“ΠΑΕΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΜΟΥ, ΠΑΕΙ”, Ω ΤΙ ΜΠΕΛΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΣΑΝ ΓΑΛΟΣ

Τό πτερουγίζειν υψηλά
μέσα στά άγρια νέφη
είναι μεγάλη η χαρά
καί πολλαπλή η μέθη.

Μεγάλη η θεότητα
διά τά πτηνά, μεγάλη
τό νά μήν έρπουν επί γής
μέσα στό μαύρο χάλι.

Στρατοί καί μάχες άδικες
σεισμοί καί καταιγίδες
δέν τά αγγίζουν ευτυχώς
δέν τούς γυρνούν τίς βίδες.

Πετούν μ’ αξιοπρέπεια
χαίρονται καί πλανώνται
μέ τήν βαρύτητα γελούν
καί όπου θές κοιμώνται.
Ελευθερίας δίδαγμα
καί σύμβολον επίσης
αλλάζουν χώρες συνεχώς
Ανατολής καί Δύσης.

Αισθάνονται ως κάλλιστον
είδος δημιουργίας
μακριά απ’ τάς ανθρώπινας
βλέψεις καί πανουργίας.

Κι όταν μιλούν λαλούν γλυκά
ποτέ τους δέν υβρίζουν
κι ούτε διά τά πετρέλαια
μάχονται καί ερίζουν.

Αυτά, τόν άνεμο ζητούν
τόν καθαρό αέρα
κι όταν στά ύψη περπατούν
γίνετ’ η νύχτα μέρα.

Πουλί, πουλάκι μου εσύ
ελεύθερον πατρίδος
ορθώς σέ απεκάλεσαν
τό άριστον εις είδος.
Τόσο σέ εξετίμησαν
οι άνθρωποι εν τέλει
όπου καί τά αιδοία τους
τά ‘παν «πουλιά», στά σκέλη.

Μά μαύρη μοίρα ζήλεψε
εσένα τό ωραίον
κι επήλθε απροσδόκητα
τό θλιβερόν μοιραίον.

Σπάθη τρανή σέ κτύπησε
γρίπη θανατηφόρα
μόνον πού δέν υπήρχανε
διά σέ ασθενοφόρα.

Καί πίπτεις εις τό έδαφος
καί θνήσκεις εν τώ άμα
χωρίς ανθρώπων δάκρυσμα
χωρίς γονέων κλάμα.

Ο πανικός κατέλαβεν
πάσαν τήν Οικουμένη
μήπως κι η νόσος απλωθεί
στήν Γή μας τήν βλαμμένη.
Άρχισαν, δέ, ομαδικώς
τάς όρνιθας νά σφάζουν
οι κότες οι ανθρώπινες
πού ουδέποτε διστάζουν.

Κι ένας στρατός γεννήθηκε
γιατρών καί πτηνολόγων
νά λύσει τό μυστήριον
μετά κραυγών καί λόγων.

Καί Εταιρείες παίζουσι
εις τήν σκληράν αρέναν
δήθεν δι’ έν εμβόλιον
διά μίξαν καί διά βλένναν.

Καί οι θνητοί αλάλιασαν
τρέχουν στά φαρμακεία
κι ό,τι εμβόλιο θά βρουν
τό κάνουν μέ βλακεία.

Καί άδειασαν τά ράφια τους
-καί οι αστοί στήν μούρλια-
κι απ’ αετοί πού δήλωναν
έγιναν κλωσοπούλια.
Καί ευτελίστη πάραυτα
τ’ ανθρώπινο τό γένος
καί το «πουλί» του έκλαιγε
ο κάθε είς βλαμμένος.

Διότι μές στήν ζάλη του
μπέρδεψε τό «πουλί» του
μέ τά πουλιά τά πτερωτά
πού είχε στήν αυλή του.

Καί χάος νύν επικρατεί
καί θεία τιμωρία
επί τήν Γην παντάπασαν
εις πόλεις καί χωρία.
………………………………………….
………………………………………….
………………………………………….
Ο Θεός των χριστιανών
ένα μυαλό είχε καί αυτό
τό έδωσε στόν Αδάμ.
Σκεφτείτε τώρα πόσο αντιστοιχεί
στόν καθένα μας
αν αυτό μοιραστεί σέ εφτά δισεκατομμύρια κεφάλια.


Σχολιάστε εδώ