Η εξωτερική πολιτική Σημίτη

Διαπιστώνεται, συγκεκριμένα, ένα επικίνδυνο μείγμα ανεπαρκούς μελέτης και προβληματισμού, υποτιμήσεως των προβλημάτων και καλής θελήσεως που δεν δικαιολογείται από την πείρα των πραγμάτων, την αντικειμενική ανάλυση των παραγόντων και στοιχειώδη πρόβλεψη και διορατικότητα. Δεν είναι επομένως απορίας άξιον ότι, πάνω στη βάση αυτή, χαράχθηκαν πολιτικές και ελήφθησαν αποφάσεις, που ήταν αδιανόητες με τα δεδομένα της προηγούμενης περιόδου. Είναι ενδεικτικό επίσης ότι αρνητικές εξελίξεις, που έδωσαν το πλεονέκτημα στην αντίπαλη πλευρά, παρουσιάζονται ως «επιτυχίες»! Ας δούμε όμως ειδικότερα πώς παρουσιάζει και σχολιάζει ο συγγραφέας ορισμένα από τα μεγάλα θέματα που σημάδεψαν την ελληνική εξωτερική πολιτική κατά την περίοδο αυτή.

Ύμια

Ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά το χρονικό των γεγονότων. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη ρηματική διακοίνωση που επέδωσε στην Ελλάδα η Άγκυρα την 29 Δεκεμβρίου 1995 με την οποία η τελευταία ισχυριζόταν ευθέως ότι «οι νησίδες Ύμια αποτελούν τμήμα της τουρκικής επικράτειας και ανήκουν στην επαρχία Μποντρούμ».

Η τουρκική διακοίνωση δεν άφηνε περιθώριο παρανοήσεως για τους πραγματικούς στόχους της τουρκικής πολιτικής. Ο ίδιος άλλωστε ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε προειδοποιήσει ένα χρόνο πριν, με δηλώσεις του στον Τύπο, ότι οι Τούρκοι μεθοδεύουν στο παρασκήνιο θέμα βραχονησίδων, με στόχο να αμφισβητήσουν την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, και να δημιουργήσουν γκρίζες ζώνες. Δεν επιτρεπόταν, επομένως, πολιτικός αιφνιδιασμός της ελληνικής πλευράς σε ό,τι αφορούσε τους στόχους τής τουρκικής πλευράς με τη δημιουργία επεισοδίων τύπου Ύμια στο Αιγαίο.

Αν παρακολουθήσει όμως κανείς τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική ηγεσία χειρίσθηκε την κρίση στα Ύμια, αμφιβάλλει έντονα κατά πόσο έγινε σωστή ανάλυση των τουρκικών στόχων και πρόβλεψη των τουρκικών κινήσεων.

Ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει επίσης την αναντιστοιχία που υπήρχε μεταξύ ελληνικής πολιτικής και τουρκικής συμπεριφοράς. Στις προγραμματικές δηλώσεις τής νέας κυβερνήσεως την 29η Ιανουαρίου, ο πρωθυπουργός δηλώνει: «Όσον αφορά την Τουρκία, η Ελλάδα αναγνωρίζει την αναγκαιότητα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Τουρκίας». Η τουρκική απάντηση όμως, την ίδια ημέρα διά στόματος της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ, ήταν δήλωση ότι τα Ύμια ανήκουν στην Τουρκία. Οι διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες βοούν (Ιταλοτουρκική Συμφωνία του 1932, Συνθήκη Ειρήνης του 1947, με την οποία τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην Ελλάδα). Η Άγκυρα όμως επιμένει και επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα.

Περιγράφοντας την κρίση που ξέσπασε λίγες μέρες μετά, ο πρωθυπουργός επιρρίπτει τις ευθύνες στη στρατιωτική ηγεσία και προσωπικά στον αρχηγό ΓΕΕΘΑ Χρήστο Λυμπέρη και καταλήγει στο συμπέρασμα πως «η Ελλάδα δεν είχε τη στρατιωτική δυνατότητα άμεσης επέμβασης. Η στρατιωτική ηγεσία δεν είχε καν προετοιμάσει σχέδιο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο».

Στον αντικειμενικό παρατηρητή είναι προφανή δύο πράγματα. Πρώτον, το γεγονός ότι η ελληνική ηγεσία αιφνιδιάστηκε πολιτικά και δεν προέβλεψε σωστά τις τουρκικές κινήσεις. Δεύτερον, το έλλειμμα αποφασιστικότητας. Αυτό επέτρεψε στην τουρκική πλευρά να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός, μετά τη συμφωνία, εκτιμώντας σωστά ότι η ελληνική ηγεσία, που επέδειξε τόση αγωνία για την επίτευξη της συμφωνίας, δεν θα τολμούσε να αντιδράσει.

Ο Δημοσθένης, στον «Περί παραπρεσβείας» λόγο του κατηγορεί για προδοσία τον Αισχίνη, γιατί ως μέλος 10μελούς αθηναϊκής πρεσβείας προς τον Φίλιππο, δεν έσπευσε να τον συναντήσει στη Θράκη που βρισκόταν και να επικυρώσει ταχύτατα συμφωνία που είχαν κατ’ αρχήν συνομολογήσει οι δύο πλευρές.

Αυτό επέτρεψε στον Φίλιππο να κερδίσει χρόνο και να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα γεγονότα στον ενδιάμεσο χρόνο. Οι Τούρκοι ακολούθησαν και στα Ύμια τη γνωστή τακτική της παρασπονδίας και της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων, σε μια στιγμή που είχε χαλαρώσει μάλιστα η προσοχή της ελληνικής πλευράς, μετά την υποτιθέμενη επίτευξη συμφωνίας. Το ίδιο είχαν κάνει στην Κύπρο το 1974. Δέχθηκαν εκεχειρία. Υπό την κάλυψη όμως της εκεχειρίας, απεβίβασαν αμαχητί δύο μεραρχίες και 300 άρματα και προετοίμασαν την εξαπόλυση, από θέση πλήρους υπεροχής, του «Αττίλα ΙΙ».

Υποκατάσταση της παραπομπής του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με παραπομπή θέματος «συνοριακών διαφορών»

Ο συγγραφέας περιγράφει τη διπλωματική εκστρατεία που ανέλαβε στην ΕΕ για να εξηγήσει την ελληνική θέση στους ευρωπαίους ηγέτες και να τους πείσει τελικά να συγκατατεθούν σε αυτό που έγινε τελικά γνωστό ως «Συμφωνία του Ελσίνκι».

Είναι όμως πια σαφές, από όσα γράφει, ότι δεν γίνεται πια λόγος για παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο μόνο του θέματος της υφαλοκρηπίδας, όπως ήταν σαφέστατα μέχρι τότε η ελληνική θέση. Στις αρχές Νοεμβρίου 1996, γράφει, συνάντησε στο Παρίσι τον Πρόεδρο Σιράκ. Προς μεγάλη του έκπληξη, «ο Πρόεδρος Σιράκ μπήκε αμέσως κατευθείαν στο θέμα. Αναγνώρισε την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ως το ύστατο μέσο επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών».

Προηγουμένως, αναφέρει ότι «μετά τις εκλογές του 1996, διαμορφώθηκε βαθμιαία ένα νέο σχήμα αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το οποίο επιχείρησε να απομακρυνθεί από την ακινησία του παρελθόντος, χωρίς παράλληλα να ανατρέψει εντελώς τη λογική που είχε επικρατήσει στην πολιτική της προηγούμενης εικοσαετίας».

Αναφέρει επίσης σχετικά δύο σημαντικές συναντήσεις, τη μία με τον τότε τούρκο πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ και την άλλη με τον αμερικανό Πρόεδρο Κλίντον. Είναι μια στιγμή κατά την οποία διαμορφώνεται η μεγάλη στροφή της ελληνικής πολιτικής υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας, χωρίς προηγουμένη επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.

Μήνυμα Κλίντον

Στις 23 Μαρτίου 1996, ο Πρόεδρος Κλίντον έστειλε επιστολή στον έλληνα πρωθυπουργό, με τη σύζυγό του Χίλαρι που είχε επισκεφθεί τότε την Αθήνα. Ο αμερικανός Πρόεδρος ενημέρωσε τον κ. Σημίτη για τα θέματα που επιθυμούσε να συζητηθούν κατά την επίσκεψη Σημίτη στην Ουάσινγκτον, ένα μήνα αργότερα. Πρώτο προτεινόμενο θέμα στην ημερήσια διάταξη ήταν: «Τα μακροχρόνια αμοιβαία συμφέροντα των δύο χωρών για την εδραίωση μιας σταθερής και ευημερούσας Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων του ΝΑΤΟ και της διεύρυνσης της Ένωσης». Ο τέως πρωθυπουργός σημειώνει ότι η επιστολή Κλίντον «ήταν μια διαφορετική επιστολή από τα συνήθως τυπικά κείμενα, γιατί παρουσίαζε τη δική μας οπτική γωνία, πράγμα που βοήθησε την αμοιβαία κατανόηση κατά τη συνάντησή μας το πρωί της 9ης Απριλίου 1996 στον Λευκό Οίκο».

Η αμερικανική πολιτική υπεστήριζε ενθέρμως την διεύρυνση της ΕΕ, πρώτο, γιατί προσδοκούσε αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών μέσα στην ΕΕ, μετά την ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Δεύτερο, γιατί επιδίωκε να συνδέσει με τη δυναμική της διεύρυνσης την ανεπιθύμητη στους Ευρωπαίους Τουρκία και να επιστρατεύσει την Ελλάδα σε αυτόν τον σκοπό, ως καταλύτη για την αλλαγή του κλίματος, και με την ελπίδα ότι αυτό θα οδηγήσει σε λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Ήταν η αρχή της υποβολής του ιδεολογήματος ότι «η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη συμφέρει την Ελλάδα». Με τη λογική λοιπόν αυτή, η Ελλάδα θα έπρεπε όχι μόνο να εγκαταλείψει την επιφυλακτική της στάση και να θέτει όρους, αλλά να καταστεί σημαιοφόρος της τουρκικής εντάξεως και να ελπίζει στους καρπούς που θα προκύψουν σε βάθος χρόνου από την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.

Στη συνάντηση με τον Πρόεδρο Κλίντον, ένα μήνα μετά, συμφωνήθηκε η γνωστή πολιτική της «βήμα προς βήμα προσεγγίσεως» και η υποστήριξη γενικά της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας.

Στο ίδιο πνεύμα, στη συνάντηση κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη του Μάιου του 1997, υπό την αιγίδα της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών κ. Ολμπράιτ, η ελληνική πλευρά συμφώνησε να υπογράψει κοινό ελληνοτουρκικό ανακοινωθέν, στο οποίο αναφέρεται, για πρώτη φορά, ότι η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο. Η αναφορά δεν είναι, βεβαίως, τόσο αθώα, όπως κανείς θα νόμιζε, λαμβάνοντας υπʼ όψιν το γεγονός ότι και η Τουρκία είναι παράκτια χώρα στο Αιγαίο. Είχε ως στόχο να αμφισβητήσει το στάτους κβο και να προωθήσει την ιδέα ότι η Τουρκία έχει περίπου «ίσα» δικαιώματα στο Αιγαίο.

«Η κορύφωση μιας πολιτικής» – Συνάντηση με Ετσεβίτ και Κλίντον

«Στη νέα περίοδο που ανοίγεται από το 1998 και μετά», σημειώνει ο συγγραφέας, «η διεύρυνση της Ένωσης είναι πλέον δεδομένη και μέσα σε αυτήν η Τουρκία απαιτούσε τη θέση της». Θα έπρεπε, επομένως, να «δέσει» η Ελλάδα όρους με την υποστήριξη της τουρκικής ευρωπαϊκής προοπτικής. Η Τουρκία ανέμενε να της αποδοθεί το καθεστώς της υποψήφιας χώρας.

Η Σύνοδος Κορυφής του Οργανισμού Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη τον Νοέμβριο του 1998 στην Κωνσταντινούπολη ήταν μια ευκαιρία για να συναντηθεί ο έλληνας πρωθυπουργός με τον τούρκο ομόλογό του Ετσεβίτ για τη διακρίβωση των τουρκικών προθέσεων.

«Προσπάθησα να τον πείσω ότι ήμασταν υπέρ της παραχώρησης του καθεστώτος της υποψήφιας χώρας στην Τουρκία και της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά ότι αυτό θα έπρεπε να συνοδεύεται από κάποιες προϋποθέσεις που θα διασφάλιζαν ότι η επόμενη ημέρα δεν θα επιφύλασσε τα προβλήματα και τις δυσάρεστες εκπλήξεις του παρελθόντος. Δεν έδειχνε να συγκινείται».

«Αναγκάστηκα», σημειώνεται παρακάτω, «να υπογραμμίσω και εγώ τη δική μου αποφασιστικότητα, λέγοντας ότι οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»!

Πώς εκφράσθηκε όμως αυτή η αποφασιστικότητα; Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρεται, αμέσως παρακάτω, στην επίσκεψη Κλίντον στην Αθήνα και στη συνάντηση μαζί του: «Καταφέραμε λοιπόν, να κερδίσουμε τη στήριξη του Προέδρου Κλίντον, όσον αφορά τη θέση μας για την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών» (η αναφορά στην υφαλοκρηπίδα έγινε αναφορά σε ελληνοτουρκικές διαφορές).

Παρακάτω, σημειώνει επίσης: «Συμφωνήσαμε να στηρίξουμε την Τουρκία προκειμένου να αναβαθμιστεί σε υποψήφια για ένταξη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Η Άγκυρα πήρε δηλαδή ό,τι ήθελε χωρίς να μετακινηθεί ούτε κατ’ ελάχιστον από τις θέσεις της. Τι απέγινε η αποφασιστικότητα που εκδηλώθηκε μετά τη διαψευστική συνάντηση με τον τούρκο πρωθυπουργό;

Η Ελλάδα πρότεινε τον όρο των «συνοριακών διαφορών» στη συμφωνία του Ελσίνκι

Υπάρχει όμως και συνέχεια στην πολιτική αυτή. Ο συγγραφέας αναφέρεται στον τελευταίο σταθμό της περιοδείας του στην Ευρώπη πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι το 1999. Περιγράφει τη συνάντησή του με τον προεδρεύοντα Φινλανδό πρωθυπουργό κ. Λιπόνεν. Το κλίμα είναι βαρύ σε σχέση με την ικανοποίηση της ελληνικής πλευράς στο κείμενο των Συμπερασμάτων της Συνόδου:

«Αναγκάστηκα να του δώσω ένα κείμενο με διατυπωμένες τις θέσεις μας για το πώς θα επισπεύσουμε τη συμπερίληψή τους στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το κείμενο περιλάμβανε στην ουσία τρεις σκέψεις. Την αποδέσμευση της ένταξης της Κύπρου στην Ένωση από την προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, την ειρηνική επίλυση των συνοριακών διαφορών σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και εν ανάγκη με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο καθώς και την επανεξέταση των εξελίξεων μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004».

Η πολιτική Ανδρέα Παπανδρέου διατήρησε το στάτους κβο στο Αιγαίο

Σε μια ειλικρινή περιγραφή της προηγούμενης πολιτικής Α. Παπανδρέου, ο τέως πρωθυπουργός παραδέχεται ότι: «η πολιτική γραμμή που ακολουθείται στην Αθήνα μετά το 1981, εξελίσσεται σε κεντρική συνιστώσα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία διατρέχει, σχεδόν αναλλοίωτη, όλη την περίοδο ως το 1996».

Ποια ήταν η αποτελεσματικότητα της πολιτικής αυτής; Ο συγγραφέας απαντά σ’ αυτό το ερώτημα ως εξής: «Η αποτελεσματικότητα της πολιτικής που υιοθετείται από το 1981 και μετά είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σε όλη την έκτασή της με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Είναι έργο του ιστορικού να αποφανθεί γι’ αυτό. Θα μπορούσε, πάντως, να ειπωθεί ότι συνέβαλε θετικά στη διατήρηση του status quo στο Αιγαίο, αφού η Ελλάδα δεν συναίνεσε σε καμία ουσιαστική τροποποίησή του. Παράλληλα, η ελληνική θέση ότι το Κυπριακό δεν είναι ζήτημα μεταξύ δύο κοινοτήτων, αλλά ένα ουσιαστικά διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής της βόρειας Κύπρου από την Τουρκία, επικροτείται, τελικά, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία και την αποδέχεται ως δική της πολιτική θέση».

Ζήτημα λίγων μηνών η «ευδόκιμη» κατάληξη των διερευνητικών επαφών για το Αιγαίο

Υπό το φως των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, προκαλεί μεγάλα ερωτήματα η βεβαίωση του συγγραφέα, στο τέλος της διηγήσεώς του για το Αιγαίο και τη Συμφωνία του Ελσίνκι, ότι ήταν θέμα λίγου χρόνου η θετική κατάληξη των άτυπων διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για το Αιγαίο.

Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Τη στιγμή της κυβερνητικής αλλαγής, τον Μάρτιο του 2004, θα μπορούσε να πει κανείς με βεβαιότητα ότι εκτός από το καλό κλίμα που επικρατούσε στις διερευνητικές επαφές και με την εκφρασμένη και ορατή βούληση των μερών να ξεπεραστούν ορισμένα δισεπίλυτα προβλήματα ήταν ζήτημα, ίσως λίγων μηνών, η ευδόκιμη κατάληξη, στη βάση της αμοιβαίας συναίνεσης, με κερδισμένες και τις δύο πλευρές».

Ποια ήταν η «ευδόκιμη» αυτή κατάληξη και γιατί δεν εκδηλώνεται σήμερα αλλά, αντιθέτως, κλιμακώνεται η τουρκική αδιαλλαξία και προκλητικότητα; Η εύκολη απάντηση του τέως πρωθυπουργού είναι ο ισχυρισμός ότι η εγκατάλειψη του Ελσίνκι από τη νέα κυβέρνηση, επέτρεψε στην Άγκυρα να απεγκλωβιστεί από την υποχρέωση που είχε αναλάβει να προωθήσει λύσεις στα ελληνοτουρκικά προβλήματα, μέχρι το τέλος του 2004, διαφορετικά τα θέματα (ποια θέματα;) να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα λειτουργούσε στην περίπτωση αυτή ως μοχλός πιέσεως.

Η πλήρη αλήθεια, δυστυχώς, είναι ότι η Ελλάδα απεμπόλησε, τόσο επί κυβερνήσεων Σημίτη όσο και στη συνέχεια επί της κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας, μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να συνδέσει ουσιαστικά την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων με οποιαδήποτε πρόοδο της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας. Η πολιτική αυτή είναι ασυμβίβαστη με τη γραμμή που επεβλήθη, με αμερικανικές πιέσεις, για υποστήριξη από την Ελλάδα της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας χωρίς ουσιαστικά προκαταρκτικούς όρους και προϋποθέσεις.

Η υποτιθέμενη «ευδόκιμη κατάληξη» των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών για το Αιγαίο θα ήταν κάτι ανάλογο του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, με «επιδιαιτητή» ενδεχομένως το Διεθνές Δικαστήριο όχι μόνο στο θέμα της υφαλοκρηπίδας αλλά πάνω σε όλο το πακέτο των διεκδικήσεων που θέτει αυθαιρέτως η τουρκική πλευρά.

Η πολιτική στο Κυπριακό και το Σχέδιο Ανάν

Η πολιτική στο Κυπριακό πήρε πιο ολοκληρωμένη μορφή με την ένταξη της Κύπρου και το Σχέδιο Ανάν. Η ένταξη αποτελεί αναμφισβήτητη επιτυχία της ελληνικής πλευράς, λόγω της απορρίψεως του Σχεδίου Ανάν από τον κυπριακό λαό. Στην περίπτωση που επιτυγχανόταν η επιβολή του Σχεδίου Ανάν, η ένταξη θα είχε γίνει το δέλεαρ για τη στρατηγική παγίδευση του κυπριακού Ελληνισμού σε μια «λύση» που θα αποτελούσε θρίαμβο της τουρκικής πολιτικής και υπονόμευε καίρια το εθνικό μέλλον και την ελευθερία του κυπριακού ελληνισμού.

Είναι εκπληκτικά και απίστευτα τα όσα γράφονται και υποστηρίζονται από τον τέως πρωθυπουργό. Σταχυολογούμε:

α. Υποστηρίζεται ανεπιφύλακτα η ολέθρια επιδιαιτησία Ανάν ως δήθεν απαραίτητη και σωστή για την κάμψη της τουρκικής αδιαλλαξίας!

β. Δεν κάνει καμία αναφορά στο περίφημο μνημόνιο Ζιγιάλ, από έντεκα σημεία, το οποίο ικανοποιήθηκε, σχεδόν πλήρως, από τον Κόφι Ανάν και έπειτα από αυτό είπε «ναι» στο σχέδιο η τουρκική πλευρά. Δεν κάνει επίσης καμία αναφορά στη συνάντηση Ερντογάν-Μπους, που άνοιξε τον δρόμο για την αποδοχή του μνημονίου Ζιγιάλ, ύστερα από αμερικανικές πιέσεις και υποδείξεις στον Κόφι Ανάν.

γ. Ασκεί κριτική στην ελληνική πλευρά ότι «τα θέματα που έθετε στη Λουκέρνη ήταν εκτεταμένα, χωρίς πάντα να διευκρινίζονται με σαφή τρόπο». Φταίει δηλαδή η ελληνική πλευρά, ενώ είναι γνωστό ότι η τουρκική πλευρά απέφυγε οποιαδήποτε ουσιαστική διαπραγμάτευση και ανέμενε την εξάντληση της κλεψύδρας του χρόνου για να πάρει την επιδιαιτησία Ανάν, το περιεχόμενο της οποίας είχε συμφωνηθεί παρασκηνιακά με τους Αμερικανούς.

δ. Ισχυρίζεται ότι «πολλές από τις προτάσεις της ελληνοτουρκικής πλευράς έγιναν δεκτές από τον κ. Ανάν. Κάθε νέα εκδοχή του σχεδίου ήταν έτσι καλύτερη από την προηγούμενη. Και το Σχέδιο Ανάν, όπως διαμορφώθηκε στη Λουκέρνη περιείχε πρόσθετες διατυπώσεις που ανταποκρίνονταν στα αιτήματα της ελληνοτουρκικής ηγεσίας».

ε. Ο τέως πρωθυπουργός φτάνει μέχρι του σημείου να ισχυρίζεται ότι το Σχέδιο Ανάν απερρίφθη γιατί θριαμβολόγησε η τουρκική προπαγάνδα και επηρέασε αρνητικά την ελληνική πλευρά, που κακώς πίστεψε ότι το Σχέδιο ήταν ήττα γι’ αυτήν. Αυτό επηρέασε και την έκβαση του δημοψηφίσματος.

στ. Αποδίδει, τέλος, την αποενεχοποίηση της Τουρκίας όχι στην περιβόητη διαιτησία Ανάν που επέτρεψε στην Άγκυρα να πάρει ό,τι ήθελε και να πει «ναι», αλλά στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοτουρκική πλευρά.

Η πολιτική Σημίτη για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια και το τουρκικό casus belli

Ένα άλλο κεφάλαιο, στο οποίο ο τέως πρωθυπουργός προσπαθεί να αντιστρέυει τις εντυπώσεις και να παρουσιάσει επιτυχία είναι η Ευρωπαϊκή Ασφάλεια.

Ως γνωστόν, η Άγκυρα πέτυχε, χωρίς να είναι μέλος της ΕΕ, να έχει ουσιαστικά αποφασιστικό λόγο για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Ο κ. Σημίτης, επικαλούμενος τις αλλαγές που έγιναν στο αρχικό σχετικό «έγγραφο της Άγκυρας», που έγινε στη συνέχεια «έγγραφο των Βρυξελλών», ισχυρίζεται ότι οι προβλεπόμενες από το έγγραφο ρυθμίσεις «ισοδυναμούν πρακτικά με άρση του casus belli».

Ασφαλώς ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει από μόνος του πόσο βάσιμος είναι ο ισχυρισμός αυτός. Αντιθέτως, με την αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, την αποδοχή της εμπλοκής της στην Ευρωπαϊκή Ασφάλεια της περιοχής αυτής και της Κύπρου και την αποδοχή «συνοριακών διαφορών» προς παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως και άλλες παραχωρήσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (αποδοχή της καταργήσεως των εθνικών ορίων στον επιχειρησιακό έλεγχο), η θέση της Ελλάδος έγινε πολύ πιο λεπτή και δύσκολη.

Νέες προκλήσεις και λαθρομετανάστευση

Η λαθρομετανάστευση δεν εμπίμπει, με τη στενή έννοια, στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής και των επισήμων εθνικών θεμάτων. Αντιπροσωπεύει όμως με το μέγεθος, τη δυναμική και τις επιπτώσεις της ένα δυνάμει εθνικό και κοινωνικό θέμα, εφόσον επηρεάζει άμεσα την εθνική και κοινωνική συνοχή, όπως επίσης την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα.

Πώς αντιμετωπίσθηκε η πρόκληση αυτή από τον τέως πρωθυπουργό; Θέτει την έμφαση στο γεγονός ότι η λαθρομετανάστευση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά ότι «είναι μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος που αφορά τον σύγχρονο κόσμο». Δεν εξηγεί όμως γιατί η δυναμική αυτή δεν αναπτύχθηκε πριν από το 1989, αλλά μετά, ως μέρος και πτυχή της περιβόητης παγκοσμιοποίησης. Δεν εξηγεί επίσης γιατί αφέθηκε να πάρει στην Ελλάδα τέτοιες πρωτοφανείς διαστάσεις που δίνουν όψη εποικισμού της χώρας και αλλοτρίωσης σε λίγα χρόνια του ελληνικού λαού. Αντιθέτως, σημειώνει σε παρατατικό ότι «έως τώρα η Ελλάδα ήταν μονοεθνικό κράτος και πάνω σε αυτή τη βάση είχαν δημιουργηθεί οι θεσμοί που αφορούσαν την πολιτική και την κοινωνία. Η προσαρμογή σε μια νέα κατάσταση χρειάζεται ιδεολογικούς και θεσμικούς επαναπροσανατολισμούς».

Με απλά λόγια οι Έλληνες καλούνται να ξεχάσουν το ελληνικό εθνικό κράτος τους και να δεχθούν τη μετάλλαξη της Ελλάδος σε ένα άλλο πολυεθνικό, πολυθρησκευτικό «πολυπολιτισμικό» κράτος, όπως επιτάσσει η παγκοσμιοποίηση και οι πολιτικές που προάγει. Ερώτησε κανείς τον ελληνικό λαό;

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ