Η φορολογική πολιτική όπως διαγράφεται από τον νέο προϋπολογισμό
Ευνόητο είναι ότι η εισοδηματική και η φορολογική πολιτική είναι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της τελικής κατανάλωσης, καθώς επιδρούν στο ύψος του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών που προορίζεται για την ικανοποίηση των αναγκών μας.
Η εισοδηματική πολιτική είναι πλέον γνωστή. Περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα των «προσπαθειών» του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών να δοθούν αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις στο ύψος του πληθωρισμού. Η εισοδηματική πολιτική με τις αυξήσεις των 20 και 30 ευρώ κάθε μήνα δεν θα μας απασχολήσει σήμερα. Απλώς σημειώνουμε ότι η επίδρασή της στη διαμόρφωση της τελικής κατανάλωσης έχει σημαντικά εξασθενίσει, καθώς τα νοικοκυριά όλης της Ευρώπης -και της χώρας μας φυσικά- βρήκαν τρόπο να προσπεράσουν τη λιτότητα και την τρομερή μείωση των πραγματικών μισθών με τον τραπεζικό υπερδανεισμό. Λάθος βέβαια, αλλά ήδη παγιωμένη κατάσταση. Νέος τρόπος ζωής και προσπάθεια διατήρησης ευπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Σήμερα θα επιχειρήσουμε μια παρουσίαση της φορολογικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση το 2006, όπως αυτή προκύπτει από τον προϋπολογισμό, καθώς και τις προσδοκίες για το ύψος της τελικής κατανάλωσης.
Φορολογική πολιτική: Με αιχμή τη φορολογία και την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων του κράτους, ο προϋπολογισμός του 2006 παλεύει να κατορθώσει τα ακατόρθωτα. Προσπαθεί να… διαπλεύσει σώος και αβλαβής τις «συμπληγάδες» που έχουν δημιουργήσει τα ελλείμματα, το υψηλό δημόσιο χρέος και οι δαπάνες εξυπηρέτησής του, το σπάταλο κράτος με τις πολυτελείς δαπάνες και γενικά η βαριά κληρονομιά μιας νοσηρής κατάστασης που δημιούργησε η δημοσιονομική διαχείριση κατά τα προηγούμενα χρόνια. Την «πάσαν ελπίδα» του ο νέος προϋπολογισμός την εναποθέτει στην αύξηση της απόδοσης της φορολογίας εισοδήματος, από την οποία προσδοκά πρόσθετα έσοδα 780 εκατ. ευρώ (13.980 εκατ. ευρώ τα έσοδα για το 2005 και για το 2006 υπολογίζει 14.760 εκατ. ευρώ) και από τους φόρους συναλλαγών και κυρίως από τον ΦΠΑ προσδοκά πρόσθετα έσοδα 1.340 εκατ. ευρώ (15.490 εκατ. ευρώ τα έσοδα για το 2005 και για το 2006 υπολογίζει 16.830 εκατ. ευρώ). Από τους φόρους κατανάλωσης υπάρχει η προσδοκία για είσπραξη πρόσθετων φόρων ύψους 620 εκατ. ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά, το 2006 θα πρέπει να έχουμε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 2.800 εκατ. ευρώ περίπου. Γενικά η επαύξηση των φορολογικών βαρών υπερβαίνει σε ποσοστό την πιθανή αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές. Ο Γ. Αλογοσκούφης υπολογίζει στο 7,4% την αύξηση του ΑΕΠ το 2006. Λαμβανομένης υπόψη και της διεθνούς συγκυρίας, έχουμε τη γνώμη ότι η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ με δυσκολία θα φτάσει στο 7%. Η πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση όμως, κυρίως από την έμμεση φορολογία, φτάνει στο 8% περίπου, δηλαδή υπερβαίνει κατά μία εκατοστιαία μονάδα την προσδοκώμενη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει και υπέρμετρη αύξηση της φορολογικής πίεσης για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, καθώς στους εργαζόμενους και στους μικρομεσαίους επιτηδευματίες «διοχετεύεται» μόνο το 1/4 της αύξησης του ΑΕΠ, ενώ την υπόλοιπη αύξηση την απομυζούν οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες με τα απίθανα υπερκέρδη τους.
Πλέον εξειδικευμένα, ο προϋπολογισμός του 2006 προσδοκά αύξηση εσόδων από παρακράτηση φόρων κατά την καταβολή μισθών και συντάξεων κατά 650 εκατ. ευρώ, ενώ από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων (επιχειρηματικών κερδών) ο προϋπολογισμός προσδοκά να εισπράξει μερικά «ψίχουλα» παραπάνω, καθώς οι φορολογικοί συντελεστές για τη φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών μειώνονται. Περίπου 100 εκατ. ευρώ πρόσθετα έσοδα αναγράφει ο προϋπολογισμός του 2006 από τη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών! Για άλλη μια χρονιά οι μισθωτοί συνεχίζουν να είναι οι πρωτοπόροι στην προσπάθεια μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αναγκαστικοί βέβαια πρωτοπόροι! Έτσι, το μεγαλύτερο ποσοστό της πενιχρής αύξησης που θα πάρουν θα το δώσουν πίσω στο κράτος. Οι εταιρείες με τα υπερκέρδη παραμένουν στο απυρόβλητο για να αντιμετωπίσουν τάχα τον ανταγωνισμό ή για να κάνουν «νέες» επενδύσεις! Ωραία εφεύρεση! Τα πρόσθετα έσοδα από τον ΦΠΑ φαίνεται να προέρχονται από την προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής και από την υπαγωγή των μεταβιβαζόμενων νεόδμητων κτισμάτων στη φορολογία αυτή. Όμως η εξαίρεση των νεόδμητων ακινήτων που χτίζονται ή θα χτιστούν με άδειες που έχουν εκδοθεί μέχρι τις 31/12/2005 ή έχουν υποβληθεί στην πολεοδομία σχετικές αιτήσεις με πλήρη φάκελο για την έκδοση της άδειας καθιστά την πηγή αυτή φορολογικών εσόδων ασθενέστατη σε απόδοση. Σχεδόν όλες οι καινούργιες οικοδομές που θα μεταβιβαστούν μέσα στο 2006 θα έχουν χτιστεί με άδεια οικοδομής έκδοσης 2005 ή και νωρίτερα ή θα έχουν κατατεθεί οι αιτήσεις έκδοσης των αδειών πριν από τη λήξη του 2005. Ο ΦΠΑ επί των νέων οικοδομών θα έχει απόδοση από το 2007 και μετά. Ο κ. Αλογοσκούφης με την εξαίρεση αυτήν επιβεβαιώνει το αμίμητο «Ελλάς ελλήνων εργολάβων». Εάν και από την πάταξη της φοροδιαφυγής δεν έχουμε αύξηση των φορολογικών εσόδων από τον ΦΠΑ και το υπουργείο Οικονομικών δεν μπορέσει να συγκεντρώσει υπερέσοδα 1,3 δισ. ευρώ που προσδοκά από τη συγκεκριμένη πηγή, τότε τίποτε δεν αποκλείει να ικανοποιηθεί ο «πόθος» του υπουργού Οικονομίας για μία ακόμη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μία ή δύο ποσοστιαίες μονάδες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την άνοδο των τιμών τελικού καταναλωτή και την περαιτέρω εξασθένιση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος. Για να αντιληφθείτε πόσο φιλολαϊκός είναι ο προϋπολογισμός του 2006 και η φορολογική πολιτική του επόμενου έτους, θα αναφέρουμε ένα και μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το 2006, με βάση τον προϋπολογισμό, το κράτος θα διαθέσει 700 εκατ. ευρώ για αύξηση των μισθών και 220 εκατ. ευρώ για αύξηση των συντάξεων, δηλαδή σύνολο πρόσθετης δαπάνης 920 εκατ. ευρώ. Από την αύξηση της παρακράτησης φόρου εισοδήματος κατά την καταβολή των μισθών και των συντάξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα θα εισπράξει 650 εκατ. ευρώ. Έτσι ουσιαστικά διαθέτει 270 εκατ. ευρώ για τη βελτίωση των αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων του Δημοσίου και των συνταξιούχων. Εάν αναγκαστεί να αυξήσει και τους συντελεστές του ΦΠΑ, τότε θα έχουμε αντί αυξήσεων μειώσεις των αποδοχών. Και αν υπολογίσουμε ότι το γενικό επίπεδο τιμών λόγω της ακρίβειας θα παρουσιάσει άνοδο μέσα στο 2006 τουλάχιστον 10% (κατά μετριότατους υπολογισμούς), τότε δεν θα πρέπει να απορούμε ούτε για την αύξηση της φτώχειας ούτε για τη διόγκωση της υπερχρέωσης των νοικοκυριών.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα οι φορολογικές ανισότητες είναι έντονες και χρόνο με τον χρόνο γίνονται εντονότερες και ευθέως προσβάλλουν τη συνταγματική επιταγή που απαιτεί συνεισφορά στα δημόσια βάρη ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες των φορολογούμενων πολιτών. Πάντα κάποια «εφεύρεση» θα υπάρξει για να δικαιολογηθεί η μετακύλιση των φορολογικών βαρών στους οικονομικά ασθενέστερους.
Διαμόρφωση τελικής κατανάλωσης: Θα αυξηθεί η τελική κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών κατά το 2006 και κατά πόσο ποσοστό; Κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απασχολεί τις παραγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις στον σχεδιασμό της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και της προσδοκώμενης ρευστότητας, αλλά και την πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς η απόδοση της έμμεσης φορολογίας και κυρίως του ΦΠΑ και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης συναρτάται ευθέως με τη διαμόρφωση της τελικής κατανάλωσης. Ένα τόσο βασικό μέγεθος για την οικονομία και για το επίπεδο διαβίωσης του Έλληνα παραμένει στο σκοτάδι της δημοσιότητας. Ας δούμε, λοιπόν, τι συμβαίνει με την τελική κατανάλωση, η οποία διαμορφώνεται με την κατανάλωση του Δημοσίου και την ιδιωτική κατανάλωση. Ο κ. Αλογοσκούφης στην εισηγητική του έκθεση επί του προϋπολογισμού του 2006 (σελίδα 28, πίνακας 1.5) μας δίνει προβλέψεις για τη δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση.
Η δημόσια κατανάλωση το 2004 αυξήθηκε σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος κατά 3,9% λόγω και της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2005 υπολογίζεται ότι η αύξηση θα περιοριστεί στο 2,5% και για το 2006 θα έχουμε ακόμη περισσότερο περιορισμό του ποσοστού αύξησης, το οποίο υπολογίζεται στο 1,2%. Ο περιορισμός των πιστώσεων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και η εκτέλεση λιγότερων δημοσίων έργων, καθώς και η συρρίκνωση του προγράμματος προμηθειών του Δημοσίου, οδηγούν και στη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης.
Καθόσον αφορά τη διαμόρφωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η πρόβλεψη για το 2006 είναι ότι τελικά θα παρουσιάσει αύξηση 3,2% σε σύγκριση με αυτήν του 2005. Προσωπικά διατηρούμε σοβαρές αμφιβολίες για την ορθότητα των υπολογισμών και διαβλέπουμε μεγάλη αισιοδοξία στις προβλέψεις του κ. Αλογοσκούφη για το ποσοστό αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Και τούτο γιατί η εισοδηματική και η φορολογική πολιτική δεν βοηθούν στην αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών στο ποσοστό αυτό. Και βέβαια η ιδιωτική κατανάλωση επηρεάζεται θετικά από τη διόγκωση του τραπεζικού δανεισμού των νοικοκυριών του μικρομεσαίου εισοδήματος. Εάν οι τράπεζες σφίξουν τις στρόφιγγες του δανεισμού σε ιδιώτες, θα περιοριστεί κατακόρυφα και η ιδιωτική κατανάλωσε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία. Η οικονομία μας είναι δέσμια του τραπεζικού συστήματος. Ζούμε στην εποχή της παντοδυναμίας των τραπεζιτών!