«ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΜΑΝΤΟΥΒ ΚΑΙ ΜΑΝΙΑΤ», ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΛΙΜΑΝΙ ΗΡΘΑΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΙ ΑΝΑΨΑΝ ΦΩΤΙΑ. ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΕΣΕΙ ΑΧ! ΣΤΟ ΚΑΖΑΝΙ;

Κάπου βαθιά στήν έρημο
υπήρχεν δίκην κράτους
ένα μαντρί από θεριά
καί φύλακες βαρβάτους.

Απ’ τό μακρύ τό παρελθόν
εντός κι εκτός ορίων
είχε τρανή παράδοση
η φάρα τών αγρίων.

Έβγαζε καί πολεμιστάς
καί πειρατές συνάμα
καί όλοι πήγαιναν ομού
νά, όπως λέμε «αντάμα».

Ποτέ τους δέν εχώριζαν
ούτε στίς πειρατείες,
καί μοίραζαν τά λάφυρα
δίκαια στίς φατρίες.

Μά ήρθαν χρόνοι δύσκολοι
καί σφίξανε οι κώλοι
καί οι Μανιάτ τό ρίξανε
όλοι στό… καρακόλι.

Πού καρακόλι πάει νά πεί
είδος χωροφυλάκων
πού κυνηγά τόν άδικον
έστω κι άν είναι Λάκων.

Πλήθος αυτών εστήριζον
παλάτια μά καί θρόνους
κι απέκτησαν οφίτσια
μαλάματα, κοθόρνους.

Οι κόθορνοι τούς έδιδαν
ύψος καί παρουσία.
(Μεγαλοπρέπεια, στολές
η κάθε Εξουσία.)

Είχανε εις τό κύτταρον
τήν ολιγολογίαν
κι ουδέποτε βλαστήμαγαν
Χριστόν καί Παναγίαν.

Πιστοί καί ζόρικοι μαζί
τ’ άδικο δέν ξεχνούσαν,
κρατούσαν, δέ, οι Μανιάτ
τό μίσος καί ορμούσαν.

Όσες κι άν διάβαιναν γενιές
αυτοί εκεί, στό μίσος
δέν πά’ νά ήσουν άρχοντας
στρατάρχης ή καί Κροίσος.

Η ομερτά δέν έσβηνε
άν δέν σέ εκδικούντο
είτε μέ εγχειρίδιο
μέ όπλο ή καί τζούντο.

Έτσι μάς τούς παρέδωσε
η μνήμη στούς αιώνες
ολιγαρκείς καί άτεγκτους
κι ως δωρικές κολώνες.

Πολλάκις τούς εζήλεψα
ως ελαφρύς νησιώτης
κι από παιδίον κραύγαζα
«οποία γενναιότης».

Καί νά ‘σου τώρα οι Μανιάτ
νά γυναικοτραβιούνται
κι εις ένα ψαρολίμανο
νά κονταροκτυπιούνται.

Αιτία -λέν- είς φύλαρχος
ατίθασος τά μάλα
φέρων τό όνομα Μαντούβ
καί μέ Μανιάτ κεφάλα.

Ανεξιχνίαστο τό τί
-φυλετικώ τώ τρόπω;-
εκίνησεν τήν έχθρητα
εις λιμανίσιον τόπο.

Κι αναταράζονται ομού
αίματα καί Μαξίμου
καί ερωτάται ο απειθείς
«τί έπαθες παιδί μου;»

Τί αφελής ερώτησις
τί μπούρδα κυβερνώντων
ποτέ έναν σωστό Μανιάτ
δέν ερωτάς στόν βρόντον.

Κι αρχίζει τηλεπόλεμος
καί ανακατωσούρα
όπου βαφτήκαν κόκκινα
τά μάτια καί τά ούρα.

Όλο τό Πανελλήνιον
-συχνάκις νυσταλέον-
βλέπει τό μαλλιοτράβηγμα
καί τούς λυπάται πλέον.

Λόγια πού όζουν ίπτανται
φοβέρες μπουμπουνίζουν,
μηδέν τό αποτέλεσμα
κι ένας τόν άλλον βρίζουν.

Καί η γενναία η φυλή
τών Μανιάτ παρλάρει
έν λόγον ασυμβίβαστον
μέ τήν παλιά της χάρη.
…………………………………………..
…………………………………………..
…………………………………………..
…………………………………………..
Όταν επισκέπτεσαι έναν
ζωολογικό κήπο
τά ζώα πού λυπάσαι δέν είναι
οι μαϊμούδες,
αλλά οι ξευτελισμένοι
βασιλείς λέοντες.


Σχολιάστε εδώ