«Δει δε χρημάτων» ή περί ρευστότητας της αγοράς
Έφτασαν στο 1,13 δισ. ευρώ και αποτελεί πρόβλημα κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βιοτεχνικές και εμπορικές. Και το Δημόσιο έχει πρόβλημα ρευστότητας. Απόδειξη ότι χρωστάει στη ΔΕΗ 26 εκατ. ευρώ από την ηλεκτροδότηση των φωτεινών σηματοδοτών. Μόνο η ΕΡΤ δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα ρευστότητας, αφού κατασπαταλάει τα χρήματα των φορολογουμένων σε γιορτές και πανηγύρια. Και φυσικά το μεγάλο πρόβλημα το έχουν τα νοικοκυριά. Τα νοικοκυριά των ανέργων, των συνταξιούχων, των χαμηλόμισθων και γενικά των χαμηλοεισοδηματιών. Τα παραπάνω τα ζούμε καθημερινά, είναι αυταπόδεικτα και δεν χρειάζεται να τα αναλύσουμε. Εκείνο που χρειάζεται είναι να εντοπίσουμε τα αίτια της έλλειψης ρευστότητας.
Η έλλειψη ρευστότητας είναι γενική νόσος της ελληνικής οικονομίας. Αναζητώντας κανείς τα αίτια αυτής της στενότητας χρήματος θα πρέπει να ξεκινήσει από τον ρόλο που παίζει το χρήμα μέσα στο όλο οικονομικό κύκλωμα. Στην εγχρήματη οικονομία το χρήμα είναι το μοναδικό σχεδόν μέσο συναλλαγών, με προορισμό να διευκολύνει τις εγχρήματες συναλλαγές. Η αξία των συναλλαγών και το κυκλοφορούν νόμισμα πρέπει να βρίσκονται σε αρμονική συσχέτιση, που να εξασφαλίζει την αλληλοεξυπηρέτησή τους. Όταν διαταράσσεται αυτός ο συσχετισμός και δημιουργείται αφθονία χρήματος, τότε μιλάμε για πληθωρισμό (ή για αύξηση τιμών) που προκαλεί απορρόφηση αυτής της πλεονάζουσας ποσότητας χρήματος. Τότε σημαντικοί χρηματικοί πόροι αποκτώνται από αυτούς που παράγουν ή εμπορεύονται αγαθά και υπηρεσίες. Όταν οι συναλλαγές της εγχρήματης οικονομίας πληθαίνουν και δεν υπάρχει το ανάλογο χρήμα για την εξυπηρέτησή τους, τότε μιλάμε για έλλειψη ρευστότητας. Το ίδιο φαινόμενο, της έλλειψης ρευστότητας, παρατηρείται και στις περιπτώσεις υπερβολικής αύξησης των τιμών με ταυτόχρονο πάγωμα των εισοδημάτων. Στην περίπτωση αυτή η έλλειψη ρευστότητας προκαλείται από την ανεπάρκεια των εισοδημάτων που οδηγεί στον περιορισμό της ενεργού ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών.
Στις περιπτώσεις νομισματικών μεταρρυθμίσεων (όπως η μετάβαση της οικονομίας μας από το γρόσι στη δραχμή τα πιο παλιά χρόνια και πρόσφατα από τη δραχμή στο ευρώ) μπορεί να βρεθούμε μπροστά στα φαινόμενα είτε του πληθωρισμού είτε της έλλειψης ρευστότητας, αν δεν μελετηθεί προσεκτικά από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες ο σωστός συσχετισμός (νέου) χρήματος και συναλλαγών. Αυτές οι σκέψεις, διατυπωμένες σε απλή γλώσσα, κατευθύνουν και τη νομισματική πολιτική που ασκούν όλες οι κυβερνήσεις, εκτός των κυβερνήσεων των 12 χωρών της ΟΝΕ που έχουν εκχωρήσει το δικαίωμά τους αυτό σε μια ομάδα ανεύθυνων, τάχα εμπειρογνωμόνων, και στα πρόσωπα που απαρτίζουν το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η νομισματική πολιτική είναι βασικό εργαλείο στήριξης της οικονομίας μιας χώρας. Και η εσφαλμένη άσκησή της μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση της οικονομίας.
Η έλλειψη ρευστότητας λοιπόν είναι φαινόμενο καθολικό στην Ελλάδα που εμφανίζεται στα νοικοκυριά, στην παραγωγική διαδικασία (ιδιωτικός τομέας) και στον δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Μόνο οι τράπεζες πλημμυρίζουν από χρηματικά κεφάλαια και δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας. Το Δημόσιο σχετικά εύκολα μπορεί να λύσει το πρόβλημά του με δανεισμό, ή υπερφορολόγηση, ή εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (και αυτό κάνει!) Επομένως την έλλειψη ρευστότητας την αισθάνονται εντονότερα τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι μεγάλες επιχειρήσεις και κυρίως οι εμπορικές (σούπερ μάρκετ και αλυσίδες καταστημάτων) δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα, καθώς έχουν συγκεντρώσει υψηλό ποσοστό των συνολικών λιανικών πωλήσεων. Τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν το πρόβλημά τους με ορθόδοξο τρόπο και αναγκαστικά καταφεύγουν στα «νύχια» των τραπεζών. Όμως αυτό δεν είναι λύση. Είναι ετεροχρονισμός του προβλήματος, μετατόπισή του στο αύριο. Και για τις ΜΜΕ σημαίνει διόγκωση των εξόδων τους και υποβάθμιση της επιχειρηματικής δυναμικότητάς τους (σημαντικά χρηματοπιστωτικά έξοδα).
Ποια είναι λοιπόν τα αίτια της έλλειψης ρευστότητας; Προσωπικά φρονούμε ότι η αρμονική συσχέτιση κυκλοφορούντος χρήματος και εγχρήματων συναλλαγών διαταράχτηκε με τη νομισματική μεταρρύθμιση, δηλαδή με την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος (ευρώ). Οι Έλληνες πολίτες πλήρωσαν ακριβά το ευρώ. Το αγοράσαμε 340,7 δραχμές, ενώ η αγοραστική του δύναμη από την αρχή της κυκλοφορίας του φάνηκε ότι ήταν σημαντικά κατώτερη. Η αξία του ευρώ δεν υπερβαίνει τις 100 δραχμές! Οι ΟΝΕδες μάς πούλησαν φύκια και ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, γεμάτος συγκίνηση, επεδείκνυε το ευρώ σαν πολύτιμο τρόπαιο! Αυτό σημαίνει ότι το κυκλοφορούν στην Ελλάδα χρήμα ήταν λιγότερο από τις ανάγκες των συναλλαγών της ελληνικής αγοράς. Γι’ αυτό μετά την καθιέρωση του ευρώ οι ρυθμοί υπερχρέωσης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών παρουσίασαν τρομερή άνοδο. Άρχισε να εμφανίζεται η έλλειψη ρευστότητας. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάστηκε σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΟΝΕ, πλην Γερμανίας και Γαλλίας, που σαν δεσπόζουσες δυνάμεις φρόντισαν να αγοράσουν λιγότερο ακριβά το ευρώ. Αυτή η αφύσικη ισοτιμία δραχμής προς ευρώ έφερε την καταλήστευση των χρηματικών πόρων σε επίπεδο κρατών (δηλαδή εθνικών οικονομιών τις οποίες ισοπέδωσε). Με κριτήριο την αγοραστική δύναμη της «αποσυρόμενης» δραχμής και του «θείου βρέφους», του ευρώ, και με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συναλλαγών της ελληνικής αγοράς, το «μερίδιο» της Ελλάδος σε ευρώ υπήρξε ανεπαρκές και εντελώς ανίκανο να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της οικονομίας μας. Πάνω στο θέμα αυτό τεράστιες είναι οι ευθύνες της τότε κυβέρνησης Σημίτη, η οποία δέχτηκε χωρίς καμία διαπραγμάτευση να πληρώσει η Ελλάδα τόσο ακριβά το ευρώ. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του το ευρώ υποτιμήθηκε στις διεθνείς αγορές έναντι του δολαρίου, της στερλίνας και του γεν και για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε χάσει περίπου το 40% της αξίας του. Και αν δεν υπήρχε το πρόβλημα στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ που έφερε τούμπα την ισοτιμία του δολαρίου, η ισοτιμία του ευρώ θα ήταν 20% πιο κάτω από αυτήν του δολαρίου. Αυτή η ισοτιμία αποδεικνύει και τη μειωμένη αγοραστική δύναμη του ευρώ. Φυσικό επακόλουθο ήταν η φούσκα της ισοτιμίας του ευρώ να οδηγήσει στην ακρίβεια και να προκαλέσει σημαντική άνοδο των τιμών, γεγονός που επιδείνωσε τις ανισορροπίες στο όλο κύκλωμα της οικονομίας μας. Και το φαινόμενο της ακρίβειας δεν εμφανίστηκε μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλα τα κράτη της ΟΝΕ. Τώρα βέβαια δεν έχουμε τη δυνατότητα αυτόνομης άσκησης νομισματικής πολιτικής και συνεπώς δεν μπορούμε να πάρουμε μέτρα διόρθωσης της ρευστότητας για να επέλθει η εξισορρόπηση στη σχέση μεταξύ κυκλοφορούντος χρήματος και όγκου συναλλαγών. Έχουμε όμως τη δυνατότητα να θέσουμε στα αρμόδια κοινοτικά όργανα θέμα «αναδιανομής» του κυκλοφορούντος χρήματος, ώστε να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ρευστότητας, που δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο εξάρθρωσης της παραγωγικής μας μηχανής.
Η καταλήστευση των χρηματικών πόρων των μικρών κρατών-μελών της ΟΝΕ δεν είναι το μοναδικό έγκλημα που διαπράχθηκε κατά τη νομισματική μεταρρύθμιση, δηλαδή κατά την εισαγωγή του ευρώ. Καταληστεύτηκαν χωρίς αιδώ και τα εισοδήματα όλων μας. Μισθοί, ημερομίσθια, συντάξεις, ενοίκια και λοιπά εισοδήματα υπολογίστηκαν με την αφύσικη ισοτιμία των 340,7 δραχμών ανά ευρώ. Έτσι, οι Έλληνες καταδικάστηκαν στην ανέχεια και στην εξαθλίωση. Και οι αποδοχές στην Ελλάδα σήμερα σε ευρώ είναι στο 1/3 των αποδοχών που ισχύουν στη Γερμανία και στη Γαλλία! Και όμως, αυτήν την καταλήστευση την ανέχτηκε και η κυβέρνηση του νεοΠΑΣΟΚ των «εκσυγχρονιστών» και η τότε αξιωματική αντιπολίτευση, ίσως γιατί δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τις συνέπειες από την υψηλή τιμή τού άνευ αξίας ευρώ. Και, δυστυχώς, την ανέχτηκαν και οι συνδικαλιστές, καθώς οι κομματικές παρωπίδες που φοράνε δεν τους επέτρεψαν να διαγνώσουν την πραγματικότητα. Έτσι οι έλληνες εργαζόμενοι οδηγήθηκαν στη νομισματική μεταρρύθμιση σαν «πρόβατα επί σφαγή»! Και πίστευσαν τους «νταβατζήδες του ευρώ» πολιτικούς, συνδικαλιστές, τραπεζίτες και «ειδικούς» αναλυτές των καναλιών! Η εισαγωγή του ευρώ θα παραμείνει στην ιστορία του οικονομικού βίου ως η νομισματική μεταρρύθμιση της καταλήστευσης.
Τώρα για την ακρίβεια φταίει βέβαια και η κερδοσκοπία, που όπως πάντα εκμεταλλεύεται τις νεοδημιουργούμενες καταστάσεις και τις αλλαγές στην οικονομική ζωή, αλλά ο κύριος υπεύθυνος είναι η κακοσχεδιασμένη νομισματική μεταρρύθμιση, ηθελημένη ή αθέλητη αδιάφορο. Αυτός όμως ο άστοχος σχεδιασμός απειλεί τώρα την οικονομία μας. Γιατί η έλλειψη ρευστότητας θα έχει ως αποτέλεσμα τελικά την αναπτυξιακή μας υστέρηση, δηλαδή φαινόμενα στασιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτά, βέβαια, δεν ενδιαφέρουν τους έλληνες αξιωματούχους της ΟΝΕ. Αυτοί καλά θρονιάστηκαν στα πόστα που κατέκτησαν και εισπράττουν τις αστρονομικές αποδοχές τους, κάνοντας συνεχείς συστάσεις για «πάγωμα» αμοιβών. Πρέπει όμως να ενδιαφέρουν την κυβέρνηση που ως αξιωματική αντιπολίτευση εργάστηκε και αυτή για την εντελώς πρόχειρη προετοιμασία μας για την ένταξη στην ΟΝΕ. Έχει και η σημερινή κυβέρνηση μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Και συνεπώς έχει υποχρέωση απέναντι του λαού να μελετήσει και να μεθοδεύσει τον μετριασμό των συνεπειών που προκλήθηκαν από την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Και αυτά πρέπει να γίνουν πριν τα φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε αδιέξοδα και σε παρακμή, και τον ελληνικό λαό σε εξαθλίωση.