H απώλεια της δημοσίας πίστεως

Εφόσον υποχωρήσει η πιστοληπτική αξιοπιστία του ελληνικού Δημοσίου κατά μία βαθμίδα, κάτω του ορίου Α, θα διακοπή η αναχρηματοδότησι των εμπορικών τραπεζών και θα λείψουν τα χρήματα. Την επομένην της ανακοινώσεως ο υπουργός Οικονομικών απέσυρε την τιτλοποίησι δημοσίων εσόδων από τον προϋπολογισμό του 2006.

Ούτως απεκαλύφθη το επιμελώς καλυπτόμενον «μυστικόν» της αφειδούς χρηματοδοτήσεως των ελληνικών εμπορικών τραπεζών και του εν συνεχεία απηνούς «πολέμου μεριδίων» στην εγχώριο χρηματαγορά, που ηνάγκασε την Τράπεζα της Ελλάδος να επιβάλλει κυρώσεις εις «εννέα πιστωτικά ιδρύματα συνολικού ύψους 10,5 δισ. ευρώ», διά παραβάσεις των πιστωτικών κανόνων στις αρχές Νοεμβρίου…

Η συμφωνία του Μάαστριχτ, που κατέστησε την εν Φραγκφούρτη κεντρική τράπεζα των ομωνύμων τραπεζών, ανέλαβε να χρηματοδοτεί τις εμπορικές τράπεζες των χωρών-μελών της ευρωζώνης με ενέχυρο την κατάθεσι κρατικών ομολόγων του χαρτοφυλακίου των. Η ευχέρεια αυτή έγινε αντικείμενο αγρίας εκμεταλλεύσεως όχι μόνον υπό των ελληνικών «πιστωτικών ιδρυμάτων», αλλά και από το ελληνικό Δημόσιον, το οποίον από την εποχή Σημίτη χρηματοδοτεί τα τεράστια ελλείμματα (6,6% του ΑΕΠ το 2004) μ’ έκδοσι ομολόγων, τα οποία πωλεί στις ελληνικές τράπεζες.

Παλαιότερα, προ της εντάξεως της χώρας στο ευρώ, το Δημόσιον εξέδιδε έντοκα γραμμάτια με υψηλόν επιτόκιο, τα οποία όμως ουδεμία ξένη τράπεζα προεξοφλούσε – όπως τώρα η ΕΚΤ και μάλιστα με πολύ χαμηλό επιτόκιον (3% περίπου) παρέχουσα συνάλλαγμα (ευρώ) διά την κάλυψι του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών. Η ευκολία αυτή εξηγεί και την χαλαρότητα με την οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν το πρόβλημα του δημοσίου δανεισμού. Γενόμενες αποδέκτες κακών εισηγήσεων διαφόρων καλοθελητών -τινές των οποίων έλαβον ως αμοιβή την διοίκησι κρατικών τραπεζών- έφεραν το δημόσιον χρέος στα όρια πτωχεύσεως. Εξήντλησαν τις αντοχές τόσον του δανεισμού όσον και της «εκμεταλλεύσεως» της ΕΚΤ, η οποία όμως τις έδωσε «αρκετόν σχοινί διά να κρεμασθούν».

Το πολιτικό «τρικ» ήταν ο κανονισμός που δεν επιτρέπει την αποδοχήν κρατικών ομολόγων υπό της ΕΚΤ κάτω του ορίου Α της πιστοληπτικής επαρκείας, ως διαπιστούται υπό διαφόρων διεθνών οίκων που βαθμολογούν τα κρατικά ομόλογα. Τυχόν άρνησι της ΕΚΤ ν’ αποδεχθή κρατικά χαρτιά μιας χώρας της ευρωζώνης θα συνεπήγετο όχι μόνον ταπεινωτική αποδοκιμασία της οικονομικής πολιτικής αλλά και την ραγδαία άνοδο των επιτοκίων διά την κάλυψι του πιστωτικού κινδύνου. Οπότε η πτώχευσι θα ήταν επικειμένη.

Τοιουτοτρόπως οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1999 έγιναν υποχείρια δύο εκβιαστών: 1.Της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης για οικονομικές σκοπιμότητες και 2. Της αμερικανικής Στάνταρντ Εν Πουρς (Σ&Π) διά πολιτικούς λόγους.

Μία υποβάθμισι της δευτέρας έριξε πέρυσι κατά ένα σκαλί τα ελληνικά ομόλογα, μ’ αποτέλεσμα την άνοδο της επιτοκιακής των διαφοράς, απ’ τα γερμανικά 10ετή ομόλογα, στο χαμηλότερο σημείον μεταξύ των 12 χωρών-μελών της ευρωζώνης.

Στο σημείον Α, τα ελληνικά ομόλογα ευρίσκονται μόλις μία βαθμίδα πάνω από το όριον αποδοχής των ως εγγυήσεως διά την αναχρηματοδότησι των τραπεζών. Ως ανεκοίνωσεν η Σ&Π την 8ην Νοεμβρίου, ο ελληνικός κίνδυνος των κρατικών ομολόγων παραμένει αμετάβλητος στο Α, αλλ’ επιδέχεται αναθεωρήσεως.

Την επομένην εξήλθε του πραιτωρίου ένας «βολευτής» της ΝΔ και είπεν ότι δεν χρειάζεται να «αυτομαστιγωνόμαστε εκτός εάν είμαστε μαζοχιστές», ενώ η δημοσιογραφία της διαπλοκής και της πολυθεσίας διεσαφήνισε ότι «προκειμένου να παύσουν να γίνονται δεκτά ως ενέχυρον τα ελληνικά ομόλογα θα πρέπει η χώρα μας να υποστεί δύο υποβαθμίσεις από την Σ&Π και τρεις απ’ την Μούντιζ»… Προσέθεσε δε ότι «το περίεργον στην υπόθεσι (sic) είναι ότι ο θόρυβος έγινε για κάτι που ισχύει από το 1999»!

Η ΕΚΤ διέψευσε τους ισχυρισμούς αυτούς και εδήλωσε ότι αρκεί η πτώσις της αξιοπιστίας κάτω του Α διά να παύσει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρον αναχρηματοδοτήσεως.

Αλλ’ ω αγαθοί, εάν το ζήτημα της υποβαθμίσεως ήταν γνωστόν «από 6ετίας» και περίπου παρωνυχίς, ως υπαινίχθη ο «βολευτής» της ΝΔ, τότε πού η αυτομαστίγωσις και προς τι ο «μαζοχισμός». Απλώς η ωραία εποχή που έβαζε «η κοσκινού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες» (η Ελλάς να έχει καλυτέραν μεταχείρησι των ομολόγων της από την Νορβηγίαν ή την Αυστραλίαν – χώρες με υγιή δημόσια οικονομικά και με ηγέτες διαφορετικούς) παρήλθεν ανεπιστρεπτί. Εάν δεν μαζευτούν τα δημόσια ελλείμματα, τότε οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να εξεύρουν άλλους χρηματοδότες προσκομίζουσαι τα κρατικά ομόλογα.

Η σύγκλησι των διαφορικών επιτοκίων αφ’ η καθιδρύθη το ευρώ το 1999 εσήμανε χαλάρωσι της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κυβερνήσεων, που ούτως εξέφυγον της «τιμωρίας» υπό των αγορών,και χορήγησι γαλαντόμων καταναλωτικών δανείων προς αμφιβόλου αξιοπιστίας πελάτες. Η ΕΚΤ υποστηρίζει οψίμως ότι οι επενδυτές τιμολόγησαν διαφορετικά τον εληνικό κίνδυνο τους τελευταίους μήνες – όπερ ανακριβές.

Τέλος,πού το «περίεργο» και ο «θόρυβος» που υπονοείται ως αδικαιολόγητος απ’ τους μισθάρνους καλάμους, αφού ο κ. Αλογοσκούφης εματαίωσε την τιτλοποίησι των «ληξιπροθέσμων δημοσίων εσόδων» ως αυτοτελή είσπραξη (πρόκειται για εφάπαξ δανεισμόν και μάλιστα πανάκριβον). Άλλωστε, η πρόθεσις και μόνον της ΕΚΤ να διακόψει την αποδοχή ελληνικών ομολόγων ως ενεχύρου προεκάλεσε την πτώσι της τιμής των κατά μισή «βασική μονάδα» και την άνοδο της αποδόσεως (που είναι το αντίστροφον της τιμής) από το 3,66% στο 3,71%.

Βεβαίως, η διαφορά του spread από τα γερμανικά ομόλογα παραμένει ακόμη μικρή, αλλά έτσι συμβαίνει πάντοτε προ της καταιγίδος. Το «σπρεντ» των αργεντινών κρατικών ομολόγων προ της καταρρεύσεως της τιμής των ήταν απειροελάχιστο. Μετά την κρίσι το αργεντινό χαρτί ετιμολογήθη 30 σεντς στο δολάριον ονομαστικής αξίας.

– Πόσον απέχομε από το σημείο αυτό;

Το παν εξαρτάται από το συμμάζεμα των ελλειμμάτων.

Η ανεξήγητος απομάκρυνσι του κ. Κ. Σημίτη από την πρωθυπουργία τον Ιανουάριο του 2004 ημπορεί να εξηγηθή από την Στάνταρντ Εν Πουρς. Επ’ αυτού δεν μας διεφώτισε το ομώνυμον βιβλίον. Την δημοσία πίστιν εξήντλησε το ΠΑΣΟΚ και απλώς τώρα ο κ. Αλογοσκούφης εισπράττει επίχειρα της ελευθεριότητος του κ. Σημίτη.


Σχολιάστε εδώ