«Θολά» κανάλια
Όπως διαπιστώνεται από πολλές πλευρές, εδώ και αρκετό καιρό, η παραδοσιακή διάκριση των εξουσιών, που χαρακτηρίζει το δημοκρατικό πολίτευμα, έχει πια καταργηθεί.
Στις τρεις μορφές εξουσίας (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) που καθόρισε ο Μοντεσκιέ στο «Πνεύμα των Νόμων» (1748) έχει προστεθεί η εξουσία των ΜΜΕ, μια εξουσία που δεν αρκείται στην αναζήτηση ενός αυτόνομου -θεσμικά οριοθετημένου- χώρου δραστηριότητας, αλλά καταλαμβάνει περιοχές των άλλων τύπων εξουσίας, «υποκαθιστώντας» άτυπα ένα τμήμα των λειτουργιών τους.
Στο κοινοβούλιο επίλεκτοι, «ευνοούμενοι» των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, βουλευτές -που δεν ανήκουν σε ένα μόνο κόμμα- στηρίζουν, ιδιαίτερα στις κρίσιμες περιόδους, τα συμφέροντα των επιχειρηματιών για να στηριχθούν οι ίδιοι αντίστοιχα στις προεκλογικές περιόδους. Η εικόνα της Βουλής, και ιδιαίτερα η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην περίπτωση του νομοσχεδίου για τη διαπλοκή και τον «βασικό μέτοχο» αποκαλύπτει το βάθος της φθοράς και της εξάρτησης.
Η δεκαπενταετής, ήδη, περίοδος ασυδοσίας των ΜΜΕ -που είχε ως αφετηρία το καλοκαίρι του «περιβόητου» 1989- έχει παγιώσει έναν δυσμενή, για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς του, συσχετισμό, ο οποίος έχει καταστήσει το σύστημα συμφερόντων και διαπλοκής, που κινείται με «πολιορκητικό κριό» τα ΜΜΕ, σχεδόν απρόσβλητο.
Γι’ αυτό και το σύστημα διαπλοκή / ΜΜΕ επεκτείνει τις περιοχές επιρροής του, «αποικιοποιώντας» τμήματα της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας. Πράγματι η υποχώρηση και η ατολμία της εκτελεστικής εξουσίας και των πολιτικών κομμάτων -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- διαμορφώνει ένα πολιτικό κενό, στο οποίο διεισδύουν οι φορείς των ΜΜΕ, επιδιώκοντας απευθείας παρεμβάσεις στις πολιτικές εξελίξεις.
Οι εκπομπές με τους περίφημους «κυνηγούς κεφαλών», που επιλέγουν με προσοχή τα «θύματά» τους ώστε να προκαλέσουν αναταράξεις στο πεδίο της κυβερνητικής εξουσίας, παρεμβαίνουν σε αυτό ακριβώς το πολιτικό κενό. Και, πράγματι, επιτυγχάνουν τον στόχο τους, αφού η κυβερνητική εξουσία πανικόβλητη, ωσάν να μην υπάρχουν θεσμοί, κανόνες και δικαιικό σύστημα στη χώρα, θυσιάζει ως σύγχρονες «Ιφιγένειες» υφυπουργούς, στελέχη επιχειρήσεων, παράγοντες της διοίκησης, προκειμένου να διατηρήσει την αξιοπιστία της.
Είναι όμως ανεκτό, από κάθε δημοκρατικό πολίτη, ανεξάρτητα από τις πολιτικοϊδεολογικές του επιλογές, οι κυβερνητικές μεταβολές και «αντικαταστάσεις» να καθορίζονται από τα ΜΜΕ; Είναι δυνατόν να διαμορφώνονται δικαστικού τύπου διαδικασίες στις τηλεοπτικές οθόνες και να διατυπώνονται ετυμηγορίες περί της «πασιφανούς» ενοχής των «κατηγορουμένων»; Ποια δημοκρατική πολιτεία μπορεί να δεχθεί τέτοιους είδους παρεμβάσεις;
Ασφαλώς οι πρόδηλες αυτές επισημάνσεις κατά κανέναν τρόπο δεν μπορούν να αφορούν την ελεύθερη άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, το καθήκον της αποκάλυψης σκανδάλων και παρατυπιών, το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας και της ελεύθερης διατύπωσης γνώμης. Όλα, όμως, τα συστατικά αυτά στοιχεία της ελευθερίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος δεν μπορούν παρά να έχουν ως όριο τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, να σέβονται τις αρμοδιότητες και τα συνταγματικώς καθορισμένα πλαίσια της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Όμως για να διεκδικήσει τα όρια αυτά το δημοσιογραφικό επάγγελμα θα πρέπει πράγματι να υπηρετεί το περιεχόμενο της έννοιας «επάγγελμα» και να μην αποτελεί μια ακόμα επιχείρηση, που για να εδραιωθεί και να γιγαντωθεί χρειάζεται συνεχώς ζωντανά «θύματα», απαιτεί την αναγνώριση της πολιτικής της επιρροής, επιδιώκει τη λαϊκή νομιμοποίηση, την καθιέρωσή της ως μιας άτυπης θεσμικής οντότητας που «διορθώνει» τις παραλείψεις και τις παρανομίες της διοίκησης και της εκτελεστικής εξουσίας…
Σε αυτά τα φαινόμενα θα πρέπει, δυστυχώς, να προσθέσουμε δημοσιογράφους με διαφημιστικές επιχειρήσεις -που τροφοδοτούνται βέβαια από τις διαφημίσεις των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών- αλλά και εκείνους που, πέραν των άλλων, εργάζονται στα γραφεία Τύπου υπουργείων και οργανισμών, προς δόξαν της αντικειμενικής πληροφόρησης…
Όσο για τους επιλεγμένους «καθοδηγητές» των «παραθύρων» των εσπερινών δελτίων ειδήσεων, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλουν, δεν μπορούν να αποκρύψουν -στον «ωκεανό» των αναλύσεων που επιδίδονται- ούτε τις πολιτικές-επιχειρηματικές σκοπιμότητες που «διεκπεραιώνουν» ούτε, βέβαια, την προσωπική τους ημιμάθεια.
Ασφαλώς στο ευρύτερο κύκλωμα της οικονομικοπολιτικής διαπλοκής οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι αποβαίνουν ταυτόχρονα θύματα και θύτες. Η προάσπιση αξιών και κανόνων στον δημοσιογραφικό χώρο δεν αποτελεί απλώς ένα «εν ανεπαρκεία αγαθό», αλλά συχνά μια επιλογή που περιέχει τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης ή της στασιμότητας στη δημοσιογραφική καριέρα και σε άλλες περιπτώσεις το ενδεχόμενο της απόλυσης.
Όλες αυτές οι παράμετροι αποδεικνύουν τη συνθετότητα του προβλήματος και τις κρίσιμες για τη δημοκρατία διαστάσεις τις οποίες τείνει να προσλάβει.
Η εκάστοτε κυβέρνηση, όλα τα πολιτικά κόμματα, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι ο συμβιβασμός και η συναλλαγή με τα συμφέροντα της διαπλοκής μόνο πρόσκαιρα κέρδη μπορεί να αποφέρει, ενώ μεσοπρόθεσμα μονιμοποιεί -και νομιμοποιεί άτυπα- έναν συνεχή εκβιασμό των συμφερόντων αυτών προς τα κόμματα, αλλά και εμμέσως προς ολόκληρη την κοινωνία και τους φορείς της.
Αν η μια πλευρά του προβλήματος αφορά τη νομοθετική – θεσμική κατοχύρωση («βασικός μέτοχος», κατοχύρωση συχνοτήτων, συγκέντρωση ΜΜΕ στους ιδιοκτήτες), η άλλη, η σημαντικότερη πλευρά αφορά την πολιτική βούληση που απαιτείται για την αυστηρή οριοθέτηση της επιρροής των ΜΜΕ. Και από την εκδήλωση της βούλησης αυτής θα κριθούν πολλά, αν όχι όλα.