Ο πρωθυπουργός που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει ηγέτης

Να λοιπόν που ο κ. Κων. Σημίτης δεν μπορεί να καταγραφεί ως ηγέτης του ΠΑΣΟΚ (ούτε καν τέως) ούτε σήμερα που δεν διοικεί. Μην μπορώντας εκ κατασκευής και ιδιοσυγκρασίας να λειτουργήσει ενοποιητικά, δρα διαλυτικά για το κόμμα «του», ονομάζοντας την αντίδραση που προκύπτει από τη δράση του «υγεία».

Ο τέως πρωθυπουργός έγραψε ένα βιβλίο, θέλοντας να επιβάλει τη δική του εκδοχή για την ιστορία (όσο πρόσφατη και αν είναι αυτή) και αυτό που κυρίως κατάφερε είναι να καταδείξει πως για όσα άσχημα συνέβησαν και για όσα δεν προχώρησαν έφταιξαν πάντα όλοι οι άλλοι. Αναμφίβολα, είναι μία ικανότητα να μετατοπίζει κανείς τις ευθύνες, ακόμα και όταν είναι εκείνος ο υπ’ αριθμόν ένα πολίτης της χώρας (μετά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), μια και ο πρωθυπουργός της χώρας έχει τις εξουσίες συγκεντρωμένες στα χέρια του.

Αρκετές φορές είναι γραφικό όταν το κάνει αυτό ο τέως πρωθυπουργός (και το κάνει αρκετά συχνά στο βιβλίο του), άλλες όμως είναι αντιπαθές και επικίνδυνο. Όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των Υμίων και του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, όπου ενοχοποιεί είτε τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας (Ύμια) είτε τους «υπερπατριώτες», όπως τους ονομάζει, που «εξέθεσαν τη χώρα σε κίνδυνο», φέρνοντας τον κούρδο ηγέτη στην Ελλάδα. Ακόμα και αν δεχθεί κανείς ότι είναι έτσι και στις δύο περιπτώσεις, καμία από αυτές δεν θα έπρεπε να ανήκει στο υλικό του βιβλίου τουλάχιστον με τον συγκεκριμένο τρόπο.

Πιθανώς ο κ. Σημίτης νομίζει ότι ενοχοποιώντας άλλους αθωώνεται ο ίδιος για τις επιλογές και τις εξελίξεις, και μπορεί τούτο να ισχύει μόνο για μια ολιγάριθμη ομάδα (μερικές χιλιάδες) ανιστόρητων νεόπλουτων Νεοελλήνων που απλώς δεν αντέχουν στη σκέψη ότι κουβαλούν μια τεράστια ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά. Αυτοί που κατά χιλιάδες (στο σύνολό τους δηλαδή) ψήφιζαν Σημίτη (όχι ΠΑΣΟΚ) επιμένουν ούτως ή άλλως να βλέπουν τα πάντα τεχνοκρατικά, να μισούν τα συνοριακά προβλήματα, να λατρεύουν το ευρώ και κάθε μέσο διευκόλυνσης της (ευρωπαϊκής πάνω απ’ όλα) καθημερινότητας, να θεωρούν ότι τα πάντα συζητούνται και τίθενται υπό διαπραγμάτευση. Αυτή η «σημιτική γενιά» της μεταΠΑΣΟΚ εποχής (εποχή που χρονικά προσδιορίζεται με τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου και την πολιτική αυτοχειρία του ΠΑΣΟΚ να παραδοθεί στην τεχνοκρατική αποπολιτικοποίηση που με συνέπεια πρέσβευε εδώ και τριάντα χρόνια ο Κων. Σημίτης) πέρασε πραγματικά πολύ καλά επί πρωθυπουργίας του. Είναι η γενιά που πανηγύρισε την ΟΝΕ και φούσκωσε από υπερηφάνεια που κάθισε στο ίδιο τραπέζι με τους άλλους ευρωπαίους εταίρους, η γενιά που γλέντησε με το χρηματιστήριο και το εύκολο κέρδος, αυτή που δεν πίστευε στα μάτια της βλέποντας ότι το ΠΑΣΟΚ άλλαζε και μπορούσε να γίνει μια χαρά δεξιό-φιλελεύθερο κόμμα, άρα μπορούσε ο καθένας να το ψηφίζει χωρίς να αηδιάζει με σοσιαλισμούς και τέτοια.

Ο εκσυγχρονισμός θριάμβευε παντού με τις ευλογίες της συντριπτικής πλειονότητας των μέσων ενημέρωσης, τα πρωτοκλασάτα στελέχη δεν τολμούσαν να αντιδράσουν στην αποπολιτικοποίηση, διότι καταγγέλλονταν από τους σημιτικούς και τον Τύπο ως εκφραστές του παλιού και εμπόδια για τη νέα εποχή. Μέχρι που, αφού πέρασαν δέκα χρόνια διαρκούς διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ (από τα οποία τα οκτώ πρωθυπουργός ήταν ο Κων. Σημίτης και κουμάντο έκαναν οι φίλοι του και το περιβάλλον τους), ο κόσμος άρχισε να κουράζεται και να εκνευρίζεται από την εκσυγχρονιστική αλαζονεία.

Τότε ο Κ. Σημίτης αποφάσισε να δώσει το κόμμα στον Γιώργο Παπανδρέου (επειδή εκείνος είχε τις περισσότερες πιθανότητες να πάει καλά στις εκλογές και να κρατήσει το ΠΑΣΟΚ ενωμένο, όπως γράφει στο βιβλίο) μια και έβλεπε ότι οι εκλογές θα χαθούν υπέρ της ΝΔ. Ούτε όμως αυτό το οφθαλμοφανές έχει το θάρρος να ομολογήσει ανοιχτά με αποτέλεσμα να καταλογίζει «λάθος προεκλογική εκστρατεία» που οδήγησε στην ήττα του ΠΑΣΟΚ! Το λάθος ο κ. Σημίτης εντοπίζει στο γεγονός ότι δεν προβλήθηκε και δεν υποστηρίχθηκε το έργο του ως πρωθυπουργού και το αποδίδει σε κακή εκτίμηση των πολιτικών διαφημιστών, τους οποίους βέβαια εκείνος είχε διαλέξει.

Φυσικά είναι αυτονόητο ότι αν ο κ. Σημίτης έβλεπε πως υπάρχει πιθανότητα να κερδηθούν οι εκλογές, δεν θα αποχωρούσε από την ηγεσία, αλλά θα επεδίωκε και τρίτη (συνεχή) εκλογική νίκη προκειμένου να σπάσει το ρεκόρ του Ανδρέα και να γραφτεί έτσι στην ιστορία. Η αλήθεια είναι ότι αν πήγαινε το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές με τον κ. Σημίτη, θα έχανε με διαφορά 10% (αυτό προέκυπτε από τις δημοσκοπήσεις), ενώ με τον Γιώργο Παπανδρέου έχασε με 5%.

Είναι μάλλον άχρηστο να αναλύσει κανείς γιατί έγραψε το βιβλίο ο κ. Σημίτης και τι επιδιώκει. Ασφαλώς και είναι χρήσιμο ότι υπάρχει ως υλικό, αρκεί να το αξιοποιεί κανείς, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα του κ. Σημίτη, το στυλ και το περιεχόμενο διακυβέρνησης της χώρας από τον ίδιο. Συνήθως όταν ένας πρώην πρωθυπουργός γράφει βιβλίο, το κάνει για να σφραγίσει την εποχή του, για να κλείσει και επισήμως την πολιτική του παρουσία. Ο κ. Σημίτης, όμως, είπε «είμαι παρών» και «δεν έχω σκοπό να σιωπώ ούτε στο μέλλον», κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε (επιθυμία για) επιστροφή παρά σε κατάθεση απομνημονευμάτων. Αλλά όλα αυτά θα ξεκαθαρίσουν σύντομα.


Σχολιάστε εδώ