλωματικό πλεονέκτημα. Στην ΕΕ, της οποίας η Κύπρος είναι πλήρες και ισότιμο μέλος. Δεν είναι υποχρεωτικό γι’ αυτό να δεχθεί η ΕΕ να αναλάβει διπλωματική πρωτοβουλία για τη λύση του Κυπριακού. Αρκεί να ασκήσει η Κύπρος τα δικαιώματά της, όπως οποιαδήποτε άλλη χώρα, να απορρίπτει σταθερά οποιαδήποτε ιδέα εκπτώσεων εις βάρος της. Η ΕΕ θα βρεθεί στην ανάγκη να αναμειχθεί ενεργότερα στη λύση του Κυπριακού, γιατί θα αποτελεί εκ των πραγμάτων πρόβλημα στους κόλπους της.
Για άλλη μια φορά όμως τα εμπόδια για τη χάραξη και την άσκηση μιας νέας, ελπιδοφόρας στρατηγικής στο Κυπριακό δεν ταυτίζονται μόνο με την πολιτική των αντιπάλων μας. Αφορούν και εσωτερικούς σκοπέλους. Παρά το βροντερό «όχι» του κυπριακού λαού στο Σχέδιο Ανάν, σημαντικές πολιτικές δυνάμεις, με προεξάρχον το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ακολουθούν πολιτική που δημιουργεί σύγχυση και αποδυναμώνει το εσωτερικό μέτωπο. Η ένταση και οι παράταιρες φωνές αναμένεται να ενισχυθούν, με την προοπτική των βουλευτικών εκλογών τον προσεχή Μάιο. Παρόμοια σύγχυση επικρατεί, δυστυχώς, και σε σημαντικές πολιτικές δυνάμεις στην Αθήνα, αντίθετα με το διάχυτο αίσθημα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Η στάση αυτή υποτιμά την εμμονή της τουρκικής πολιτικής στον σταθερό στόχο της αναβαθμίσεως του ψευδοκράτους και της σιωπηρής παραγραφής της κατοχής. Καλλιεργεί ψευδαισθήσεις και αβάσιμες ελπίδες τόσο για το Κυπριακό όσο και για τις προοπτικές των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η πολιτική αυτή χρειάζεται επανεξέταση και αναπροσαρμογή. Ειδικότερα στο Κυπριακό, αποτελεί άμεση ανάγκη η διαμόρφωση μιας νέας εθνικής στρατηγικής, που θα περιφρουρήσει τη διεθνή υπόσταση της Κύπρου και θα ανοίξει τον δρόμο για λύση θα συνάδει με τη σημερινή θέση της Κύπρου ως χώρας μέλους της ΕΕ.
* Ο Περικλής Νεάρχου, διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου