Η κόλαση είναι οι άλλοι (J. P. Sartre)
Τον βίο και το έργο των ηγετών κρίνει και αποτιμά, βέβαια, η Ιστορία, όταν ο «κουρνιαχτός» των γεγονότων έχει πια διαλυθεί και τα κριτήρια αξιολόγησης επιβάλλουν τη δική τους «αλήθεια». Όταν όμως ο ίδιος ο ηγέτης δεν διαθέτει ούτε τη σοφία ούτε τη σωφροσύνη, τις οποίες θα έπρεπε τουλάχιστον να αποκτήσει υπηρετώντας τον κρίσιμο ρόλο του, τότε αναμειγνύεται και ο ίδιος μέσα στον «κουρνιαχτό», αποδεικνύοντας τον δικό του πεπερασμένο ορίζοντα. Στις περιπτώσεις αυτές όμως η Ιστορία δεν ασχολείται για πολύ καιρό με «τα έργα και τις ημέρες του»…
Κάποιοι πολιτικοί, όπως στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προ-οικοδομούν την υστεροφημία τους. Η «αγιογράφηση» του πολιτικού αυτού αποτελεί παράδειγμα επιλεκτικής παρουσίασης της Ιστορίας του τόπου και της προσωπικής του συμβολής. Μέχρι και η πρώτη «οκταετία» του διεγράφη με μια μονοκονδυλιά, εμφανίζοντας τον ίδιο ως «θύμα» του παλατιού και των παρακρατικών μηχανισμών.
Αντίθετα ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν φρόντισε για την υστεροφημία του. Εμπιστεύθηκε την ίδια την κρίση και τη μνήμη του λαού, γιατί η σχέση του με αυτόν υπήρξε άμεση και αυθεντική. Το πολιτικό του μέγεθος άλλωστε προβάλλει ως απροσπέλαστο όριο απέναντι στη μετριότητα των σημερινών πολιτικών ηγεσιών.
Αντίθετα προς τις επιλογές αυτές, ο Κ. Σημίτης διάλεξε τον δικό του «μικρομεσαίο» δρόμο. Ο στόχος του, όπως πάντα, καθαρά ατομιστικός. Επιδιώκει να προασπίσει και να αναδείξει το έργο του σε δύο – κατά τη γνώμη του- πεδία αμφισβήτησης:
– Απέναντι στην κρίση του λαού, η διαφαινόμενη ετυμηγορία του οποίου τον οδήγησε στην «έξοδο» (ή στη φυγή).
– Απέναντι στο ίδιο το κόμμα του και τον διάδοχό του που δεν προασπίσθηκαν το έργο αυτό και δεν το «χρησιμοποίησαν» ως κύριο εφόδιο της προεκλογικής αναμέτρησης με τη Νέα Δημοκρατία.
Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο, η ουσία του έργου, με βάση τα οποία θα αποτιμηθεί η ιστορική συμβολή ενός πρωθυπουργού που κυβέρνησε για μια ολόκληρη οκταετία; Η ίδια η έννοια της πολιτικής εντάσσεται στο «βεμπεριανό» σύστημα σκέψης που υιοθετεί ο Κ. Σημίτης. Κατ’ αυτόν το δικό του έργο αφορούσε στον καθορισμό συγκεκριμένων στόχων (ένταξη στην ΟΝΕ, δημοσιονομική πειθαρχία, εκσυγχρονισμός των θεσμών, μείωση των δραστηριοτήτων του κρατικού / δημόσιου τομέα) και στην επιλογή των κατάλληλων οικονομικών και διοικητικών μέσων – εργαλείων για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Σ’ αυτήν τη στενή -και καθαρώς επιφανειακή- οπτική δεν μπορούν βέβαια να «χωρέσουν» βασικά, δομικά στοιχεία της οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας. Ο Κ. Σημίτης δεν ασχολήθηκε με τις επιπτώσεις των μηχανισμών της νεοφιλελεύθερης αγοράς στους κοινωνικούς και εργασιακούς θεσμούς. Η βίαιη αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος των ασθενέστερων, η αποδυνάμωση των εργασιακών θεσμών, η γιγάντωση της ανεργίας, το κλείσιμο των επιχειρήσεων, η σταδιακή ιδιωτικοποίηση της υγείας και της παιδείας αποτέλεσαν κατά τη γνώμη του αναπόφευκτες επιπτώσεις της αδήριτης ιστορικής ανάγκης του «εκσυγχρονισμού» της οικονομίας και των θεσμών. Τα «θύματα» αυτού του εγχειρήματος αποτελούν απλώς τους «άτυχους» της ιστορικής εξέλιξης. Αυτή ακριβώς η περιορισμένη πολιτική του οπτική δεν του επέτρεψε να κατανοήσει κρίσιμα θεσμικά προβλήματα όπως εκείνο της διαπλοκής. Ο Κ. Σημίτης στον «απολογισμό» του δικαιολογεί τη γιγάντωση και κυριαρχία των προμηθευτών, των κατασκευαστών, των ιδιοκτητών των ΜΜΕ ως αποτέλεσμα επιλογών που απέβλεπαν στην «ελληνοποίηση» των οικονομικών δραστηριοτήτων. Για το γεγονός ότι τα συμφέροντα αυτά απέκτησαν κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό ρόλο, ότι σε πολλές περιπτώσεις ευνοήθηκαν σκανδαλωδώς διαρπάζοντας τον εθνικό πλούτο, ότι ποδηγέτησαν πρόσωπα και φορείς του πολιτικού συστήματος δεν απαντά ο Κ. Σημίτης. Φαίνεται ότι γι’ αυτόν τα γεγονότα αυτά αποτελούν «ανεξερεύνητες ηπείρους».
Γι’ αυτό και συγχέει τη διαπλοκή με το φαινόμενο της διαφθοράς, το οποίο συνιστά καθαρά κοινωνικό φαινόμενο. Φαίνεται ότι τις δικές του ευθύνες για τη γιγάντωση της διαπλοκής θέλει να τις «αναθέσει» στην ελληνική κοινωνία.
Τελικά, για να αποφύγει τις όποιες παρεξηγήσεις, ο Κ. Σημίτης παραθέτει, σε έκταση 70 περίπου σελίδων, τον «κατάλογο» των έργων του… Ποιων έργων; Ως έργο πρωθυπουργού εννοεί τα έργα υποδομής, τους δρόμους, τα ελικοδρόμια, τα ιατρικά μηχανήματα των νοσοκομείων κ.λπ. κ.λπ. Δηλαδή έναν συνήθη κυβερνητικό απολογισμό που χρησιμοποιούν προπαγανδιστικά τα κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο. Όλα αυτά θα μπορούσε κάθε νηφάλιος παρατηρητής να τα κατανοήσει και να τα ερμηνεύσει ως απόψεις και στάσεις ενός πολιτικού που έδρασε σύμφωνα με τα δικά του πιστεύω.
Το απαράδεκτο όμως γεγονός, που προσβάλλει τη συνείδηση και την αξιοπρέπεια κάθε δημοκρατικού πολίτη, είναι ο τρόπος που ο Κ. Σημίτης αντιλαμβάνεται τις αρχές και τις λειτουργίες της δημοκρατίας. Ο ίδιος επαίρεται ότι ΟΡΙΣΕ ως διάδοχό του τον Γ. Παπανδρέου και μάλιστα εκτιμώντας ως απόλυτο κριτήριο τις ενδείξεις των σφυγμομετρήσεων. Σ’ αυτό το σημείο ο πολιτικός κυνισμός και η περιφρόνηση των δημοκρατικών αρχών ξεπερνά κάθε όριο.
Ο Κ. Σημίτης είχε, όπως κάθε σώφρων και συνεπής πολιτικός, το δικαίωμα της πολιτικής παραίτησης. Τον διάδοχό του θα επέλεγε ο ύπατος δημοκρατικός θεσμός, στον οποίο ο ίδιος ανήκε, το κόμμα του. Μέσα στις διαδικασίες του θεσμού αυτού θα μπορούσε να διατυπώσει τη γνώμη του. Μια γνώμη που θα περίμενε ο καθένας από έναν ώριμο πολιτικό να συγκροτείται από κριτήρια που θα αφορούσαν τις πολιτικές ικανότητες του διαδόχου του, τη διορατικότητα και τις αρχές του, το ήθος του και τη συνέπειά του… Και όχι βέβαια τα ποσοστά των σφυγμομετρήσεων… Ίσως, προβάλλοντας το κριτήριο αυτό ο Κ. Σημίτης να παίρνει τη «ρεβάνς» από τους «ομοτράπεζους» της «ομάδας των τεσσάρων», που τον επέλεξαν ως αρχηγό λόγω της δημοτικότητάς του… Έχει ο καιρός γυρίσματα.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι με ποιον τρόπο βλέπει ο Κ. Σημίτης την ιστορία. Αλλά πως η ιστορία και ο λαός κρίνει τη «διαδρομή» του. Και εκεί δεν μπορούν να βοηθήσουν ούτε καν οι… σφυγμομετρήσεις…