Αμφισβητείται από τα αριστερά η οικουμενική της Γερμανίας
ο παράδοξο μάλιστα, από πρώτη ματιά, είναι πως η αποχώρηση του Όσκαρ Λαφοντέν και πολλών ακόμη μεσαίων εργατικών στελεχών από το SPD δεν απογύμνωσε το κόμμα από αριστερές φωνές και αμφισβητήσεις. Αντίθετα, όξυνε την κρίση πολιτικού προσανατολισμού του και έκανε να ακουστούν πιο ηχηρά οι διαφωνίες απέναντι στη δεξιά νεοφιλελεύθερη γραμμή του.
Προς επίρρωσιν, τα όσα συνέβησαν στη συνεδρίαση του ανώτερου οργάνου του SPD τη Δευτέρα, όταν ο γενικός γραμματέας του κόμματος, Φραντζ Μίντεφερινγκ, έθεσε στην κρίση του οργάνου την πρότασή του για το άτομο που θα αναλάβει τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία του κόμματος. Η πρόταση απορρίφθηκε πανηγυρικά και στη θέση του εκλεκτού του αναδείχθηκε η 35χρονη Ανδρέα Νάλες. Με πλειοψηφία μάλιστα (23 έναντι 14 ψήφων) που δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Η Ανδρέα Νάλες, ηγετική φυσιογνωμία της νεολαίας του κόμματος μέχρι πρόσφατα, προέρχεται από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος και γράφτηκε ότι κατά την αποχώρηση του Λαφοντέν την άνοιξη με νύχια και με δόντια πείσθηκε να παραμείνει στο κόμμα και να μην ακολουθήσει τα άλλα στελέχη του SPD που προχώρησαν στη δημιουργία του κοινού ψηφοδελτίου με τον Γκίζι. Το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών της Δευτέρας ισοδυναμούσε με πολιτικό σεισμό, όπως έγραψε την επόμενη μέρα στην πρώτη της σελίδα η «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», γιατί με αφορμή την ψηφοφορία αποδοκιμάστηκαν οι βασικότερες επιλογές της ηγεσίας του SPD και συγκεκριμένα η βούλησή του να συγκροτήσει με τη Δεξιά τον μεγάλο συνασπισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο αμέσως κατέθεσε την παραίτησή του ο γραμματέας του κόμματος, που να σημειωθεί ότι μπορεί να δέχθηκε πρόσφατα σφοδρότατες επικρίσεις από τα μέσα ενημέρωσης όταν χαρακτήρισε τους ξένους επενδυτές «ακρίδες», ουδέποτε όμως απ’ όταν ανέλαβε τον Μάρτιο του 2004 την ηγεσία του κόμματος, αμφισβήτησε τα αντιλαϊκά μέτρα του Σρέντερ και ιδιαίτερα το πακέτο αντεργατικών μεταρρυθμίσεων με την ονομασία «Ατζέντα 2010». Ενδεικτικό στοιχείο άλλωστε για τον νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό του είναι ότι προσωπικά ο ίδιος ηγούνταν των διαπραγματεύσεων με τη Δεξιά για τη συγκρότηση του μεγάλου συνασπισμού, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του τη θέση του αναπληρωτή καγκελάριου και υπουργού Εργασίας. Από τα μέσα ενημέρωσης μάλιστα χαρακτηριζόταν ως το νούμερο δύο της οικουμενικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Όλα αυτά μέχρι τη Δευτέρα, που είδε το ίδιο του το κόμμα να απορρίπτει επί της ουσίας την στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή του για τον μεγάλο συνασπισμό.
Ντόμινο παραιτήσεων
Την απόφαση του Μίντεφερινγκ διαδέχθηκε η ανακοίνωση του Έντμουντ Στόιμπερ, ηγέτη της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), που αποτελεί το ένα από τα δύο κόμματα που συγκροτούν τον συνασπισμό της Δεξιάς, ότι θα υπηρετήσει καλύτερα το κόμμα του αν παραμείνει στη Βαυαρία, απ’ όπου προέρχεται! Μια μέρα όμως πριν αποποιηθεί τη θέση του υπουργού Οικονομικών, ο ισχυρότερος άνθρωπος της Δεξιάς στη Γερμανία είχε δηλώσει επίσημα την αμφιβολία του για τη βιωσιμότητα πλέον της κυβέρνησης του μεγάλου συνασπισμού… Αβίαστα συνάγεται ότι ο Στόιμπερ, μεγάλος χαμένος της αναμέτρησης με τον Σρέντερ το 2000, αποχώρησε (προφασιζόμενος επίσης επιμέρους διαφωνίες του με την Άγκελα Μέρκελ, που έχει συμφωνηθεί να αναλάβει την καγκελαρία) προκειμένου να μη συμμετάσχει σε ένα πείραμα θνησιγενές, που αμφισβητείται τόσο ριζικά πριν ακόμη κάνει την επίσημη πρεμιέρα του, μια και οι συζητήσεις για την κατανομή των υπουργείων και τον επακριβή καθορισμό του κυβερνητικού προγράμματος ακόμη συνεχίζονται. Ως πιθανή ημερομηνία για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή η νέα κυβέρνηση θεωρείται η Τρίτη 22 Νοεμβρίου.
Παρ’ όλα αυτά, οι λίγες πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας βεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση συνασπισμού, με την ανοχή του SPD, θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει σε κάθε τομέα μια βαθιά αντιμεταρρύθμιση. Στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων εκτενές ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού «Σπίγκελ» της προηγούμενης εβδομάδας ανέφερε ότι το Βερολίνο θα αναθεωρήσει την προνομιακή σχέση που είχε με το Παρίσι και τη Μόσχα τα τελευταία χρόνια, αναβαθμίζοντας τις σχέσεις του με την Ουάσινγκτον, το Λονδίνο και τα νέα μέλη της ΕΕ από την ανατολική Ευρώπη. Σε ό,τι αφορά την οικονομική και κοινωνική πολιτική, ως πρωταρχικός στόχος έχει οριστεί η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος – που προοιωνίζεται πολιτική λιτότητας και περικοπών και όχι φυσικά αναθεώρηση των εξαγγελιών μείωσης του φόρου που πληρώνουν οι επιχειρήσεις.
Πώς λοιπόν να μη δοκιμαστεί η ενότητα των Σοσιαλδημοκρατών, όταν βλέπουν πως θα δοκιμαστούν ακόμη περισσότερο οι σχέσεις τους με τους εργαζόμενους αν ορκιστεί η οικουμενική κυβέρνηση; Η κρίση που έχει ξεσπάσει στο εσωτερικό του SPD θυμίζει σε πολλά σημεία την κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’80, με αφορμή την απόφαση του ιστορικού ηγέτη τού κόμματος, Χέλμουτ Σμιτ, να δεχτεί στο έδαφος της Γερμανίας τους αμερικάνικους πυραύλους Πέρσινγκ, με το πρόσχημα της ανάσχεσης πιθανής επίθεσης των Σοβιετικών. Εκείνη η κρίση, σε συνδυασμό φυσικά και με τη διεθνή επέλαση του ανερχόμενου και ρωμαλέου τότε ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος του νεοφιλελευθερισμού, έφερε στην καγκελαρία επί 16 ολόκληρα χρόνια τον Χέλμουτ Κολ. Η σοσιαλδημοκρατία όμως του 2005 δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο με τη σοσιαλδημοκρατία του 1998. Οι προσδοκίες του τότε διαψεύστηκαν πανηγυρικά και μετατράπηκαν σε απειλή για τους εργαζόμενους, μια και ο Σρέντερ κατήργησε δικαιώματα και κατακτήσεις που είχε σεβαστεί ακόμη και ο προκάτοχός του στην καγκελαρία.
Θα συνεχιστεί η κρίση
Οι προοπτικές που διαγράφονται για το SPD σήμερα είναι ζοφερές. Η ανάδειξη την Τετάρτη στη θέση του παραιτηθέντος γραμματέα του προερχόμενου από την ανατολική Γερμανία και πρωθυπουργού του Βρανδεμβούργου, Ματθίας Πλάτζεκ, κάθε άλλο παρά τερμάτισε την πολιτική κρίση. Ο νέος ηγέτης του SPD, που κυβερνά το κρατίδιό του μαζί με τη Δεξιά εδώ και χρόνια, επιβλήθηκε προκειμένου να επιβεβαιώσει την πρόθεση του κόμματος να συνεργαστεί με το συνασπισμό της Δεξιάς, γράφοντας έτσι η ηγεσία του κόμματος στα παλαιότερα των υποδημάτων της τη βούληση των γερμανών ψηφοφόρων όπως αυτή εκφράστηκε στις 18 Σεπτέμβρη.
Το αποτέλεσμα τότε, αξίζει να υπενθυμίσουμε, τιμωρούσε τόσο τη Δεξιά, όσο και τη σοσιαλδημοκρατία, ενώ έδινε ένα γερό προβάδισμα στο κόμμα της Αριστεράς, που συγκέντρωσε το 8% – παρά μάλιστα την προσπάθεια διασυρμού κορυφαίων στελεχών του που κατηγορούνταν για συνεργασία με την πάλαι ποτέ ανατολικογερμανική υπηρεσία πληροφοριών Στάζι.
Οι αντιπαραθέσεις για την πολιτική γραμμή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος θα κορυφωθούν στο έκτακτο συνέδριο που οργανώνεται από τις 14 έως τις 16 Νοέμβρη, όπου όχι μόνο θα ψηφισθεί επίσημα η νέα ηγεσία του, αλλά επίσης θα τεθεί προς έγκριση και η συμμετοχή του κόμματος στον μεγάλο συνασπισμό. Εκπλήξεις, που θα απέρριπταν για παράδειγμα την απόφαση της ηγεσίας του κόμματος, ωθώντας τον πρόεδρο της χώρας (και πρώην διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) Χερστ Κέλερ να κηρύξει πρόωρες εκλογές, αν και δεν θεωρούνται πιθανές, δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, που λειτουργούσε ανέκαθεν ως φάρος και για τα υπόλοιπα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της γηραιάς ηπείρου, τιμωρείται από τους ψηφοφόρους του και εισέρχεται σε μια περίοδο κρίσης και συρρίκνωσης ως αποτέλεσμα των δεξιών επιλογών του, όπως ακριβώς συνέβη και στη Γαλλία.