Ο «μύθος» των ιδιωτικοποιήσεων

Κι όμως η μόνη αλλαγή που προβλέπεται σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής αφορά στην «ιδιωτικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων και στη μετατροπή του χαρακτήρα των υπηρεσιών και των «προϊόντων» των οργανισμών αυτών από δημόσια / κοινωνικά αγαθά σε συνήθη εμπορεύματα.

Μέσα από όλη αυτή την «καταιγίδα» της ιδιωτικοποίησης, που σαρώνει εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια τους κοινωνικούς και παραγωγικούς θεσμούς σε ολόκληρο σχεδόν τον ευρωπαϊκό χώρο, αλλάζει ολόκληρη η δομή των εργασιακών σχέσεων και οι όροι προστασίας της ίδιας της εργασιακής δύναμης. Παράλληλα, όμως, μεταλλάσσεται και η ίδια η έννοια της εργασίας, καθώς και τα κίνητρα που ωθούν τον εργαζόμενο σε μια δημιουργική-παραγωγική πράξη.

Πολλοί θα προβάλουν ενστάσεις: Θα επιχειρηματολογήσουν ότι τα παραδοσιακά κίνητρα της συνείδησης της ευθύνης και της τήρησης των καθηκόντων και των υποχρεώσεων όχι μόνο δεν ενεργοποίησαν τους εργαζόμενους, αλλά αντίθετα οδήγησαν σε ένα καθεστώς «ήσσονος προσπαθείας» και αναποτελεσματικής λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών.

Είναι όμως θεμιτό να θεωρείται ως κίνητρο απόδοσης η ανασφάλεια των εργαζομένων, ο φόβος της απόλυσης, οι χαμηλές αμοιβές που συνδέονται με το όλο πλαίσιο του ανταγωνισμού;

Είναι δυνατόν να καταδικάσουμε τις νέες γενιές, τους νέους εργαζόμενους σε ένα εργασιακό «καθεστώς» που το χαρακτηρίζουν η ανασφάλεια, η ραγδαία μείωση των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η αποδυνάμωση όλων των θεσμών του κοινωνικού κράτους; Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί με οικονομικούς και μόνον όρους, γιατί αφορά την ίδια την προοπτική του τόπου και τις αξίες που συγκροτούν την κοινωνία μας.

Το πρόβλημα των επιχειρήσεων του Δημοσίου δεν δημιουργήθηκε βέβαια με ευθύνη των εργαζομένων, γιατί αφορά ευρύτερες πολιτικοοικονομικές διεργασίες. Προκλήθηκε σε έναν μεγάλο βαθμό από τις πελατειακές σχέσεις και την πολιτική ποδηγέτηση των επιχειρήσεων αυτών από τις εκάστοτε κυβερνήσεις που πολλές φορές χρησιμοποίησαν τα ίδια τα συνδικάτα ως μοχλούς κομματικής υποστήριξης.

Τα τελευταία, όμως, χρόνια το πρόβλημα αυτό διογκώθηκε από τις παρεμβάσεις των μηχανισμών της διαπλοκής. Προμηθευτές, κατασκευαστές, «επενδυτές» δεν αρκέσθηκαν σε γενικές παρεμβάσεις προς την κυβερνητική εξουσία, αλλά «εγκατέστησαν» μηχανισμούς ελέγχου των αποφάσεων στη διοικητική πυραμίδα των δημοσίων επιχειρήσεων, με τη συμμετοχή μάλιστα ορισμένων «εκπροσώπων» των εργαζομένων. Και, δυστυχώς, αυτή η δομή παραεξουσίας εξακολουθεί και σήμερα, σε έναν μεγάλο βαθμό, να ελέγχει σημαντικό αριθμό αποφάσεων.

Ποιες είναι άραγε οι «επενδυτικές» προοπτικές που διανοίγονται για τις επιχειρήσεις αυτές μέσω της ιδιωτικοποίησης; Ήδη έχουμε αποκομίσει αρκετές πικρές εμπειρίες…

Όταν ο Κ. Μητσοτάκης παραχώρησε την κινητή τηλεφωνία στους ιδιώτες στην αρχή της δεκαετίας του 1990, περιθωριοποιώντας τον ίδιο τον ΟΤΕ, διαμόρφωσε ένα πεδίο ακώλυτης κερδοσκοπίας για τους ιδιώτες αυτούς που ενέμοντο τις ίδιες τις υποδομές του ΟΤΕ. Όταν αργότερα ο ΟΤΕ εισήλθε στην αγορά ως παραγωγός, τότε και το κόστος μειώθηκε και οι υπηρεσίες βελτιώθηκαν και μάλιστα ο ΟΤΕ κυριάρχησε στην αγορά της κινητής τηλεφωνίας. Αυτό αποδεικνύει την τεράστια επενδυτική δυναμική των επιχειρήσεων αυτών όταν μπορούν να κινηθούν πέρα από τη «Σκύλλα» και τη «Χάρυβδη» της πολιτικής παρέμβασης και της διαπλοκής.

Βεβαίως η σχέση δημόσιου / κρατικού και ιδιωτικού τομέα έχει στη χώρα μας «μυθοποιηθεί». Ο ιδιωτικός τομέας ποτέ δεν απέκτησε την αυτονομία και την επενδυτική δυναμική που θα του επέτρεπε να αναπτύξει μια δρώσα οικονομική παρέμβαση στην πορεία της χώρας. Αντίθετα, παρέμεινε -και παραμένει ως έναν μεγάλο βαθμό- κρατικοδίαιτος, επιζητώντας συνεχώς δάνεια, φορολογικές απαλλαγές, παροχές, διευκολύνσεις, χωρίς τα «πλεονεκτήματα» αυτά να «μετατρέπονται» σε παραγωγικές επενδύσεις και σε νέες θέσεις εργασίας.

Απαιτείται συνεπώς συνολικός σχεδιασμός των παραγωγικών δραστηριοτήτων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και μάλιστα σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις και τομείς της οικονομίας και όχι «μανιχαϊστικοί» διαχωρισμοί περί «κρατικού» και «ιδιωτικού», όταν ολόκληρη η κοινωνικοοικονομική δομή κλυδωνίζεται από τους μηχανισμούς της νεοφιλελεύθερης αγοράς.

Η κυβέρνηση της ΝΔ πιστεύει ότι μέσω του «ανοίγματος» των μηχανισμών της αγοράς θα αντιμετωπίσει το κρίσιμο πρόβλημα της ανάπτυξης και της επενδυτικής στασιμότητας. Πρόκειται για την «υιοθέτηση» της ίδιας ψευδαίσθησης που κυριάρχησε κατά την τελευταία -ιδιαίτερα- «σημιτική» περίοδο και οδήγησε στα γνωστά οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα. Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η πολιτική μάχη κατά της διαπλοκής δεν έχει αποφέρει συγκεκριμένα πολιτικά κέρδη στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό και ότι οι κατευθύνσεις στην εξωτερική πολιτική δεν διαφοροποιήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση, τότε η πορεία του οικονομικού προγράμματος αποβαίνει μια ιδιαίτερα κρίσιμη παράμετρος της πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης.

Κατά συνέπεια τόσο τα ανοίγματα προς τον μεσαίο χώρο όσο και οι υποσχέσεις για τη βελτίωση του εισοδήματος των συνταξιούχων και των μισθωτών κινδυνεύουν να ακυρωθούν μέσα στο πρώτο ήμισυ του εκλογικού κύκλου της τετραετίας. Και όπως φαίνεται, η ουσιαστική «ακυβερνησία» και οι «εμβαλωματικές» διαχειριστικές πολιτικές τείνουν να γίνουν μόνιμα χαρακτηριστικά της πολιτικής μας ζωής…


Σχολιάστε εδώ