Η Συρία επόμενος στόχος των Αμερικανών
Σε αυτήν την κατεύθυνση κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο της στρατιωτικής εισβολής που θα εξουδετέρωνε οριστικά μία από τις σημαντικότερες απειλές που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ στην περιοχή.
Το κείμενο, που χαρακτηρίστηκε από τη Συρία προϊόν πολιτικών πιέσεων, είναι τόσο αστήρικτο που δεν ενοχοποιεί το καθεστώς Άσαντ με αποδείξεις ή στοιχεία που να αποδεικνύουν την ανάμειξη επώνυμων αξιωματούχων της Συρίας στη δολοφονία του λιβανέζου πολιτικού, ο οποίος ήθελε την απόσυρση των συριακών στρατιωτικών δυνάμεων από τον Λίβανο. Αντιθέτως, ενοχοποιεί τη Συρία με υπαινιγμούς, όπως για παράδειγμα ότι η δολοφονία «δεν θα μπορούσε να είχε αποφασιστεί χωρίς την έγκριση κορυφαίων αξιωματούχων ασφαλείας της Συρίας και δεν θα μπορούσε παραπέρα να είχε οργανωθεί χωρίς τη συνεργασία των συναδέλφων τους στις υπηρεσίες ασφαλείας του Λιβάνου». Σε άλλο σημείο, επίσης, αναφέρεται πως «πολλά στοιχεία δείχνουν ευθέως ότι οι δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας εμπλέκονται άμεσα στη δολοφονία» που είχε γίνει στις 14 Φεβρουαρίου του 2005. Αυτό είναι το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την πολύμηνη έρευνα του γερμανού ανακριτή Ντέτλεφ Μέχλίς! Κατανοώντας στη συνέχεια ακόμη και οι συντάκτες του ότι, μια και στερείται της πιο στοιχειώδους αξιοπιστίας, το μόνο που κατάφερνε το συγκεκριμένο πόρισμα ήταν να τους εκθέτει, έδωσαν νέα προθεσμία στον γερμανό επιθεωρητή, τη 15η Δεκεμβρίου, για να το εμπλουτίσει με αποδεικτικά στοιχεία και να το παρουσιάσει εκ νέου.
Ακόμη όμως και έτσι, αυτό το πόρισμα, που απορρίφθηκε επίσης και από τον πρωθυπουργό του Λιβάνου, έδωσε το έναυσμα για να κορυφωθούν οι πιέσεις προς τη Συρία. Ζητούμενο από τη μεριά των ΗΠΑ είναι να πάψει ουσιαστικά η Δαμασκός να στηρίζει έστω και έμμεσα, διά της ανοχής της, όπως κάνει σήμερα, την ιρακινή αντίσταση. Ο Πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ Άσαντ, παρότι μόλις ανέλαβε την κυβέρνηση από τον πατέρα του, Χαφέζ, το 2000, έσπευσε να προαναγγείλει εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, μιλώντας ακόμη και για «άνοιξη της Δαμασκού» (με αποτέλεσμα σύντομα να χαρακτηριστεί «Γκορμπατσόφ της Συρίας»), παρότι την επομένη των επιθέσεων της 11ης Σεπτέμβρη συνεργάστηκε με την Ουάσινγκτον, καταδίδοντας εξτρεμιστές ισλαμιστές, παρότι επίσης αποδέχθηκε τις εντολές των ΗΠΑ και έκλεισε τα γραφεία οργανώσεων όπως η Χεζμπολάχ και η Τζιχάντ στη Δαμασκό, στη συνέχεια, διαισθανόμενος το μέγεθος της απειλής που πρεσβεύει η Ουάσινγκτον για το καθεστώς του, αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις του Ιράκ στη συντριβή της αντίστασης και με έμμεσο τρόπο τη στήριξε. Έτσι οι Αμερικανοί ενέτειναν τις πιέσεις τους προς τη Συρία και τον Μάιο του 2004 τής επέβαλαν κυρώσεις με την κατηγορία ότι υποστηρίζει την τρομοκρατία. Η στάση των ΗΠΑ ήταν τόσο εχθρική απέναντι στη Δαμασκό ώστε στις 13 Σεπτέμβρη ο Μπους απείλησε ευθέως τη Δαμασκό σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε από τη Νέα Υόρκη μαζί με τον «κουίσλινγκ» του Ιράκ, Τζαλάλ Ταλαμπανί, ενώ, σύμφωνα με ρεπορτάζ του βρετανικού «Γκάρντιαν» της 12ης Οκτώβρη, τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε «ο κ. Άσαντ ακύρωσε την επίσκεψή του στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησαν σαφές σε αυτόν και άλλους άραβες ηγέτες ότι θα μποϊκόταραν τις συναντήσεις στις οποίες θα παρευρισκόταν»! Ουσιαστικά, δηλαδή, οι ΗΠΑ σε μια επίδειξη αυτοκρατορικής αλαζονείας δεν τους επέτρεψαν να παραστούν στη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ! Προάγγελος της σημερινής όξυνσης ήταν, επίσης, η επίθεση με πυραύλους που εξαπέλυσε το Ισραήλ σε προάστια της Δαμασκού, ακριβώς πριν από δύο χρόνια, ως αντίποινα για μια επίθεση που είχε δεχθεί από παλαιστίνιους μαχητές. Η επίθεση αυτή ήταν η πρώτη που εξαπολύθηκε σε εδάφη της Συρίας μετά τον πόλεμο του 1973. Η Συρία επίσης και το Ιράν κατηγορούνται από κοινού ότι στηρίζουν τη Χεζμπολάχ που βρίσκεται στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου και έχει χαρακτηριστεί επισήμως «τρομοκρατική» οργάνωση από τις ΗΠΑ, επειδή αποτελεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στα επεκτατικά σχέδια των σιωνιστών, τουλάχιστον προς τον βορρά. Για όλους αυτούς, λοιπόν, τους λόγους οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί θέλουν να ξεμπερδεύουν με τη Συρία και εκμεταλλεύονται σε αυτήν την κατεύθυνση την υπόθεση της δολοφονίας του Χαρίρι.
Όργανο των ΗΠΑ η αντιπολίτευση
Η δημοσιοποίηση της έκθεσης του γερμανού ανακριτή έδωσε την αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια και περισσότερο πολιτικού χαρακτήρα μέτρα υπονόμευσης του καθεστώτος που οργανώνουν υπογείως οι Αμερικανοί εδώ και καιρό. Έγραφε, έτσι, σε ένα εκτενές και ιδιαίτερα διαφωτιστικό ρεπορτάζ της η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» της Τρίτης: «Η αυξανόμενη πίεση στο καθεστώς της Δαμασκού έχει ωθήσει αμερικανούς αξιωματούχους στην αναζήτηση αξιόπιστων ομάδων από το εσωτερικό της Συρίας που θα μπορούσαν να πιέσουν την κυβέρνηση ή πιθανώς ακόμη και να προσφέρουν μια εναλλακτική κυβέρνηση. Δεν έχουν βρει πολλά πράγματα. Οι αποκομμένες μεταξύ τους ομάδες της αντιπολίτευσης της Συρίας είναι οι πρώτες που αναγνωρίζουν την αδυναμία τους, μια και δεν έχουν καμιά επαφή με τους περισσότερους Σύρους και κυρίως είναι αναποτελεσματικές. Αλλά το πόρισμα του Μέχλις τις βοήθησε να ενεργοποιηθούν και τις ώθησε να κάνουν τα πρώτα τους νηπιακά βήματα στην κατεύθυνση σχηματισμού ενός πιο συνεκτικού μετώπου». Ομολογείται έτσι ότι το πόρισμα του γερμανού ανακριτή συνέβαλε στην υπονόμευση του καθεστώτος, ενισχύοντας τις φιλοαμερικανικές ομάδες. Στη συνέχεια αυτού του εξαιρετικά αποκαλυπτικού ρεπορτάζ αναφέρεται, επίσης, ότι ομάδες της αντιπολίτευσης που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ έχουν εξασφαλίσει ακόμη και τη στήριξη φιλοϊσραηλινών ομάδων. Συνάγεται έτσι από τα παραπάνω ότι οι ΗΠΑ, σε πλήρη αναντιστοιχία με τη φιλελεύθερη ρητορική τους και τα εγκώμια που πλέκουν στη δημοκρατία, συστηματικά απεργάζονται την ανατροπή της κυβέρνησης του Άσαντ, στηρίζοντας και πριμοδοτώντας ομάδες πολιτικών που ελέγχονται κατευθείαν από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Τους επόμενους μήνες η πίεση προς τη Συρία αναμφισβήτητα θα κορυφωθεί. Οι ΗΠΑ απαιτούν άμεσα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να ψηφίσει την εφαρμογή κυρώσεων. Αυτήν τη φορά μάλιστα οι Αμερικανοί δεν θα είναι τόσο μόνοι όσο ήταν πριν από τρία χρόνια με αφορμή το Ιράκ. Μαζί τους, σε έναν τουλάχιστον βαθμό, θα είναι και οι Γάλλοι. Μετά από συνάντηση που είχε ο γάλλος Πρόεδρος Ζακ Σιράκ με τον Μπους τον Φεβρουάριο στις Βρυξέλλες, οκτώ ημέρες μετά τη δολοφονία του Χαρίρι, είχε υιοθετήσει τα επιχειρήματα και την κριτική του εναντίον της Συρίας, πρωταγωνιστώντας ακολούθως στις πιέσεις που ασκήθηκαν στη Συρία για να αποσύρει τον στρατό της από τον Λίβανο. Ίσως η γαλλική διπλωματία να αποφάσισε ότι αντιβαίνει στα συμφέροντά της ένα δεύτερο κύμα προώθησης των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, που θα φέρει τους Αμερικανούς ακόμη πιο κοντά στην Ευρώπη, και κατέληξε ότι έστω και από μειονεκτικές θέσεις οφείλει να συμμετάσχει στην αναδιανομή της πίτας. Πολύ περισσότερο που η Μέση Ανατολή (όπως και η Βόρεια Αφρική) ανέκαθεν ήταν για τη Γαλλία ό,τι η Λατινική Αμερική για τις ΗΠΑ: η πίσω αυλή της. Παρ’ όλα αυτά ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών δεν συμμερίστηκε τη σπουδή του εκπροσώπου των ΗΠΑ στον ΟΗΕ να επιβληθούν άμεσα μέτρα κατά της Συρίας. Παρέπεμψε, αντιθέτως, την εφαρμογή τους για τις 15 Δεκέμβρη, όταν θα δοθεί στη δημοσιότητα η δεύτερη και πιο εμπεριστατωμένη έκδοση του πορίσματος για τη δολοφονία του Χαρίρι. Η Ρωσία και η Κίνα, από την πλευρά τους, δεν φάνηκαν διατεθειμένες να διευκολύνουν τους αμερικανικούς σχεδιασμούς στη Μέση Ανατολή, αποφεύγοντας να επικρίνουν ευθέως τη Συρία.
Τα επιθετικά σχέδια των ΗΠΑ δεν θα μείνουν χωρίς αντιδράσεις. Την εβδομάδα που πέρασε, όταν τα δυτικά μέσα διαπίστωναν με απογοήτευση την έκταση της ανυποληψίας των αντιπολιτευόμενων ομάδων, στους δρόμους της Δαμασκού, σύμφωνα με πηγές της Δύσης, βγήκαν εκατοντάδες χιλιάδες Σύριοι που διαδήλωναν ότι «η Συρία δεν θα γίνει το δεύτερο Ιράκ». Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα αμερικανικά σχέδια ανατρέπουν ισορροπίες χρόνων, βάζοντας φωτιά ακόμη και σε αυτήν την εύθραυστη σταθερότητα που υπήρχε στην περιοχή και, κυρίως, προμηνύοντας νέα ποτάμια αίματος.