Η σκανδαλοθηρία και τα όρια του διασυρμού

Από τον Γιοσάκη στον Βαβύλη και από εκεί στον Ρεγκούζα, τον Μαντούβαλο, τον Μίχαλο και ποιος ξέρει πού αλλού, η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Καμιά τριανταριά φύλλα (κυριακάτικες εκδόσεις) και μερικές εβδομαδιαίες εκπομπές. Η συνταγή είναι γνωστή, όπως και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται.

Για να καεί κάποιος χρειάζεται ακόμα ένας που να θέλει να τον κάψει, χρειάζεται ακόμα και γνώση του παρελθόντος του, κάθε σκοτεινής γωνιάς, κάθε αθέατης όψης. Τέτοιας όψης που όλοι έχουμε στη ζωή μας και που δεν τη βγάζουμε φέιγ βολάν, δεν τη διαλαλούμε, όχι γιατί είναι προς θάνατο, αλλά δεν είμαστε και περήφανοι γι’ αυτήν.

Όλοι έχουμε στη ζωή μας πτυχές και εκδοχές που δεν μας κάνουν χαρούμενους και περήφανους. Η σκανδαλοθηρία βασίζεται εκεί ακριβώς. Αλιεύει στα θολά, εκεί που το δόλωμα ανακατεύεται με την ιλύ, δεν φαίνεται καλά και τα θηράματα (ψάρια) δεν το διακρίνουν παρά την οξύτατη όρασή τους. Είναι εκεί ακριβώς που το γήπεδο γίνεται βαρύ, το κομμάτι που πατιέται πολύ από τους παίκτες γύρω από το κέντρο, λασπωμένο καθώς είναι, γίνεται απαίσιο και κανείς δεν αποδίδει καλά.

Στο θολό τοπίο, το λασπωμένο, το διαβρωμένο, βγαίνουν οι εκούσιοι συνεργάτες των σκανδαλοθήρων και μαζεύουν πληροφορίες για όλους, έτσι που «η ερευνητική δημοσιογραφία» να βγάλει στη φόρα ό,τι χρειάζεται, όταν χρειάζεται.

Ο εκφραστής της «ερευνητικής δημοσιογραφίας» ανήκει συνήθως σε μία από τις δύο μεγάλες κατηγορίες: είτε είναι απολύτως αδίστακτος, ανήθικος και θέλει να βγάλει από τις ιστορίες, να γίνει φίρμα (αν δεν είναι ήδη), να αυξήσει το κασέ του, είτε κουβαλάει μια δόση ματαιοδοξίας ότι προσφέρει μέσω των αποκαλύψεών του κοινωνικό έργο, άρα αισθάνεται και σωτήρας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν «κονομάει» στην πλάτη όσων ξεφτιλίζει, απλώς παραμυθιάζει και παραμυθιάζεται ότι κάνει κάτι σπουδαίο. Ενώ ο κυνικός δεν χάνει χρόνο με τέτοια, μπορεί και να μην του περνάει καν από το μυαλό.

Ασφαλώς είναι γελοίο το θέαμα να διοργανώνονται συζητήσεις στην τηλεόραση, όπου ερευνώνται τα όρια της αποκάλυψης και η διαφορά της ερευνητικής δημοσιογραφίας από τον διασυρμό. Εάν βγάζει κανείς το παντεσπάνι του έτσι, δεν βλέπει κανέναν λόγο να αλλάξει και να επιστρέψει στο μεροκάματο.

Επιπλέον, όσο διακρίνει ότι αναπτύσσεται ένας προβληματισμός για τον ρόλο και την ποιότητα των αποκαλύψεων τόσο νιώθει ότι ο ίδιος (και το παντεσπάνι του) απειλείται, άρα θα οργανώσει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την άμυνά του. Αυτό δεν είναι πολύ δύσκολο, ιδίως αφού βρίσκει σχετικά εύκολα υποστηρικτές του έργου του στον πολιτικό κόσμο. Οι υποστηρικτές αυτοί, αυτόκλητοι πολλές φορές, ξεχνούν ότι μπορεί να βρεθούν αύριο στην ίδια θέση με το υποκείμενο της κρίσης (τον «αποκαλυπτόμενο» ως απατεώνα ή κάπως έτσι), θεωρώντας αφελώς ότι η προσφορά τους να στηρίξουν το έργο του δημοσιογραφικού «Ιαβέρη» τούς εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο.

Από την άλλη πλευρά, τον ιδιότυπο ιαβερισμό υφίσταται (στις μέρες μας) μια χυδαία εξουσία που προσωποποιείται σε μια παρέα. Στενοί (πολιτικοί) φίλοι του πρωθυπουργού παρανόησαν τη σημασία και τη λειτουργικότητα της καλά οργανωμένης ομάδας που κυβερνά (ποτέ και πουθενά στον κόσμο μια κυβέρνηση δεν κυβερνά διά των 20, 30, 40 μελών της, αλλά διά της διευθύνουσας στενής ομάδας του πρωθυπουργού) και μεταβλήθηκαν σε δράκα αχόρταγων αλαζόνων που μοιράζουν το παιχνίδι μόνο σε φίλους τους.

Αλλά αυτό δεν είναι διευθυντήριο που προστατεύει τον πρωθυπουργό, είναι εσμός που τον εκθέτει. Από τη μια η αδυναμία να οικοδομηθεί ουσιαστική συμμαχία ή κατάσταση «μη πολέμου» με τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ (ορισμένοι αφελείς θεώρησαν ότι θα το πετύχαιναν εύκολα) και από την άλλη η ανικανότητα να παραχθεί πολιτικό έργο δημιουργούν συνθήκες όπου η κυβέρνηση προσφέρεται για σκανδαλοθηρία και για στρίμωγμα στα σκοινιά του ρινγκ.

Η «ερευνητική δημοσιογραφία» δεν άργησε να ανακαλύψει τα κενά αυτής της κυβέρνησης, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές της. Από εκεί και μετά δεν ήταν δύσκολο να εντοπίσει ευάλωτους υπουργούς, υφυπουργούς, κρατικούς λειτουργούς και να τους βγάλει «στη σέντρα», γεμίζοντας τον τηλεοπτικό (και όχι μόνο) χρόνο με σκανδαλοσυζητήσεις.

Η υποκρισία κορυφώνεται, όταν οι φορείς αυτών των επιλογών και τακτικών είναι οι πρώτοι που διαλαλούν την ανησυχία τους για την έλλειψη πολιτικής και την υποκατάστασή της από τα κουτσομπολιά και τις «αποκαλύψεις». Ασφαλώς δεν ομολογούν ότι αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, αν η πολιτική ήταν ποιοτική, ηθική και κυρίαρχη, οι ίδιοι θα ήταν άνεργοι ή απλώς μισθοδοτούμενοι συντάκτες.

Η «ερευνητική δημοσιογραφία» βρίσκει κατάλληλο έδαφος και αναπτύσσεται, επειδή ακριβώς η ποιότητα της δημόσιας ζωής το επιτρέπει. Ούτε νόμοι ούτε καταστολή μπορεί να είναι το αντίδοτο και η λύση. Η απάντηση είναι ατομική και αφορά τον καθένα ξεχωριστά. Η αθλιότητα είναι τόσο μεγάλη και άφθονη ώστε όλοι μπορούν, αφού πάρουν μέρος σε αυτήν ως καταναλωτές ειδήσεων και αποκαλύψεων, να κάνουν τις επιλογές τους. Είναι θέμα προσωπικής αξιοπρέπειας.


Σχολιάστε εδώ