«Εγώ είμαι αντιεξουσιάστρια – Θέλω ρήξεις – τομές με το κατεστημένο…»
Τινές εκτιμούν ότι το «μέγα πολιτικό μυστήριο» συμπυκνούται στον όρο «ωραίο». Βεβαίως, και πάλι παραμένει «μυστήριο» η σχολή αξιολόγησης του ωραίου. Σύμφωνα με την αισθησιοκρατική αντίληψη, ωραίο είναι αυτό που προκαλεί ευχαρίστηση ή απόλαυση. Την άποψη αυτή καταπολεμά ο Καντ όταν υποστηρίζει πως ωραίο είναι ό,τι προσφέρει ανιδιοτελή απόλαυση, ό,τι με τη θέα του αρέσει απολύτως, ασχέτως και μακράν από την ωφελιμότητά του.
Τινές υποψιάζονται ότι το «μυστήριο» ξεδιαλύνεται αν προσφύγουμε στην κλασική αντίληψη περί ωραίου. Κατά την αντίληψη αυτή, ωραίο είναι κάθε συμμετρική και αρμονική μορφή, η οποία επιδρά στην ανθρώπινη ψυχή με τη δημιουργία μίας ανώτερης συγκίνησης ή λύτρωσης.
Ένα σοσιαλιστικό κίνημα, όπως το ΠΑΣΟΚ, δεν είναι δυνατόν να αγνοήσει και τα scripta sacrifica, τα οποία επιτάσσουν τον «ταξικό προσδιορισμό του ωραίου, της ομορφιάς», και δη μακράν των ρομαντικών θεωρήσεων και των εξιδανικεύσεων ως κατ’ εξοχήν αριστοκρατικών θέσεων, αντίθετων στον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» περί ωραίου, ο οποίος επιτάσσει την εναρμόνιση του ωραίου με τους γενικότερους σκοπούς του προλεταριάτου ή της σοσιαλιστικής κοινωνίας… Και κατά τη ρήση του Μάο Τσε Τουνκ: «… η επανάσταση δεν είναι ένα επίσημο γεύμα ούτε λογοτεχνικό έργο ούτε μοτίβο, ούτε κέντημα…».
Ίσως το «μέγα πολιτικό μυστήριο» να εγκλείεται στην απόφανση του «μεγάλου τιμονιέρη», ότι «όλες οι επαναστάσεις βρίσκονται στο σταυροδρόμι δύο προσανατολισμών: Απλώνουν τις ρίζες τους στον παλιό κόσμο (σ.σ. η κλασική αντίληψη περί ωραίου) και χαιρετίζουν τον καινούργιο (σ.σ. σοσιαλιστικός ρεαλισμός)…».
Και τότε «οι δυνάμεις του προλεταριάτου, ευθύς ως συνειδητοποιήσουν τη σοσιαλιστική αντίληψη περί ωραίου, θα ξεσηκωθούν σαν μια τρελή ανεμοθύελλα, μια δύναμη τόσο σφοδρή, που καμία εξουσία, όσο δυνατή κι αν είναι, δεν θα μπορεί να την καταστείλει…».
Τινές διαλογίζονται ότι το «μέγα πολιτικό μυστήριο» δεν είναι και τόσο μυστήριο αν μελετηθεί η ιστορία του Ευρωπαϊκού Εργατικού Σοσιαλιστικού Κινήματος. Τότε θα κατανοηθεί η σκέψη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ότι το ελληνικό προλεταριάτο έχει ανάγκη, όπως το αντίστοιχο γερμανικό, να έχει τη δική του «κόκκινη θηλυκή παρουσία».
Την «κόκκινη Ρόζα», την αδάμαστη μορφή της Λούξεμπουργκ, οι Γερμανοί. Την «κόκκινη Άντζελα», τη θυελλώδη κ. Γκερέκου, η οποία μόνο με «ρήξεις» ικανοποιείται, οι έλληνες προλετάριοι!
Δεδομένου δε ότι το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) διεκδικεί τον ρόλο του «πρωτοπόρου» της Εργατικής Τάξης, έχει καθήκον να προετοιμάσει στις συνειδήσεις του προλεταριάτου την κοινωνική αμφισβήτηση, αναθέτει στην κ. Άντζελα Γκερέκου να τη διακηρύξει εντόνως («…θέλω ρήξεις. Τομές με το κατεστημένο…») και τοιουτοτρόπως, διά του ωραίου, θα επισπευσθεί η κοινωνική επανάσταση!
Οι διακηρύξεις επί του σημείου αυτού, τόσο του Νικολάι Λένιν («… το κόμμα των Μπολσεβίκων αποτελεί την αβανγκάρντ, την πρωτοπορία του προλεταριάτου…») όσο και του Αντόνιο Γκράμσι («… το κόμμα έχει ιστορική αποστολή να απομακρύνει το προλεταριάτο από τους πνευματικούς και ηθικούς περιορισμούς των αστών και των μικροαστών, που οι απόψεις τους έχουν επικρατήσει και στις γραμμές των εργατών…»), ωχριούν ενώπιον των αντίστοιχων διακηρύξεων του ΠΑΣΟΚ διά στόματος της «κόκκινης Άντζελας»!
Βεβαίως, η μέχρι τώρα επαναστατική πορεία της αναδυόμενης κ. Αντζελας Γκερέκου, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των γάλλων φιλοσόφων Φιλίπ Σολέρ («… η πρωτοπορία είναι ένα ιδεολογικό και ποιητικό βαρόμετρο…») και Ζακ Ντεριντά («… η αβανγκάρντ, αν βεβαίως υπάρχει, είναι το μη παρουσιάσιμο…»), διακινήθηκε σ’ αυτό το πλαίσιο του αθόρυβου!
Την «κόκκινη Άντζελα», ως άλλο Θεμιστοκλή («… ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον…»), ως αναδυόμενη-πολιτικό δεν την αφήνουν να ηρεμήσει τα λόγια της «Κόκκινης Ρόζας»:
– «Σε όλη την ιστορία των κοινωνιών που βασίζονται στον ταξικό ανταγωνισμό, το σοσιαλιστικό κίνημα, σε όλες του τις φάσεις και σε όλη του την πορεία, έχει την καθοριστική σημασία για την οργάνωση και την άμεση και αυτόνομη δράση των μαζών…».
Η «κόκκινη Άντζελα», λοιπόν, εν ενυπνίω, συλλαβίζει: «Ουκ εά με καθεύδειν το της Ρόζας Λούξεμπουργκ τρόπαιον…» και ανυψώνει το «κόκκινο λάβαρο» της διαρκούς επανάστασης, επιζητώντας, παντού και πάντα, «ρήξεις»…