«ΜΗΔΕΝΙ ΔΙΚΗΝ ΔΙΚΑΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΜΦΙ ΜΥΘΟΝ ΑΚΟΥΣΕΙΣ» ΜΥΘΟΥΣ ΧΟΡΤΑΣΑΜΕ, ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΒΕΒΑΙΩΣ ΑΠΟΥΣΗΣ
Ορθόν φαντάζει τό ρητόν
τών ευγενών προγόνων
μά, πλήν, παρεννοήθηκε
υπό τών απογόνων.
Διότι οι απόγονοι
πού ο διάβολος νά πάρει
όταν συμφέρει ανοίγουμε
τών μύθων τό συρτάρι.
Κι ως επιμύθιον λοιπόν
ταύτης τής αγυρτείας
βαπτίζομεν τόν λόγον μας
ως λόγον αλητείας.
Τί νά ειπώ, πού νά σταθώ
καί τί νά ομολογήσω
όταν ζητάς τό αληθές
κι όλοι κοιτάζουν πίσω.
Ενώ η μελάνη ακροβατεί
στήν άκρη κάθε πένας
όλοι σέ βλέπουν ως τρελό
καί γίνεσαι ο «κανένας».
Η πολλαπλή «αλήθεια»
σκοτίζει τά μυαλά μας.
(Δέν είναι μία δηλαδή
ως ο Δαλάι Λάμας;)
Ακούς εδώ, ακούς εκεί
«αλήθειες» μυριάδες
όσες τήν νύχτα στήν Συγγρού
οι συμπαθείς κυράδες.
Όλοι γνωρίζουν τό αληθές
προπάντων η Εκκλησία
μέ τού Θεού τήν σύμπραξη
καί μέ τήν Εξουσία.
Ο κάθε ένας πένητας
ορίζεται ως ψεύτης
γιατί τής κοινωνίας μας
είν’ αληθής καθρέφτης.
Μιάς κι η αλήθεια μάς πονά
τήν κρύπτομεν μέ πάθος,
μήν διαλάθει κι ακουστεί
…βαπτίζεται ως λάθος.
Είναι γνωστόν προνόμιον
καί αποκλειστικότης
-αυτή η λέξη η ακριβή
αυτή η εξοχότητης…
…όσων έχουν τήν δύναμην
όσων μάς βασανίζουν,
προνόμιον αναφαίρετον
καί δι’ αυτήν φροντίζουν.
Τήν ντύνουνε μέ τιμαλφή
κι αόκνως τήν γυαλίζουν
ως πόρνη τήν περιγυρνούν
κι ως σκύλοι τήν γαβγίζουν.
Τήν φέρουσι καί στήν Βουλή
καί τήν πηδούν πλειστάκις
κι απέξω αυνανίζεται
ο δυστυχής κοσμάκης.
Κι η Θέμις τήν υπηρετεί
-ή τήν υπηρετούσε-
κι υπήρχε καταφύγιον
γιά ‘κείνον πού πονούσε.
Η Θέμις πού δικάζεται
αντί γιά νά δικάζει,
έτσι τήν καταντήσανε
τινές αισχροί βαστάζοι.
Γιά ποίαν αλήθεια ομιλώ
δέν όρισα ακόμα
δέν όρισα τήν σύσταση
τό ύψος καί τό χρώμα.
Μιλώ γιά τήν αλήθεια
γιά μιάν δημοκρατίαν
τών ιδεών, τών πράξεων
πού ζούν στήν ασιτίαν.
Οι ποιητές ολιγωρούν
καί οι σοφοί πεθάναν
καί πένθιμη ακούγομεν
τού χάους τήν καμπάναν.
Οι στρατηγοί δειλιάσανε
κι οι άρχοντες επίσης
καί ένα χοιροστάσιον
έγινε πάσα η φύσις.
Κι οι Έλληνες ανάλγητοι
ζώμεν στήν ακηδίαν *
ψεύτες καί ανερμάτιστοι
ψάλτες σέ μιάν κηδείαν.
Κηδεύεται τʼ αληθές
καθημερνώς καί νύκτωρ
κι έγινε ο κάθε κερατάς
του οίκου μας ο κτήτωρ.
Θρηνώ τήν χώρα τής γλυκιάς
φαιδράς πορτοκαλέας
γιατί Αυνάν γεννήθηκα
καί ζώ ωσάν… μαλέας.
…………………………………………..
…………………………………………..
…………………………………………..
…………………………………………..
* Ακηδία σημαίνει αφροντισιά, αμέλεια. Όταν, λοιπόν, οι γραμματιζούμενοι του Κοινοβουλίου ακούνε α κ η δ ί α αναφωνούν χαρούμενοι: Ά, κηδεία! Καί εννοούν ότι πάλι κηδεύεται η αλήθεια.