Το μήνυμα Παπούλια από την Κύπρο
Εξελίχθηκε όμως σε μια βαρυσήμαντη επίσκεψη από πλευράς μηνυμάτων προς κάθε κατεύθυνση και γνήσιας εθνικής έκφρασης και επικοινωνίας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μίλησε με την άμεση γλώσσα της αλήθειας. Αναφέρθηκε στη βάρβαρη τουρκική κατοχή. Στην ανάγκη ουσιαστικής εκπληρώσεως από την Άγκυρα των δεσμεύσεων που ανέλαβε έναντι της ΕΕ. Στην αξία του ενιαίου αμυντικού δόγματος για την άμυνα της Κύπρου, προσαρμοσμένου έστω στις νέες συνθήκες. Στην αμερικανική πρόκληση που συνιστά η πρόσκληση στην Ουάσινγκτον, στο Στέιτ Ντιπάρντμεντ, από την αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών κ. Κοντολίζα Ράις, του παρουσιαζομένου ως «προέδρου» του ψευδοκράτους τουρκοκύπριου ηγέτη Ταλάτ. «Τέτοιες πρωτοβουλίες», υπογράμμισε ο Πρόεδρος «δεν λύνουν αδιέξοδα, αλλά δημιουργούν αδιέξοδα». Επεσήμανε, τέλος, με έμφαση, ότι η ΕΕ, της οποίας η Κύπρος είναι μια από τις χώρες μέλη, δεν μπορεί να κλείνει επ’ άπειρον τα μάτια μπροστά στην τουρκική κατοχή στην Κύπρο.
Ο Πρόεδρος είπε τα αυτονόητα, που κατάντησαν όμως με την ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική, όχι και τόσο αυτονόητα
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν αναφέρθηκε σε τίποτε νέο. Μίλησε για τα αυτονόητα. Ακόμη όμως και αυτά κατάντησαν, δυστυχώς, με την ακολουθούμενη πολιτική των τελευταίων χρόνων και κυβερνήσεων, όχι και τόσο αυτονόητα.
Η αναφορά στην τουρκική κατοχή έγινε τόσο περιφραστική και υπονοούμενη, που κατάντησε δυσδιάκριτη στις ομιλίες και στις δηλώσεις κυβερνώντων. Με άλλοθι τις διακοινοτικές συνομιλίες και τη διακοινοτική προσέγγιση, η αναφορά στην κατοχή παρουσιάζεται περίπου ως αντιπαραγωγική. Αμερικανοί και Βρετανοί, που έχουν κάθε λόγο να υποβαθμίζουν την τουρκική κατοχή και να παρουσιάζουν το Κυπριακό ως διακοινοτική διαμάχη, δεν φείδονται παραινέσεων και νουθεσιών. Πιέζουν την ελληνική πλευρά να αποφεύγει τις καταγγελίες της τουρκικής κατοχής για να υποβοηθήσει τον ελληνοτουρκικό διάλογο και να μη δημιουργήσει εμπόδια στον ευρωπαϊκό δρόμο της Άγκυρας, που υποστηρίζει άλλωστε και η ίδια!
Απώτερος στόχος του αμερικανοβρετανικού παράγοντα και της Άγκυρας είναι η σιωπηρή παραγραφή της κατοχής. Η παρουσίαση της κατεχόμενης Κύπρου ως εδάφους της «ισότιμης» τουρκοκυπριακής οντότητας. Βεβαίως, παραδέχονται ότι θα χρειασθεί, στο πλαίσιο της τελικής ρυθμίσεως να γίνουν κάποιες εδαφικές αναπροσαρμογές έναντι της αποδοχής από την ελληνοτουρκική πλευρά δύο απολύτως ισοτίμων και ισοκυρίαρχων μερών, ανεξαρτήτως πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Παράλληλα επίσης με αποδοχή τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας και τουρκικών εγγυήσεων στο διηνεκές.
Συναφής και χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της προσκλήσεως Ταλάτ στην Ουάσινγκτον. Ενώ, υποτίθεται η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Άγκυρας με την ΕΕ συμπορεύεται με νέες προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού, για το οποίο γίνεται αναφορά στο διαπραγματευτικό πλαίσιο ως «συστατικό στοιχείο» της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας», η Ουάσινγκτον σπεύδει να σηματοδοτήσει με πρωτοβουλίες της την κατεύθυνση της «λύσεως» που επιδιώκει, σε αγαστή συνεργασία με τη Μ. Βρετανία και την Άγκυρα. Προσκαλεί τον τουρκοκύπριο ηγέτη στην Ουάσινγκτον. Για πρώτη φορά θα τον δεχθεί επίσης, στο Στέιτ Ντιπάρντμεντ, σε μια προφανή προσπάθεια να τον αναβαθμίσει. Να προωθήσει την ντε φάκτο αναγνώριση των κατεχομένων ως εδάφους του τουρκοκύπριου «συνιστώντος κράτους», όπως περίπου προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν.
Υπό το φως των αμερικανικών αυτών κινήσεων, ποια αξία έχουν οι διαβεβαιώσεις Ανάν ότι οι νέες προβλεπόμενες πρωτοβουλίες και διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού δεν θα έχουν ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και δεν θα περιλαμβάνουν επιδιαιτησία; Πράγματι, η Άγκυρα έχει σήμερα λόγο να επιθυμεί την έναρξη επειγόντως νέας πρωτοβουλίας του Κόφι Ανάν. Πρώτον, για να παγιώσει τον διπλωματικό εγκλωβισμό του Κυπριακού στο προνομιακό γι’ αυτήν πλαίσιο του ΟΗΕ. Δεύτερον, για να έχει άλλοθι ότι «συζητείται» η λύση του Κυπριακού στον ΟΗΕ και ότι δεν πρέπει γι’ αυτό να πιέζεται από την ΕΕ να αναγνωρίσει, «το συντομότερο δυνατόν», όπως αναφέρεται στο διαπραγματευτικό πλαίσιο, τη σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία. Υπό τις συνθήκες όμως αυτές, η Άγκυρα δεν έχει κανένα λόγο να επισπεύσει για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων, με «παραχωρήσεις» σε σχέση με αυτά που πήρε με το σχέδιο και την επιδιαιτησία Ανάν.
Στόχος η προώθηση της λεγόμενης άρσεως της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων και του κανονισμού για το απευθείας εμπόριο
Στρατηγικός στόχος επομένως της Άγκυρας, όσο και του αμερικανοβρετανικού παράγοντα, που ενδιαφέρεται εξίσου για «λύση» του Κυπριακού τύπου Ανάν, παραμένει η λεγόμενη «άρση του οικονομικού αποκλεισμού των Τουρκοκυπρίων» και το «απευθείας εμπόριο», απευθείας δηλαδή εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΕΕ και κατεχόμενης Κύπρου.
Η Άγκυρα προβάλλει άλλωστε προς κάθε κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία την αξίωσή της για σύνδεση της εφαρμογής από μέρους της του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως και του ανοίγματος των λιμένων και αερολιμένων της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα με την προώθηση του κανονισμού για το απευθείας εμπόριο.
Πώς αντιμετωπίζει η ελληνική πλευρά τη στρατηγική αυτή; Με σιωπή και υποβαθμισμένη αναφορά στην τουρκική κατοχή στην Κύπρο, γεγονός που υποβοηθά το παιχνίδι της άλλης πλευράς να παρουσιάζει το Κυπριακό ως διακοινοτική διαμάχη και ως αδικημένους και «οικονομικά αποκλεισμένους» τους Τουρκοκυπρίους;
Πώς αντιμετωπίζει τις αμερικανικές προκλήσεις, όπως η πρόσκληση Ταλάτ, όταν συνέπλευσε με τις γεωπολιτικές επιλογές των ΗΠΑ σε σχέση με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ και έφτασε στο σημείο να αποσυνδέσει ουσιαστικά απ’ αυτήν τα ελληνοτουρκικά θέματα για να διευκολύνει την Άγκυρα;
Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να αντιμετωπίζει με σιωπή ή με χλιαρό τρόπο είτε το θέμα της κατοχής για λόγους δήθεν τακτικής, είτε τις αμερικανικές προκλήσεις. Είναι προφανές ότι οι τελευταίες υποσκάπτουν εκ των πραγμάτων τις προοπτικές για μια στοιχειωδώς δίκαιη λύση του Κυπριακού. Τοξεύουν προς την κατεύθυνση μιας ντε φάκτο επιβολής του Σχεδίου Ανάν, μέσω της αναβαθμίσεώς του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους και της άτυπης διεθνούς αναγνωρίσεώς του κατά το πρότυπο της Ταϊβάν.
Αντιθέτως, η ελληνική πλευρά πρέπει, με κάθε ευκαιρία, να θέτει ευθέως και ευθαρσώς το θέμα της τουρκικής κατοχής, όπως ακριβώς το έθεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Να αντιδρά με έντονο και αποφασιστικό τρόπο απέναντι σε προκλήσεις και πρωτοβουλίες που οδηγούν στην κατατριβή του Κυπριακού ως θέματος κατοχής και σε «λύσεις» που αντιμάχονται τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού.
Εάν η αμερικανική πολιτική έχει ως στόχο να επαναφέρει απλώς το Σχέδιο Ανάν με μια νέα πρωτοβουλία του Κόφι Ανάν, γιατί η ελληνική πλευρά να επισπεύδει; Γιατί να επενδύει διαπλωματικά και να παραμένει εγκλωβισμένη σε μια στρατηγική, που δεν υπόσχεται για αυτήν τίποτε καλό, αλλά αντιθέτως θα εξυπηρετήσει τα σχέδια των αντιπάλων της για την επαναφορά και επιβολή του Σχεδίου Ανάν;
Ασφαλώς, η ελληνική πλευρά έχασε την ιστορική στρατηγική ευκαιρία στη Σύνοδο του Δεκεμβρίου του 2004 και προσφάτως στο Λουξεμβούργο και διαπραγματευθεί σκληρά και να συνδέσει άμεσα, συγκεκριμένα και ουσιαστικά την τουρκική ενταξιακή πορεία με τα ελληνοτουρκικά θέματα, περιλαμβανομένου του Κυπριακού.
Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική πλευρά έχει πάντα στη διάθεσή της μέσα και τρόπους για να ασκήσει πίεση στην Άγκυρα στην ΕΕ. Το άνοιγμα και το κλείσιμο καθενός από τα 35 υπό διαπραγμάτευση κεφάλαια απαιτούν τη σύμφωνη γνώμη και των 25. Αυτό που απαιτείται όμως είναι μια πιο αποφασιστική και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, απαλλαγμένη από ξενόφερτα ιδεολογήματα και ενταγμένη σε μια συνολική εθνική στρατηγική.
Η Άγκυρα πρέπει να είναι συνεχώς υπόλογη για τη βάρβαρη κατοχή της στην Κύπρο και για τις άλλες προκλήσεις, αυθαίρετες αξιώσεις και παραβιάσεις της. Η ΕΕ παρέχει ειδικότερα για το Κυπριακό ένα νέο προνομιακό για την ελληνική πλευρά διπλωματικό πλαίσιο. Το επιχείρημα ότι η ΕΕ δεν θέλει να εμπλακεί στο Κυπριακό δεν ευσταθεί. Η Κύπρος, ως χώρα μέλος, έχει τα ίδια με τις άλλες χώρες θεσμικά δικαιώματα και δυνατότητες. Στο μέτρο που η ίδια και γενικά η ελληνική πλευρά διεκδικεί και υπερασπίζει τα δικαιώματά της, το θέμα τίθεται εκ των πραγμάτων και η ΕΕ είναι υποχρεωμένη να το αντιμετωπίσει. Η ελληνική πλευρά όμως δεν μπορεί η ίδια να υποχωρεί και να αναμένει από τους άλλους να είναι βασιλικότεροι του βασιλέως.
Η ελληνική πλευρά πρέπει να αναμένει διπλωματική επίθεση της βρετανικής προεδρίας στη σύνοδο του Δεκεμβρίου και να προετοιμασθεί αναλόγως
Η βρετανική προεδρία εξάντλησε την ενέργειά της στο πρώτο ήμισυ της θητείας της για να παραμερίσει τα εμπόδια και να καταστήσει εφικτή την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Άγκυρας την 3η Οκτωβρίου. Μεταξύ των θεμάτων που θέτει σε προτεραιότητα μέχρι το τέλος της θητείας της τον προσεχή Δεκέμβριο είναι η προώθηση του κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο», που έχει γι’ αυτήν και τους διπλωματικούς εταίρους της στο Σχέδιο Ανάν καθοριστική σημασία.
Προετοιμαζόμενη στην προοπτική αυτή, μερίμνησε άλλωστε, με την απαράδεκτη αμέλεια των ελλήνων ευρωβουλευτών, να περιλάβει ως τελευταία παράγραφο στο πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για την Τουρκία αναφορά υπέρ του απευθείας εμπορίου, επικαλούμενη παλαιότερο ψήφισμα. Η σχετική περικοπή κάνει έκκληση μάλιστα στη σημερινή βρετανική προεδρία να θέσει το θέμα προς έγκριση στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. Για τη λήψη αποφάσεως, σύμφωνα με γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, απαιτείται ομοφωνία. Η βρετανική προεδρία βυσσοδομεί όμως για να κάνει αποδεκτή την πρότασή της για έγκριση του κανονισμού με απλή πλειοψηφία, με βάση το άρθρο της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, που αναφέρεται στις σχέσεις της ΕΕ με τρίτες χώρες.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πράγματι, δεν είπε στην Κύπρο κάτι νέο. Υπενθύμισε όμως με έμφαση πόση αξία έχουν το αίσθημα του πατριωτισμού, η εθνική αξιοπρέπεια, ο αγώνας για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη και η ανεξάρτητη εθνική εξωτερική πολιτική που εμπνέεται από αυτές τις αξίες. Τα λόγια αυτά είναι μια αύρα μέσα στο σημερινό τοπίο. Απευθύνονται προς όλες τις πολιτικές ηγεσίες και προς όλους τους Έλληνες. Απευθύνονται επίσης προς τους αμερικανούς συμμάχους, που υπολαμβάνουν ως δεδομένη την ελληνική εξωτερική πολιτική και επιδεικνύουν προκλητική έλλειψη σεβασμού των ευαισθησιών και των συμφερόντων του ελληνικού λαού.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου