Η ηχηρή «καμπάνα» μιας δημοσκόπησης

Τα συμπεράσματα της δημοσκόπησης είναι συντριπτικά για την ιδιωτική τηλεόραση, τους αυθέντες και τους αστέρες της, αλλά και για τις πολιτικές ηγεσίες που συνέργησαν ή ανέχθηκαν την αχαλίνωτη επέλασή της προς την εδραίωση τηλεοκρατίας. Προκύπτει έτσι ότι:

– Το 73% πιστεύει ότι η ιδιωτική τηλεόραση έχει αποκτήσει περισσότερη δύναμη από αυτήν που επιτρέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.

– Το 74% των ερωτηθέντων κρίνει ότι η ιδιωτική TV εξυπηρετεί κυρίως τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών της (ΝΔ 74%, ΠΑΣΟΚ 68%, Αριστερά 83% ). Μόνο το 13% θεωρεί ότι πρώτο τους μέλημα είναι η πληροφόρηση και ο έλεγχος.

– Το 71% διαπιστώνει ότι τα δελτία ειδήσεων και κάποιες «ενημερωτικές εκπομπές» τείνουν στη δημιουργία εντυπώσεων χάριν της τηλεθέασης και όχι στην αντικειμενική ενημέρωση.

– Για τους πρωταγωνιστές-βεντέτες των εκπομπών το χαρακτηριστικό που δεσπόζει, κατά τους τηλεθεατές, είναι η «υπερβολή» (52%), ενώ ένα 15% προκρίνει την «αλαζονεία».

– Η κρατική τηλεόραση έχει εκτιναχθεί στην κορυφή της αξιοπιστίας, με μεγάλη διαφορά από τα ιδιωτικά κανάλια. Το 36% των τηλεθεατών διαπιστώνει ότι έχει τις πιο αντικειμενικές ειδήσεις και ενημερωτικές εκπομπές. Υψηλό ποσοστό έχει η ΝΕΤ και περίοπτη θέση μεταξύ των παρουσιαστών η κ. Χούκλη -η μόνη εκ των παρουσιαστών που δεν χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία «εγώ».

Το βροντώδες μήνυμα αυτών των στοιχείων θα όφειλε να αφυπνίσει το πολιτικό πλήρωμα -που προκύπτει περισσότερο υποταγμένο στα θέλγητρα της «γυάλινης Κίρκης» από τους απλούς πολίτες- στην αξία της κρατικής τηλεόρασης ως όπλου για την εξημέρωση των ηθών της διαπλεκόμενης τηλεοπτικής αρένας. Προ πολλών μηνών είχε επισημανθεί από αυτές τις στήλες ότι:

«Το πρώτο βήμα που όφειλε να κάνει ο αρμόδιος υπουργός Επικρατείας, εάν ήθελε να προχωρήσει προς αυτήν την κατεύθυνση, ήταν να παράσχει στον δικαιούχο πολίτη τη δυνατότητα επιλογής του φορέα ενημέρωσής του, μεταφέροντας το βραδινό δελτίο της ΝΕΤ στις 8 αντί των 9. Αυτό θα έπρεπε να ήταν το πρώτο συμβολικό όσο και ουσιαστικό μέτρο για την ανατροπή του καθεστώτος της διαπλεκόμενης υπερεξουσίας.

Διότι το βραδινό δελτίο της ΝΕΤ, με την ειδησεογραφική του ευρύτητα, τη σωστή ιεράρχηση, τη σοβαρότητα και νηφαλιότητα της παρουσίασης είναι (παρά τις αδυναμίες ενίων ρεπόρτερ) μια όαση ενημέρωσης, στην οποία θα κατέφευγε κάθε νουνεχής πολίτης, εάν είχε τη δυνατότητα επιλογής. Με τη μετάδοσή του στις 9 το δελτίο αυτό αποσύρεται από το πεδίο ανταγωνισμού και καταδικάζεται να αναμετρηθεί όχι με τους κανιβαλικούς χορούς των δελτίων της διαπλοκής, αλλά με την κινηματογραφική ταινία στην οποία ο καταπονημένος πολίτης αναζητεί χαλάρωση και φυγή από τα αγχωτικά του προβλήματα. Έτσι, αυτό μεν είναι καταδικασμένο σε χαμηλή τηλεθέαση, το κοινό παραδίδεται αμαχητί στην πλύση εγκεφάλων και η ενημερωτική λειτουργία αφήνεται στον ξέφρενο κατήφορο της επιλεκτικής ενημέρωσης, της υπερδιόγκωσης της απόκρυψης, της “στημένης” κοκορομαχίας, εν ολίγοις της προπαγάνδας.

Μετάθεση του δελτίου της ΝΕΤ και εστίαση στην προσπάθεια συνεχούς βελτίωσής του θα εισήγαγε τη διαφορά και μέτρο σύγκρισης στο πεδίο της ενημέρωσης και αναγκαστικά, υπό την πίεση του ανταγωνισμού, θα ρυμουλκούσε και τα ιδιωτικά κανάλια σε καλλωπισμό της πρακτικής τους».

Αυτά -τα προφανή και αυτονόητα- εγράφησαν τότε. Χωρίς ανταπόκριση. Ίσως διότι οι υπουργοί ξέρουν καλύτερα. Ίσως διότι η νομενκλατούρα της ΕΡΤ έχει τη δημοσιοϋπαλληλική προτίμηση στην πεπατημένη ρουτίνα. Ίσως διότι διετηρείτο ακόμη η ελπίδα να τα βρουν με τους διαπλεκόμενους άρχοντες της παραεξουσίας. Ήδη, όμως, τα πράγματα έχουν ζορίσει. Η γυάλινη ρομφαία του τηλεδικείου έχει ενσπείρει τον πανικό. Συναγερμός στο σύνολο του πολιτικού πληρώματος και διαπληκτισμοί για τα ενδεικνυόμενα νομοθετικά μέτρα. Το πρώτο και το απλούστερο είναι, όμως, εκεί: Αξιοποίηση της κρατικής τηλεόρασης ως όπλου σωφρονισμού διά της ανταγωνιστικής ισχύος. Με τη συνεχή βελτίωση και τον σεβασμό της ανεξαρτησίας της. Και την ενίσχυσή της από τα σπαταλούμενα κονδύλια του υπουργείου Πολιτισμού για την αναβάθμιση του ψυχ-αγωγικού της ρόλου.

Η σχετική δημοσκόπηση επιβεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί αξίωση των πολιτών που αιμοδοτούν τη λειτουργία -και συχνά τις σκανδαλώδεις σπατάλες- της κρατικής τηλεόρασης, με «τέλος» χωρίς ανταπόδοση λόγω του στραβού προγραμματισμού. Αλαζονική αγνόηση αυτής της λαϊκής αξίωσης δεν μπορεί παρά να έχει πολύπλευρο πολιτικό κόστος.


Σχολιάστε εδώ