Φυλετική και κοινωνική «ταυτότητα»
Πράγματι, η συμμετοχή και συνύπαρξη, στο ίδιο πολιτικό σύστημα, ατόμων και ομάδων που ανήκουν σε διαφορετικά πολιτισμικά ή εθνοτικά πλαίσια αναφοράς, θέτει σε νέα βάση την κλασική ιδιότητα του πολίτη (citizenship) και απαιτεί μια νέα θεώρηση της σχέσης μεταξύ ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Το φαινόμενο αυτό γίνεται ιδιαίτερα σύνθετο γιατί το πρόβλημα της «ταυτότητος» συνδέεται ευθέως με τα κοινωνικά-ταξικά χαρακτηριστικά των μειονοτικών ομάδων. Η σύνδεση αυτή μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε την αναπαραγωγή και τη διαιώνιση των ανισοτήτων εις βάρος των μειονοτικών ομάδων και παράλληλα να κατανοήσουμε την ενεργοποίηση ρατσιστικού χαρακτήρα εκδηλώσεων κατά των μειονοτήτων σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, οι οποίες συνδέονται με οικονομικές κρίσεις.
Γιατί άραγε δεν μπορούν να «αφομοιωθούν» στη Γαλλία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μειονοτικές ομάδες δεύτερης και τρίτης γενιάς, τα μέλη των οποίων διαθέτουν την ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη;
Πράγματι, τα μέλη των μειονοτικών αυτών ομάδων αναγνωρίζονται ως άτομα, ως πολίτες που μπορούν να διαμορφώνουν -πάντα ως άτομα- μια ιδιωτικού τύπου πολιτισμική ταυτότητα. Η σύγχρονη φιλελεύθερη άποψη δεν αναγνωρίζει ειδικές νομικές-θεσμικές «περιοχές» που θα κατοχύρωναν «δικαιώματα ομάδων». Η στάση ανοχής επιδεικνύεται στις ατομικές επιλογές τρόπων ζωής των πολιτών εν γένει. Όταν οι επιλογές αυτές «καθοδηγούνται» μέσα από φυλετικές-θρησκευτικές «συλλογικότητες» τότε αίρεται η ανοχή αυτή.
Η οξύτητα που προσέλαβε «το πρόβλημα της μαντίλας» στον εκπαιδευτικό χώρο στη Γαλλία, αποδεικνύει τα όρια της ανοχής αυτής. Πάντως, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα των μειονοτικών ομάδων επιδιώκει την πλήρη πολιτικοκοινωνική και πολιτιστική-αξιακή του ένταξη στην κυρίαρχη κουλτούρα του κράτους-έθνους και την αποδέσμευσή του από θρησκευτικά-νοηματικά πρότυπα που εκπορεύονται από τις παραδοσιακές δομές των μειονοτικών ομάδων.
«Καίμε τα αυτοκίνητα για να μας προσέξουν, να ενδιαφερθούν για μας». «Δεν βρίσκουμε δουλειά λόγω της καταγωγής μας. Μόλις διαβάσουν το μουσουλμανικό όνομα στην ταυτότητά μας, μας διώχνουν», κραυγάζουν μπροστά στις κάμερες οι νεαροί εξεγερμένοι.
Συνεπώς μέσα από το πρόβλημα της «ταυτότητας» και της ενσωμάτωσης ή μη των μειονοτικών ομάδων αποκαλύπτεται το βάθος και οι επιδράσεις των φαινομένων της οικονομικής κρίσης.
Τα πολιτικά-ατομικά δικαιώματα παρέχονται μεν τυπικά σε όλα τα μέλη των μειονοτικών ομάδων. Όμως τα δικαιώματα αυτά αποδυναμώνονται ή και ακυρώνονται στην πράξη, μόλις ακριβώς συνδεθούν με το οικονομικοκοινωνικό επίπεδο.
Τα αποτελέσματα είναι βεβαίως γνωστά: Μαζική ανεργία (της τάξης του 40%), υποβαθμισμένη κοινωνική ζωή, δυσχερής πρόσβαση στις ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, στέγαση σε άθλιες συνθήκες…
Η φτώχεια, η ανεργία, η περιθωριοποίηση «αποτυπώνονται» στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις στις περιοχές των γκέτο. Η κοινωνικοοικονομική περιθωριοποίηση «πολεοδομείται» και «χωροτακτείται» στην περιφέρεια της πόλης, στα προάστια, ώστε να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες «ταξικές αναμείξεις». Άλλωστε, όσοι μετανάστες τολμούν να κατοικήσουν «αγεληδόν» σε ετοιμόρροπα ξενοδοχεία γίνονται εύκολα στόχοι ρατσιστικών-ακροδεξιών στοιχείων, που τους καίνε ζωντανούς…
Ασφαλώς η μετανάστευση στον ευρωπαϊκό χώρο αντιμετωπίστηκε ευκαιριακά, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες. Οι μετανάστες θεωρήθηκαν «νησίδες φθηνής εργασίας» και μέσα από παρόμοιου τύπου αντιλήψεις εντάχθηκαν τόσο στο εργασιακό όσο και στο θεσμικο-πολιτικό πλαίσιο. Οι ασταθείς όμως αυτές ισορροπίες ανετράπησαν τα τελευταία χρόνια από την εντεινόμενη οικονομική κρίση, τη διόγκωση της ανεργίας, την αποδυνάμωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Γι’ αυτό και η ένταση αυτή διαμόρφωσε αντιλήψεις και πολιτικοκοινωνικούς συσχετισμούς εις βάρος των μειονοτικών ομάδων. Τότε αποκαλύφθηκε η πραγματική φύση των κοινωνικών-φυλετικών χωρισμών και η ταξική-κοινωνική βάση της γαλλικής κοινωνίας. Τα ρατσιστικά φαινόμενα, η άνοδος της ακροδεξιάς, ο αυταρχισμός, ο συντηρητισμός αποτελούν τα σημάδια της ανικανότητας της ιθύνουσας πολιτικής τάξης και του όλου πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσουν με μακροπρόθεσμες οικονομικές και θεσμικές επιλογές το φαινόμενο των κοινωνικών διαχωρισμών και των εντάσεων. Δυστυχώς, σε αυτό το πεδίο της έντασης που σήμερα έρχεται στην επιφάνεια, μέσα από τις συγκρούσεις και τις καταστροφές, ο υπουργός Εσωτερικών «φρόντισε» να προσθέσει το δικό του «εκρηκτικό μείγμα».
Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί του κατά των εξεγερμένων έθιξαν και το έσχατο στοιχείο που διαθέτουν οι αγνοημένοι και οι περιθωριοποιημένοι. ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥΣ. Αυτό και μόνο το γεγονός αποδεικνύει τη ρηχότητα μιας πολιτικής τάξης που δεν αντιλαμβάνεται την έκταση και το βάθος ενός κρίσιμου προβλήματος, αλλά αποβλέπει απλώς και μόνο στην προσέλκυση συντηρητικών και ακροδεξιών ψηφοφόρων…
«Ο νόμος και η τάξη», οι απαγορεύσεις, ο αυταρχισμός, είναι οι απαντήσεις ενός πολιτικού συστήματος το οποίο υποτάσσεται στις επιταγές του νεοφιλελεύθερου προτύπου, ενός προτύπου που θεωρεί τον (δαρβινικού χαρακτήρα) ανταγωνισμό ως κινητήρια δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας. Όμως όλοι αυτοί, οι δήθεν «φιλελεύθεροι», θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν υπάρχουν πολιτικά και ατομικά δικαιώματα όταν δεν κατοχυρώνονται τα κοινωνικά/οικονομικά δικαιώματα. Ότι δεν υπάρχει κράτος δικαίου σε μια κοινωνία ανισότητας και αδικίας. Και ότι πολιτισμός σημαίνει πριν απ’ όλα σεβασμός στην προσωπικότητα και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια «του άλλου». Δηλαδή σε τελική ανάλυση, του ίδιου του εαυτού μας.