Ανανέωση «εν κενώ»…

Ένα καινούργιο κοστούμι, ένα μοντέρνο φόρεμα μπορεί να μας φτιάξει τη διάθεση, να μας δώσει την εικόνα της ανανέωσης. Όμως δεν μπορεί να καλύψει ούτε την πνευματική πενία ούτε την ψυχική στενότητά μας. Κι όταν απουσιάζουν ιδέες, αρχές, συγκροτημένες απόψεις για την κοινωνία και τον άνθρωπο, τόσο πιο ξένο και παράταιρο μοιάζει το κοστούμι της «ανανέωσης». Τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται η γύμνια του πρίγκιπα, που ακούει μόνο τις κολακείες και τις παραινέσεις των αυλικών του…

Αντί για την πολυμεταχειρισμένη έκφραση της «ανανέωσης», σ’ έναν πολιτικό φορέα που βρέθηκε στην αντιπολίτευση μετά από μια σοβαρή πολιτικοϊδεολογικής μορφής ήττα, ταιριάζει η διαδικασία της αυτοσυνείδησης, η επίπονη διαδικασία της αναζήτησης των κοινωνικοπολιτικών αιτιών της ήττας. Μόνο μέσα από τη διαδικασία αυτή είναι δυνατόν να προκύψουν νέες προοπτικές.

Δύο είναι οι βασικές αιτίες της ήττας και της πτώσης του ΠΑΣΟΚ. Κατά πρώτον η εφαρμογή μιας αυστηρής, νεοφιλελεύθερου τύπου, οικονομικής πολιτικής που οδήγησε μεν στον στόχο της ΟΝΕ, ταυτόχρονα όμως επέφερε ισχυρά πλήγματα κατά των θεσμών του κοινωνικού κράτους και ενέτεινε τις κοινωνικές ανισότητες.

Δεύτερη, αλλά πρωτεύουσα ίσως αιτία, είναι το καθεστώς της διαπλοκής και της διαφθοράς, που επεκτάθηκε σταδιακά σ’ όλους σχεδόν τους θεσμούς. Ιδιαίτερα το πρόβλημα της διαπλοκής, της συναλλαγής με τους προμηθευτές και τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ αποδυνάμωσε την ίδια την πολιτική εξουσία. Τις συνέπειες αυτής της «μετατόπισης» εξουσίας την πληρώνουμε σήμερα και θα την πληρώνουμε και στο μέλλον.

Συνεπώς η όποιου τύπου «ανανέωση» δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία την αποδέσμευση από αυτές τις πολιτικές που έθιξαν τον κοινωνικό και ηθικό – ιδεολογικό πυρήνα του ΠΑΣΟΚ.

Εις μάτην όμως. Αν και πέρασαν σχεδόν 2 χρόνια από τις εκλογές, το ΠΑΣΟΚ και η ηγετική του ομάδα εμφανίζονται ανίκανοι να διατυπώσουν μια εναλλακτικού χαρακτήρα πολιτική απέναντι στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο που προωθεί σήμερα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, επικαλούμενη, για τη «νομιμοποίηση» των επιλογών της, τον «πρότερον νεοφιλελεύθερον βίο» του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Όσο για το πρόβλημα της διαπλοκής, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ απώλεσε μια ιστορική ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει και να προβάλει θέσεις που θα απέκοπταν κάθε δεσμό με τους φορείς της διαπλοκής της. Αντιθέτως, τήρησε στην πράξη μια στάση «προστασίας» της διαπλοκής, που βύθισε ακόμα περισσότερο το ΠΑΣΟΚ στην ανυποληψία.

Εάν πράγματι μπορούσαν να διαμορφωθούν τέτοιου χαρακτήρα στρατηγικές, τότε θα είχε νόημα μια διαδικασία ανανέωσης που θα συνέδεε την πολιτικοϊδεολογική ανανέωση με την ανανέωση προσώπων. Τότε, πράγματι, πρόσωπα που υπηρέτησαν με την πίστη «μουλάδων» το νεοφιλελεύθερο πρότυπο ή ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα στο δίκτυο της διαπλοκής θα ετίθεντο αυτόματα -και αυτονόητα- στο περιθώριο.

Γιατί για την τύχη των πολιτικών προσώπων αποφασίζει ο ίδιος ο λαός με κριτήριο τις πολιτικές που υπηρετούν και τον τρόπο με τον οποίο τις ασκούν τα πρόσωπα αυτά.

Τα κόμματα, οι φορείς του πολιτικού συστήματος, δεν είναι ούτε ανώνυμες εταιρείες ούτε αθλητικά σωματεία ώστε να αποφασίζει ο «ηγέτης» για αυτούς που «φεύγουν και αυτούς που μένουν», με βάση μάλιστα κριτήρια που ελάχιστη σχέση έχουν με την ίδια την πολιτική ως ανώτερη έκφραση της λαϊκής βούλησης.

Άλλωστε κανενός είδους ανανέωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε πολιτικό και θεσμικό κενό. Το ΠΑΣΟΚ σήμερα δεν διαθέτει πολιτικά – θεσμικά όργανα ικανά να χαράξουν στρατηγικές και να λάβουν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις. Το ίδιο το Πολιτικό Συμβούλιο δεν αποτελεί παρά ένα «διασκεπτόμενο όργανο», ένα άθροισμα νέων προσώπων που οφείλουν την υπόσταση και τη θέση τους στην εύνοια του προέδρου και παλαιών ικανών στελεχών που το κύριο μέλημά τους είναι η προσωπική πολιτική τους προοπτική, εάν, οψέποτε, το ΠΑΣΟΚ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.

Η «ανανέωση», όπως την αντιλαμβάνεται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, δεν συνιστά παρά διεύρυνση της προσωπικής του επιρροής, κυρίως στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, αλλά και στην κομματική (αν μπορούμε να δώσουμε σήμερα περιεχόμενο σε αυτόν τον όρο). Η ενίσχυση αυτής της προσωπικής του επιρροής, σε συνδυασμό με την περιθωριοποίηση ικανών παραδοσιακών στελεχών αλλά και νεότερων στελεχών που συνδέονται με τη «θητεία» του Κ. Σημίτη, θεωρείται ίσως ικανή να αποτρέψει κινήσεις «αποκαθήλωσης» του Γ. Παπανδρέου σε περίπτωση νέας ήττας του ΠΑΣΟΚ. Γιʼ αυτό επιδιώκει να πάρει από τώρα τα μέτρα του.

Βεβαίως τέτοιου είδους εγχειρήματα, όπως αυτό της ανανέωσης, ελάχιστο βάρος έχουν στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Όμως τίθενται στον διάλογο γιατί αποκαλύπτουν μια άλλη σημαντική πλευρά της πολιτικής κρίσης, δηλαδή την αδυναμία παραγωγής πολιτικού προσωπικού και συγκροτημένων στελεχών μέσα από τις κομματικές πολιτικοϊδεολογικές διαδικασίες.

Η κατ’ ουσίαν σύμπλευση των κομμάτων εξουσίας στις ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές, η γενικότερη αποϊδεολογικοποίηση, η κρίση των αξιών, η χαλαρή σχέση των μελών και των στελεχών με τους κομματικούς φορείς δεν μπορούν να οδηγήσουν στην παραγωγή πολιτικών στελεχών με πολιτική συγκρότηση και εμπειρία κοινωνικών αγώνων.

Γιʼ αυτό και σήμερα νέα πρόσωπα – «στελέχη» προκύπτουν ad hoc μέσα από προσωπικές γνωριμίες, μέσα από πελατειακά συστήματα σχέσεων, και αφορούν κυρίως πρόσωπα που εντάσσονται στην πολιτική με την έννοια της επαγγελματικής καριέρας (Μ. Βέμπερ: «Η πολιτική ως επάγγελμα»), με συνέπεια να αναπαραγάγουν το φαινόμενο του πολιτικού κυνισμού και του στυγνού ωφελισμού.

Πάντως εάν ο κ. Γ. Παπανδρέου εννοεί ως «ανανέωση» το ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ, τα «νέα πρόσωπα» στο Πολιτικό Συμβούλιο και το «μπουκέτο» των κ. Μάνου, Ανδριανόπουλου, Δαμανάκη, Ανδρουλάκη, τότε δεν απαιτούνται πολιτικά αντεπιχειρήματα για το εγχείρημα της ανανέωσης. Αρκεί ο παλιός καγχασμός…


Σχολιάστε εδώ