Μέτρα τώρα πριν γίνουμε… Γαλλία!

Οι παραινέσεις αυτές του Δημοσθένη προς τους Αθηναίους θα έλεγε κανείς ότι απευθύνονται διαχρονικά στις πολιτικές ηγεσίες της χώρας των τελευταίων χρόνων για τον ανυποψίαστο και αμέριμνο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα τεραστίων διαστάσεων και εν δυνάμει εκρηκτικό, όπως αυτό της ανεξέλεγκτης λαθρομετανάστευσης. Το θέμα αυτό έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο μετά τη μεταναστευτική έκρηξη στη Γαλλία. Ασφαλώς, το θέμα έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη Γαλλία. Κατά γενικό όμως τρόπο αφορά ολόκληρη την Ευρώπη, περιλαμβανομένης, δυστυχώς, και της χώρας μας. Ορισμένοι θέλουν να βαυκαλίζονται ότι το θέμα δεν μας αφορά. Ότι η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική. Με ποια λογική; Το κοινωνικό χάσμα μεταξύ ξένων μεταναστών/λαθρομεταναστών και Ελλήνων είναι μικρότερο από ό,τι στη Γαλλία; Το ποσοστό των αφρικανών μεταναστών, που φαίνεται ότι διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στις ταραχές στη Γαλλία, είναι μήπως μικρότερο στη χώρα μας; Μήπως το ελληνικό κράτος έχει στη διάθεσή του σημαντικότερους πόρους από τη Γαλλία, ικανότερη διοίκηση, καλύτερες μεταναστευτικές πολιτικές ή αναλογικά μικρότερο αριθμό μεταναστών να διαχειρισθεί και να εντάξει με όρους κοινωνικής ισότητας και προαγωγής;

Η Γαλλία δεν είναι κάποια τριτοκοσμική χώρα. Είναι μια χώρα από τις πλέον ανεπτυγμένες του πλανήτη, με ισχυρή οικονομία, βιομηχανία και τεχνολογία. Είναι μια χώρα με μεγάλες δημοκρατικές παραδόσεις και με μεταναστευτική πολιτική πενήντα χρόνων.

Η μετανάστευση στη χώρα αυτή έχει την αφετηρία της στο αποικιακό της παρελθόν. Στη συνέχεια όμως χρειάστηκε και εισήγαγε, προγραμματισμένα, φθηνά εργατικά χέρια από τις πρώην βορειοαφρικανικές αραβικές αποικίες της. Στις δύο αυτές γενεές μεταναστών προστέθηκε αργότερα μια τρίτη, που πήρε, με διάφορες μορφές, ανεξέλεγκτες διαστάσεις, σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα τη Συνθήκη Σένγκεν και την παγκοσμιοποίηση.

Παγκοσμιοποίηση και λαθρομετανάστευση


Διαφεύγει από πολλούς το γεγονός ότι η πλημμυρίδα των λαθρομεταναστών που πλήττει κατά τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα την Ευρώπη και έχει περιλάβει μεταξύ άλλων την Ελλάδα, συνδέεται στενά με την παγκοσμιοποίηση. Αυτό διαψεύδει και εκθέτει όλους εκείνους που προσπαθούν να παρουσιάσουν το φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης ως κάτι δήθεν νομοτελειακό και αναπόφευκτο, μέρος της ιστορικής πορείας του κόσμου, απέναντι στο οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το να «προσαρμοσθούμε» για το δικό μας το συμφέρον!

Μπορεί ο καθένας να θυμηθεί πότε άρχισε στην Ελλάδα η μαζική λαθρομετανάστευση. Αμέσως μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και την εκ παραλλήλου προβολή της ιδέας της παγκοσμιοποίησης ως ιδεολογικού και διεθνούς νεοφιλελεύθερου οικονομικού οχήματος της επιδιωκόμενης αμερικανικής ηγεμονίας στη μετασοβιετική εποχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τότε κανένα πολιτικό κόμμα και καμιά κυβέρνηση στην Ελλάδα δεν είχε διαπιστώσει έλλειψη εργατικών χεριών και δεν είχε προτείνει εισαγωγή ξένων εργατών ή αποδοχή μεταναστών.

Στο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης παραμερίστηκε η ιδέα του διαλόγου μεταξύ Βορρά και Νότου για συντεταγμένη αναπτυξιακή βοήθεια του ανεπτυγμένου Βορρά προς τον αναπτυσσόμενο Νότο. Προεβλήθη ως νέα προοπτική για τη «λύση» του προβλήματος η παγκόσμια ελεύθερη αγορά. Στο πλαίσιο αυτό αναγορεύθηκε ως πρωταρχική ανάγκη και πολιτική ο διεθνής ανταγωνισμός, χωρίς εθνικούς φραγμούς και δασμολογικά εμπόδια.

Η διεθνής οικονομία, το ελεύθερο εμπόριο, η ανταγωνιστικότητα και οι ξένες επενδύσεις που θα ελκύονται από το ευνοϊκό περιβάλλον και τις συνθήκες μιας παγκόσμιας αγοράς θα έδιναν τη λύση, κατά την άποψη αυτή, στο πρόβλημα της αναπτύξεως του Τρίτου Κόσμου.

Τι γίνεται όμως με το διαφορετικό βιοτικό επίπεδο, τις μισθολογικές διαφορές και την άνιση ανάπτυξη των διαφόρων χωρών και κοινωνιών, όταν συλλειτουργούν και μετέχουν σε μια ενιαία παγκόσμια αγορά, με κοινό παρονομαστή τον ανταγωνισμό και το κέρδος των επιχειρήσεων, προφανώς, κατά πρώτο λόγο, των πολυεθνικών;

Πώς θα υπερασπίσει μια χώρα το βιοτικό της επίπεδο, το κράτος πρόνοιας, την κοινωνική αλληλεγγύη και την απασχόληση όταν καλείται διεθνώς να ανταγωνισθεί χαώδεις διαφορές στο βιοτικό επίπεδο, στο κράτος πρόνοιας και στο κόστος εργασίας, μεταξύ διαφόρων χωρών και περιοχών του κόσμου; Ποιες είναι επίσης οι επιπτώσεις στο πολιτικό επίπεδο από τέτοιου είδους πολιτικές; Στο εθνικό κράτος και στην εθνική κυριαρχία; Στη δημοκρατική συμμετοχή και αυτοκυβέρνηση; Στους εθνικούς πολιτισμούς και στην εθνική και πολιτιστική ταυτότητα;

Η ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση και η πολιτική των ελαστικών συνόρων (Soft Frontiers)


Η ευρωπαϊκή ένωση επιδιώχθηκε από τους ιδρυτές της ως μια περιφερειακή ένωση κρατών και εθνών με στόχο να δώσει στην Ευρώπη τη διάσταση που επιβάλλουν οι νέες διεθνείς συνθήκες και ο ανταγωνισμός με άλλες μεγάλες χώρες ή ενώσεις ηπειρωτικών διαστάσεων. Η απότομη αλλαγή των διεθνών συνθηκών με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και με την προβολή από τις ΗΠΑ της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, σε συνάρτηση με τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες, έθεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση. Να επιταχύνει την ενοποίηση και την εξέλιξή της σε αυτόνομο πολιτικό και γεωπολιτικό πόλο ή να ευθυγραμμιστεί επ’ αόριστον με τις αμερικανικές πολιτικές. Η αμερικανική επιρροή στην Ευρώπη της μετασοβιετικής εποχής, οι συμμαχικοί δεσμοί, η έλλειψη εσωτερικής στρατηγικής ενότητας μεταξύ, κατά πρώτο λόγο, των μεγάλων ευρωπαίων εταίρων, αλλά και οι προνομιακοί δεσμοί και τα κοινά συμφέροντα μεταξύ αμερικανικού και ευρωπαϊκού διεθνούς κεφαλαίου και των πολυεθνικών, έκλιναν την πλάστιγγα προς την πλευρά της παγκοσμιοποίησης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ουσιαστικά ταυτίστηκε με πολιτικές παγκοσμιοποίησης και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, οι καταβολές του οποίου τέθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η ίδια η ιδέα της Ευρώπης αξιοποιήθηκε από τους προαγωγούς και ιδεολογικούς απολογητές της παγκοσμιοποίησης για να παρουσιαστεί η τελευταία ως αναπόφευκτο μέρος και συνέπεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να γίνει έτσι ευκολότερα αποδεκτή πολιτικά από τους ευρωπαϊκούς λαούς.

Στην πραγματικότητα όμως η παγκοσμιοποίηση υποσκάπτει την ίδια την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ευρωπαϊκοί λαοί συμφώνησαν να καταργήσουν τα σύνορα μεταξύ των χωρών μελών. Δεν συμφώνησαν να καταργήσουν τα σύνορα με όλο τον κόσμο. Συμφώνησαν να διαφυλάξουν και να προαγάγουν το βιοτικό τους επίπεδο και το κοινωνικό κράτος πρόνοιας που παραπέμπει σε ένα άλλο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Δεν συμφώνησαν να δεχθούν ισοπεδώσεις προς τα κάτω στο όνομα του διεθνούς ανταγωνισμού. Συμφώνησαν να διαφυλάξουν ως πολύτιμη κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά τους εθνικούς τους πολιτισμούς και τις πολιτιστικές τους ταυτότητες. Συμφώνησαν, τέλος, σε έναν καταστατικό χάρτη αρχών, δικαιωμάτων και δημοκρατικής διακυβέρνησης. Δεν συμφώνησαν να αποδεχθούν μια νέα διεθνή τάξη, που θα λειτουργεί ουσιαστικά πέρα από κάθε δημοκρατικό πολιτικό έλεγχο και εθνική κυριαρχία.

Πού οδηγεί η σημερινή πορεία με την παγκοσμιοποίηση; Το ερώτημα αυτό ήταν ένα από τα κύρια ερωτήματα που έθεσε ο γαλλικός λαός στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα και ψήφισε «όχι». Ένα από τα κύρια θέματα που κυριάρχησαν τότε στην προεκλογική εκστρατεία ήταν η λαθρομετανάστευση που πήρε στη Γαλλία, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πολύ ανησυχητικές διαστάσεις με τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης. Δεν συμφώνησαν να προσυπογράψουν την εθνική και πολιτιστική τους αυτοκατάργηση στο όνομα ενός διεθνούς αυτοκρατορικού «πολυπολιτισμικού» κυκεώνα. Στο πλαίσιο των πολιτικών αυτών αναπτύχθηκε, μεταξύ άλλων, στα κυβερνητικά παρασκήνια, η θεωρία των «ελαστικών συνόρων» (Soft Frontiers), με πρόσχημα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ανθρωπιστικές πολιτικές. Δεν έπρεπε να παρεμποδίζονται στο εξής να μπαίνουν στη χώρα και οι αποκαλούμενοι εύσχημως «οικονομικοί προσφυγές». Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν την κατάσταση που επικρατεί στον Τρίτο Κόσμο, ο όρος μπορεί πρακτικά να περιλάβει ατελείωτο αριθμό. Η «ανθρωπιστική» αυτή πολιτική συγκαλύπτει στην ουσία τον στόχο της παγκοσμιοποίησης να ισοπεδώσει προς τα κάτω το κόστος εργασίας, στο πλαίσιο μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, και να πλήξει τα εθνικά κράτη, με όπλο μεταξύ άλλων τη λαθρομετανάστευση. Είναι προφανές ότι με ανοικτά τα σύνορα προς όλο τον κόσμο μια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ανταγωνισμού είτε με μετεγκατάσταση σε χώρα φθηνού εργατικού δυναμικού είτε με απασχόληση φθηνού εργατικού προσωπικού (κατά πρώτο λόγο μεταναστών) στην ίδια τη χώρα. Είναι προφανής, επομένως, στη βάση της φιλοσοφίας αυτής, η σκοπιμότητα της εισαγωγής μεταναστών για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας!

Η μεταναστευτική έκρηξη στη Γαλλία πλήττει τη χώρα-μοντέλο του εθνικού κράτους στην Ευρώπη


Οι ταραχές των μεταναστών στη Γαλλία έχουν για τον λόγο αυτόν πολύ μεγαλύτερο βάθος από ό,τι σπεύδουν ορισμένοι να εξηγήσουν με αναφορές σε νέους «αθλίους των Παρισίων» και τα παρόμοια. Ασφαλώς, υπάρχει και είναι πολύ σημαντική η κοινωνική παράμετρος. Εντάσσεται όμως σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, την παγκοσμιοποίηση και τη συγκυρία της οικονομικής στασιμότητας που αντιμετωπίζει η Γαλλία υπό τις συνθήκες αυτές.

Η ποσότητα, κατά τον γερμανό φιλόσοφο Χέγκελ, μετατρέπεται σε ποιότητα, μετά από ένα ορισμένο σημείο. Η έκταση που έχει πάρει η μετανάστευση σε αυτή τη χώρα, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τον μεγάλο δηλαδή αριθμό μουσουλμάνων και τη συνεχή ροή νέων αφρικανών μεταναστών, θέτει μια ιδιαίτερη πρόκληση στο εθνικό της κράτος.

Αφ’ ενός, είναι προβληματική η ουσιαστική ενσωμάτωση του μεγάλου αριθμού των μουσουλμάνων. Οι τελευταίοι έχουν έντονη την αίσθηση της διαφορετικής τους θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας. Αφετέρου, ο μεγάλος αριθμός μεταναστών και η συνεχιζόμενη εισροή θέτει εκ των πραγμάτων θέμα εθνικής και κοινωνικής συνοχής. Με άλλα λόγια, τίθεται υπό αμφισβήτηση το ίδιο το πλαίσιο και η ταυτότητα του εθνικού κράτους. Είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί, βεβαίως, να γίνει αποδεκτό από την εθνική πλειοψηφία της χώρας. Η κοινωνική πόλωση, επομένως, που θέτει θέμα ανακατανομής πλούτου και κοινωνικής ισότητας μεταξύ μεταναστών και γηγενούς πληθυσμού, καταλήγει επιπλέον στην αμφισβήτηση του εθνικού γαλλικού κράτους.

Είναι, για τον λόγο αυτόν, που τα γεγονότα στη Γαλλία προεικονίζουν από πολλές απόψεις παρόμοιες εξελίξεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στο άμεσο ή εγγύς μέλλον και πρέπει τα διδάγματά τους να παρθούν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν.

Για τον ίδιο λόγο έχουν επίσης ευρύτερη σημασία ως δείγμα εφόδου της παγκοσμιοποίησης κατά του εθνικού κράτους σε μια χώρα που υπήρξε ιστορικά το λίκνο και το πιο ολοκληρωμένο πρότυπο του εθνικού κράτους. Η πορεία των εξελίξεων έχει από την άποψη αυτή παραδειγματική και συμβολική σημασία για ολόκληρη την Ευρώπη.

Η αμέριμνη δημιουργία μεταναστευτικού προβλήματος στην Ελλάδα


Η Ελλάδα, χώρα χωρίς αποικιακό παρελθόν, και με περιορισμένη βιομηχανική ανάπτυξη, δεν είχε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 κανένα ουσιαστικό μεταναστευτικό πρόβλημα. Δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από λαθρομετανάστες μετά τη σημαδιακή ημερομηνία του 1989. Ήταν το αποτέλεσμα εφαρμογής πολιτικών παγκοσμιοποίησης και διεθνούς οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Η αρχή έγινε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι πολιτικές όμως αυτές προωθήθηκαν, κατά κύριο λόγο, από τις κυβερνήσεις Σημίτη. Η σημερινή κυβέρνηση συνέχισε, και συνεχίζει δυστυχώς, την ίδια πολιτική.

Η Ελλάδα, χώρα με ζηλευτή εθνική ομοιογένεια και συνοχή, η οποία πληρώθηκε, άλλωστε, με εθνικές καταστροφές στο παρελθόν και ανταλλαγές πληθυσμών, έγινε μέσα σε λίγα χρόνια πρωταθλήτρια σε λαθρομετανάστες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Υπερέβη αναλογικά ακόμη και χώρες που υπήρξαν στο παρελθόν αποικιακές αυτοκρατορίες, που είναι σήμερα βιομηχανικές δυνάμεις και που υποδέχονται μετανάστες εδώ και πενήντα τουλάχιστον χρόνια.

Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν τη θέση της χώρας στα Βαλκάνια, τα προβλήματα εθνικής άμυνας και ασφάλειας που αντιμετωπίζει, σε μια περίοδο μάλιστα διεθνούς γεωπολιτικής ρευστότητας, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να εφαρμόζονται τέτοιες πολιτικές ή να επιδεικνύεται τέτοια ανοχή. Γίναμε μάρτυρες προσφάτως των εθνικοθρησκευτικών σπαραγμών στην «πολυπολιτισμική» Γιουγκοσλαβία και της αδυναμίας του ίδιου του ΝΑΤΟ να προστατεύσει στο Κοσσυφοπέδιο την επαγγελλόμενη «πολυπολιτισμικότητα».

Η πολυπολιτισμική μετάλλαξη είναι η μορφή με την οποία περιλαμβάνεται η Ελλάδα στην επιδιωκόμενη από τις ΗΠΑ γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων


Γνωρίζουμε επίσης ότι η προωθούμενη από τις ΗΠΑ «νέα τάξη» στα Βαλκάνια της μετασοβιετικής εποχής περιλαμβάνει ενός είδους γεωπολιτική αναδιάρθρωση, με στόχο την παγίωση, πάνω σε νέα σταθερή βάση, της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή. Περιλαμβάνεται, κατά κάποιον τρόπο, και η Ελλάδα σε αυτήν την επιδιωκόμενη γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων, που προβάλλεται με κοινό ιδεολογικό παρονομαστή το λεγόμενο «πολυπολιτισμικό» μοντέλο; Είναι λογικό να αντιμετωπίζει κανείς με επιφυλακτικότητα και προσοχή, στο πλαίσιο αυτό, κηρύγματα, προτροπές και πολιτικές για «πολυπολιτισμική» μετάλλαξη της Ελλάδος; Μήπως τελικά η «πολυπολιτισμική» μετάλλαξη της Ελλάδος, με εισαγωγή και κατασκευή εθνικών και θρησκευτικών ομάδων και μειονοτήτων, είναι η μορφή με την οποίαν περιλαμβάνεται η Ελλάδα στη γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων; Μήπως, με άλλα λόγια, η λαθρομετανάστευση χρησιμοποιείται ως γεωπολιτικό όπλο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την προώθηση γεωπολιτικών αλλαγών στον ελληνικό χώρο και τη διάσπαση της εθνικής συνοχής της χώρας;

Ασφαλώς, η χώρα βρίσκεται σε μια δύσκολη γεωγραφική θέση. Δέχεται έντονες μεταναστευτικές πιέσεις στα σύνορά της, κάτω από τις σημερινές διεθνείς συνθήκες. Είναι όμως αυτό λόγος για να καταντήσει ξέφραγο αμπέλι, να δεχθεί τη βαλκανοποίησή της και την κασταστροφή, σε προοπτική, του εθνικού χαρακτήρα και της ταυτότητάς της με πρόσχημα ευφημισμούς και ιδεολογήματα του τύπου της «πολυπολιτισμικής» δήθεν κοινωνίας;

Η πολυπολιτισμικότητα δεν μπορεί να γίνει πρόσχημα για την εθνική αλλοτρίωση του ελληνικού λαού


Δεν απορρίπτει κανείς την καλώς νοούμενη πολυπολιτισμικότητα, που υπονοείται ως αναγνώριση και σεβασμός της διαφορετικής ταυτότητας οποιουδήποτε ατόμου ή ομάδας. Είναι όμως αδιανόητο να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την ανοχή μιας ανεξέλεγκτης λαθρομετανάστευσης, που καταλήγει σε αλλοτρίωση του ελληνικού λαού με πρόσχημα ανθρωπιστικούς δήθεν λόγους. Είναι πρόδηλο ότι στην πραγματικότητα υπηρετούνται στόχοι της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, που αντιμάχεται το εθνοκρατικό σύστημα, κατά πρώτο λόγο στην Ευρώπη.

Η λύση των προβλημάτων του Τρίτου Κόσμου δεν μπορεί να προέλθει από τη μετανάστευση και τη λαθρομετανάστευση. Απαιτεί συντεταγμένες αναπτυξιακές πολιτικές και αναπτυξιακή βοήθεια. Η Ελλάδα μπορεί και οφείλει στο πλαίσιο αυτό σε διμερείς και ευρωπαϊκό επίπεδο να προβεί στη μέγιστη δυνατή συμβολή. Δεν μπορεί όμως να δεχθεί τη διάσπαση της εθνικής και κοινωνικής συνοχής της και την υπονόμευση της εθνικής της ταυτότητας για να προσαρμοστεί στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης, που παρουσιάζονται με επιτήδειο «ανθρωπιστικό» και κοσμοπολίτικο μανδύα.

Η Ελλάδα δεν είναι κάποια νέα χώρα ανοικτή σε διεθνή εποικισμό


Είναι επίσης εκπληκτικό ότι ορισμένοι υπολαμβάνουν την Ελλάδα, μια χώρα μοναδική στην ιστορία και τον πολιτισμό και από μια άποψη σύμβολο για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ως κάποια νέα χώρα ανοικτή σε διεθνή εποικισμό. Ακόμη όμως και στις νέες χώρες, η είσοδος μεταναστών δεν ήταν και δεν είναι ελεύθερη. Αντιθέτως, εάν πάρει κανείς παράδειγμα την Αυστραλία, που είναι μια χώρα-ήπειρος με 18 εκατ. πληθυσμό, ο έλεγχος που ασκεί στην είσοδο νέων μεταναστών είναι δρακόντειος.

Τα γεγονότα στη Γαλλία και η Ελλάδα


Όσα συμβαίνουν στη Γαλλία είναι εξόχως διδακτικά για την Ελλάδα. Αποκαλύπτουν επίσης τους μύθους και τις αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης. Υποτίθεται ότι η εισαγωγή μεταναστών, ως φθηνού τριτοκοσμικού εργατικού δυναμικού, καθιστά την οικονομία πιο ανταγωνιστική στο πλαίσιο της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς.

Μια ευρωπαϊκή όμως χώρα, παρ’ όλες τις δυνατές αβαρίες, έχει ένα κοινωνικό μοντέλο και ένα ορισμένο κοινωνικό επίπεδο, συνυφασμένο με το βιοτικό επίπεδο και τον τρόπο ζωής του πληθυσμού. Η λογικώς απαιτούμενη ενσωμάτωση των μεταναστών καταλήγει σε διεκδίκηση κοινωνικής ισότητας ή σε κοινωνική πόλωση. Ακυρώνεται όμως και στις δύο περιπτώσεις το υποτιθέμενο κέρδος από την εισαγωγή μεταναστών, εκτός και αν καταλήξει σε γενική μισθολογική εξίσωση προς τα κάτω. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στα πρώτα στάδια νομιμοποίησης λαθρομεταναστών και αντιμετωπίζει προς το παρόν μικρότερο σχετικά κίνδυνο αναταραχών α λα γαλλικά. Αυτό όμως δεν είναι λόγος για να επαναπαύεται ή να έχει ψευδαπάτες. Σε αντίθεση προς τη Γαλλία, η Ελλάδα έχει στο έδαφός της πολύ μεγάλη συμπαγή ομάδα μεταναστών από όμορη χώρα και βρίσκεται στα Βαλκάνια. Δεν χρειάζεται να λάβει κανείς πολύ σοβαρά υπ’ όψιν πρωτοσέλιδα αλβανικών εφημερίδων με εμπρηστικούς ολοσέλιδους τίτλους. Το γεγονός όμως ότι υπήρξαν είναι ενδεικτικό και χαρακτηριστικό.

Η Ελλάδα επιτρέπει επίσης, περίπου ογδόντα χρόνια μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, την επανεγκατάσταση στο έδαφός της μεγάλων μουσουλμανικών ομάδων από διάφορες χώρες. Το θέμα έχει ιδιαίτερη σημασία για μια χώρα που βρίσκεται στο ιστορικό σύνορο του ανταγωνισμού χριστιανισμού και ισλάμ και έχει προβλήματα με την Τουρκία.

Η τελευταία φιλοδοξεί να ποδηγετήσει τους μουσουλμάνους στην Ευρώπη. Είδε κανείς με πόση έπαρση ο τούρκος πρωθυπουργός διείδε ως κύριο θέμα στις ταραχές των μεταναστών στη Γαλλία την ισλαμική μαντήλα και προσπάθησε να πουλήσει την τουρκική ένταξη στην ΕΕ ως δήθεν «γέφυρα πολιτισμών»;

Προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός εκπροσώπων της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας


Ορισμένοι εκπρόσωποι της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας που πρωτοστάτησαν στο παρελθόν σε πολιτικές ανοχής της λαθρομετανάστευσης και σε υποστήριξη του ιδεολογήματος της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, έσπευσαν να προκαταλάβουν την ανάγνωση όσων συμβαίνουν στη Γαλλία. Προσπάθησαν να τα ερμηνεύσουν ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς «πολυπολιτισμικής» πολιτικής και να τα αξιοποιήσουν ως επιχείρημα για την επιτάχυνση της νομιμοποίησης όλων γενικώς των λαθρομεταναστών στην Ελλάδα και την «πολυπολιτισμική» προσαρμογή και μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας.

Ασφαλώς, οι εκπρόσωποι αυτοί δεν έχουν διαβάσει τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, ο οποίος στο Ε’ βιβλίο του αναφέρεται διεξοδικά στο φαινόμενο της στάσεως σε μια πόλη και για το ποιους λόγους σημειώνονται στάσεις. Αναφέρει, συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων τα εξής: «Στασιωτικόν δε και το μη ομόφυλον, έως αν συμπνεύση ώσπερ γαρ ουδ’ εκ του τυχόντος πλήθους πόλις γίγνεται, ούτως ουδ’ εν τω τυχόντι χρόνω, διό όσοι ήδη συνοίκους εδέξαντο ή εποίκους, οι πλείστοι διεστασίασαν».

[«Είναι στασιωτικόν (στασιάζει) δε και το μη ομόφυλον, μέχρι που να αποκτήσει το ίδιο πνεύμα, γιατί όπως η κάθε πολή δεν γίνεται από τυχαίο πλήθος, έτσι επίσης δεν γίνεται σε τυχαίο χρόνο, γι’ αυτό όσοι ήδη δέχθηκαν συνοίκους ή εποίκους, τις περισσότερες φορές εστασίασαν»].

Ο Αριστοτέλης αναφέρει πλήθος παραδειγμάτων και υπογραμμίζει τις περιπτώσεις των Συρακουσίων και των Αμφιπολιτών. «Οι Συρακούσιοι», λέει, «μετά την ανατροπή των τυράννων, έκαναν πολίτες και τους ξένους και τους μισθοφόρους, οι οποίοι όμως εστασίασαν και ήρθαν σε ένοπλη ρήξη». (Πολιτικά, Ε’ 25).

«Και οι Αμφιπολίτες, αφού δέχθηκαν εποίκους των Χαλκιδέων, εξεδιώχθησαν από αυτούς οι περισσότεροι». (Πολιτικά, Ε’, 20).
Ορισμένοι, δυστυχώς, δεν θέλουν ούτε σήμερα να αντιληφθούν και να παραδεχθούν ότι το μέγεθος, η διάσταση και η δυναμική ενός φαινομένου έχει καθοριστική σημασία.

Δεν έχει κανείς αντίρρηση, εάν η χώρα έχει ανάγκη από πρόσθετα εργατικά χέρια, να μετακληθούν ξένοι εργάτες ή να νομιμοποιηθεί, έστω υπό όρους και προϋποθέσεις, περιορισμένος αριθμός λαθρομεταναστών. Δεν είναι όμως δυνατόν να δημιουργείται, αμέριμνα και αμελέτητα, ένα νέο γιγάντιο κοινωνικό πρόβλημα στη χώρα, με τη μορφή ενός τριτοκοσμικού πολυεθνικού υποπρολεταριάτου, του οποίου να ζητείται στη συνέχεια η κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση, ως να διαθέτει αυτή η χώρα ατελείωτους πόρους κοινωνικής προαγωγής και θέσεις εργασίας. Η χώρα αυτή αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα, που επιδεινώνονται τραγικά από την παγκοσμιοποίηση. Το 21% του πληθυσμού της ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

Η ανεργία ανέρχεται επισήμως στο 11% και ανεπισήμως πολύ υψηλότερα. Αντιλαμβάνεται κανείς πού θα κατολισθήσει η ελληνική κοινωνία, εάν στο 21% που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας προστεθεί και ένα άλλο μεγάλο ποσοστό μεταναστών, της τάξεως του 10% ή του 20%;

Αντιλαμβάνεται κανείς και υπολογίζει πού θα οδηγηθεί η Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία, εάν νομιμοποιηθούν όλοι οι λαθρομετανάστες και μπουν στον αυτόματο πιλότο για να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι της χώρας; Λαμβάνουν επίσης υπ’ όψιν την περίφημη «Κοινοτική Οδηγία 109/2003, την οποία έσπευσε να προωθήσει η κυβέρνηση Σημίτη επί ελληνικής προεδρίας» για την οικογενειακή επανένωση των «επί μακρόν διαμενόντων» (5 χρόνια παραμονής);

Η εφαρμογή της τελευταίας θα πολλαπλασιάσει, τουλάχιστον επί 2 και 3, τον αριθμό των νομίμων μεταναστών.

Το δέον γενέσθαι


Η κατάσταση στο θέμα αυτό έχει φτάσει, δυστυχώς, σε οριακό σημείο. Η επιβεβλημένη πορεία δεν είναι η φυγή προς τα εμπρός αλλά η περίσκεψη και ο προβληματισμός για τα όρια τα οποία πρέπει να τεθούν. Ένα πρώτο όριο είναι ο καθορισμός οροφής στον αριθμό των ξένων μεταναστών και εργαζομένων. Ένα δεύτερο είναι η αποφυγή δημιουργίας νέων τετελεσμένων με την αδιάκριτη νομιμοποίηση των πάντων. Σημειωτέον, η νομιμοποίηση καθιστά συναρμόδια την ΕΕ και περιορίζει τη δυνατότητα ασκήσεως εθνικής πολιτικής. Ένα τρίτο είναι η αυστηρότατη αποτροπή εισόδου ή μεταφοράς νέων λαθρομεταναστών στη χώρα. Ένα τέταρτο είναι η διαμόρφωση ειδικών πολιτικών για την κοινωνική ένταξη και προαγωγή των αποδεδειγμένως νομίμων μεταναστών στη χώρα. Ένα πέμπτο είναι η συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για κοινές μεταναστευτικές πολιτικές και για συντεταγμένη αναπτυξιακή ευρωπαϊκή βοήθεια, προς χώρες και περιοχές που εκπέμπουν μεγάλο αριθμό λαθρομεταναστών. Ένα έκτο είναι η διάκριση μεταξύ εργαζομένων για περιορισμένο χρόνο και επί μακρόν διαμενόντων.

Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται ως αυτονόητο ότι η νομιμοποίηση λαθρομεταναστών παραπέμπει αυτομάτως, για τους πάντες, σε παραδοχή τους ως μονίμων κατοίκων και εποίκων. Όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η άδεια εργασίας για περιορισμένο χρονικό διάστημα έχει ημερομηνία λήξεως και δεν σημαίνει μόνιμη εγκατάσταση και ελληνική υπηκοότητα.

Είναι επιταγή της λογικής και της σωφροσύνης, η χώρα αυτή που επέζησε ως έθνος μέσα από τόσες θύελλες, ξένες κατακτήσεις, εξισλαμισμούς, σφαγές και τετρακόσια χρόνια οθωμανικής δουλείας, να μη χάσει το μέτρο. Να μην εκλάβει τη Νεφέλη για Ήρα ως άλλος Ιξίων. Το εθνικό κράτος δεν εξάντλησε τον ιστορικό του ρόλο, όπως αβασίμως ορισμένοι ισχυρίζονται. Είναι το βάθρο της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας. Η κιβωτός των παραδόσεων, της ιστορίας και του πολιτισμού κάθε λαού.

Η υπέρβαση των εθνών θα γίνει άμεσα από συμπολιτείες που θα σέβονται την ταυτότητα και την κληρονομιά τους και θα κατοχυρώνουν τη δημοκρατική τους συμμετοχή. Δεν θα γίνει από την παγκοσμιοποίηση, με τα ψευδώνυμα ιδεολογήματα περί «πολυπολιτισμού» και «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ