Πόσο δίκαιη μπορεί να είναι η «δικαιοσύνη των νικητών»;

Ένα από τα μείζονος σημασίας ερωτήματα που πρέπει να τεθούν, να ερευνηθούν και φυσικά να απαντηθούν είναι κατά πόσο μπορεί το δικαστήριο του νικητή να δικάζει τον ηττημένο, όπου και αν αυτό συμβαίνει. Αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί η δίκη τού πρώην Προέδρου του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν που ξεκίνησε την Τετάρτη 19 του μηνός και πήρε αναβολή για το τέλος Νοεμβρίου, έπειτα από αίτημα της υπεράσπισης, προκειμένου να ενημερωθούν για την ογκώδη δικογραφία μιας από τις υποθέσεις για τις οποίες είναι κατηγορούμενος ο Σ. Χουσεΐν, διότι ακόμα και αν καταδικαστεί σε θάνατο, είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν και άλλες δίκες.

Και τούτο διότι στόχος εκείνων που τον παραπέμπουν είναι να δείξουν πόσο τέρας είναι και τι ποινή τού αξίζει.

Το δικαστήριο του μεταπολεμικού Ιράκ στήθηκε με χρήματα του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως και όλο το Ιράκ, αφού διαλύθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ξαναστήνεται από τις ίδιες με βάση φυσικά τις δικές τους αρχές για τον πολιτισμό και τη δημοκρατία. Έχουμε εδώ το αξιοπερίεργο φαινόμενο ο εισβολέας και νικητής σε έναν άνισο και καταστροφικό πόλεμο (που στοίχισε τη ζωή σε περίπου ένα εκατομμύριο ιρακινούς στρατιώτες και πολίτες), αφού επικράτησε, να μην αποχωρεί από τη γη που ασφαλώς δεν του ανήκει, αλλά να παραμένει και να δημιουργεί κράτος στη βάση των αξιών του.

Καταρρίπτεται εξ αποτελέσματος ο βασικός ισχυρισμός των Αμερικανών ότι έκαναν αυτόν τον πόλεμο για να βρουν τα πυρηνικά που αργότερα έγιναν βιολογικά και μετά χημικά όπλα μαζικής καταστροφής του καθεστώτος Σαντάμ και να τα καταστρέψουν. Επειδή ακριβώς δεν βρήκαν τίποτα απ’ όλ’ αυτά, ενεργοποίησαν τον δεύτερο λόγο εισβολής που δεν ήταν άλλος από το «να απαλλάξουμε τον ιρακινό λαό από τον δικτάτορα Σαντάμ», κάτι που συνέβη, αλλά πάλι παρέμειναν. Τότε εφευρέθηκε τρίτος λόγος που ακούει στο επιχείρημα «να φτιάξουμε δημοκρατία και θεσμούς στο Ιράκ», κάτι που εξελίσσεται, αφού και εκλογές διοργάνωσαν (βγήκε κυβέρνηση) και δημοψήφισμα έκαναν για την αποδοχή (ψηφίστηκε) του Συντάγματος που έφτιαξαν με τη βοήθεια τοπικών συνεργατών τους, σιιτών κυρίως και Κούρδων και ελαχίστων σουνιτών.

Στο πλαίσιο του τρίτου αυτού λόγου εντάσσεται και η διοργάνωση της δίκης Σαντάμ που αναμένεται να αποτελέσει ένα μεγάλο παγκόσμιο θέαμα και ακρόαμα, το οποίο οι διοργανωτές του ελπίζουν ότι θα δικαιώσεις τις επιλογές τους. Βεβαίως υπάρχει γι’ αυτούς ο κίνδυνος να λειτουργήσει αλλιώς το πράγμα και ο Σαντάμ να αναδειχθεί σε ήρωα του ιρακινού έθνους (ή μεγάλους μέρους του Ιράκ), αποτελώντας συγχρόνως σύμβολο και για άλλους αραβικούς λαούς. Αυτά όλα αφορούν τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης και τον επικοινωνιακό χειρισμό των ενδιαφερόμενων πλευρών.

Το μεγάλο ζητούμενο είναι η ίδια η δίκη, αυτή καθεαυτήν η δημιουργία του δικαστηρίου και το γενικότερο ερώτημα που προκύπτει, κατά πόσο δηλαδή είναι θέση (συνάδει με το διεθνές δίκαιο) ξένη δύναμη εισβολής και κατοχής να οικοδομεί θεσμούς, να νομοθετεί και να παράγει δίκαιο.

Πριν απαντηθεί αυτό, κάθε ενέργεια επέμβασης τρίτου ισοδυναμεί με κατάργηση της αυτονομίας ενός λαού και της ανεξαρτησίας μιας χώρας. Δεν πρόκειται απλώς για τη «δικαιοσύνη των νικητών», θέμα τεράστιο από μόνο του αξεδιάλυτο, πρόκειται για τη δικαιοσύνη των κατακτητών και παρανόμως κατεχόντων ανεξάρτητη χώρα, μέλος του ΟΗΕ. Το επιχείρημα ότι οι ξένες δυνάμεις (ΗΠΑ και σύμμαχοι) βρίσκονται εκεί με τη σύμφωνη γνώμη του ΟΗΕ για να επιτηρούν την τάξη και να φροντίζουν την ασφάλεια των πολιτών ως συνέχεια της αρχικής επιχείρησης δεν ισχύει, διότι το χάος δημιουργήθηκε από την εισβολή, ενώ η κατοχή δεν είναι νομιμοποιημένη από κανένα όργανο.

Εδώ δεν πρόκειται (όπως συχνά ακούγεται ως παράδειγμα) για ανάλογο της δίκης της Νυρεμβέργης, όπου δικάστηκαν και λογοδότησαν εγκληματίες πολέμου και υπεύθυνοι για τη σφαγή στην Ευρώπη. Πρόκειται για τοπικό δικαστήριο, στημένο από τις δυνάμεις εισβολής και κατοχής, που καλείται να νομιμοποιήσει τον αρχικό σκοπό και στόχο της επέμβασης, του πολέμου: να αποδειχθεί ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είναι σφαγέας, ευθύνεται για μαζικές δολοφονίες, άρα είναι επικίνδυνος όχι μόνο για τον λαό του, αλλά για όλους.

Το όλο εγχείρημα δεν πάσχει μόνο στο πεδίο της νομιμότητας, αλλά και σε αυτό του πολιτισμού. Οι ηγέτες (ο Σαντάμ ήταν εκλεγμένος, ασχέτως αν δεν μας άρεσε ο τρόπος με τον οποίο εκλεγόταν) λογοδοτούν στον λαό τους και δικάζονται από τις αρχές της χώρας τους. Όχι από εγκάθετους «Κουίσλινγκ». Οι δικτάτορες ανατρέπονται, επίσης, από τον λαό τους και δικάζονται από τις αρχές της χώρας τους. Όχι από σώματα που συνέστησαν ξένες δυνάμεις εισβολής και κατοχής.

Είναι προφανές ότι αποφάσεις τέτοιων οργάνων δεν είναι απλώς άμεσα αμφισβητήσιμες, αλλά επικίνδυνες για το πολιτικό και δικαστικό σύστημα σε όλο τον κόσμο.


Σχολιάστε εδώ