Η επερχομένη τοκοανάσπασι και ευρωφορολογίες

Το ψεύδος των ευρωλάγνων συνίσταται στο ότι 1) τα επόμενα έτη 2003-2005 οι πλείστες τιμές καταναλωτού σχεδόν εδιπλασιάσθησαν 2) δεν ανετιμήθησαν «μερικά», αλλά όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες, εξαιτίας της αυξήσεως της συνολικής ζητήσεως, η οποία προεκλήθη από: α) τα τεράστια δημόσια ελλείμματα -6% του ΑΕΠ ετησίως- που απεκρύβησαν υπό της γνωστής παρέας β) τον θηριώδη δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό -κάπου 65 δισ. ευρώ ετησίως- η εξυπηρέτησι του οποίου δεν ανεγράφετο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών γ) το ξεχείλωμα της προσφοράς χρήματος, με ρυθμούς υψηλοτέρους της ανόδου του χρηματικού εισοδήματος. Και 3)προφανώς οι εκμεταλλευόμενοι τον ατελή ανταγωνισμόν ήσαν είτε ηλίθιοι πριν από το ευρώ, που δεν ανέβαζαν τις τιμές, είτε παραδείγματα αρετής, μέχρις εγκαταλείψεως της δραχμής.

Μην αυταπατάται όμως, ο κ. Γκαργκάνας. Ας μέμφεται εαυτόν και το υπ’αυτόν τραπεζικόν ίδρυμα διά τον πληθωρισμόν που μαστίζει την ελληνικήν οικονομία, τώρα. Οφείλεται καθ’ ολοκληρείαν εις την αποτυχίαν ή μάλλον εις την απουσία νομισματικής πολιτικής. Υπό το καθεστώς του «οθνείου νομίσματος» που λέγεται ευρώ (βλ. σχ. ομώνυμον βιβλίον μου από τις Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ) άλλοι «εφαρμόζουν» την νομισματική πολιτική που μάλλον ταιριάζει στην Γερμανία (π.χ. επιτόκια 2%) και όχι στην Ελλάδα, η οποία εισήλθε τελείως απροετοίμαστη στην Ευρωζώνη με τα χαλκευμένα στατιστικά της γνωστής σπείρας (Παπαντωνίου-Στουρνάρα-Παπαδήμου-Χριστοδουλάκη).

Υπάρχουν εν τούτοις και μερικές αλήθειες στην έκθεσι του κ. Γκαρκάνα που περιλαμβάνουν τις ανησυχίες του διά υπερχρέωσι των νοικοκυριών και τις προειδοποιήσεις του ότι «αναμένονται αυξήσεις επιτοκίων». Τι να σημαίνουν όμως οι αφυπνιστικές του «ανησυχίες»;

• Εκ πρώτοις όψεως ό,τι απέδιδε ο Μέτερνιχ στον αιφνίδιο θάνατο του Ταλεϋράνδου, δηλαδή «κάτι συμβαίνει για να πεθάνει ο πρωταθλητής της Ευρωπαϊκής διπλωματίας» και διά «ν’ανησυχεί» ο μετέχων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης ημέτερος διοικητής.

Πράγματι, τα μέν επιτόκια διεθνώς ανέρχονται -ακόμη και στην ζώνη του ευρώ- λόγω της επιταχύνσεως του πληθωρισμού παγκοσμίως (όχι τόσον «λόγω πετρελαίου» και λοιπά σπαραξικάρδια, αλλά κυρίως εκ της ανερχομένης οικονομικής δραστηριότητος και της εντεύθεν παγκοσμίου ζητήσεως που διευκολύνουν οι κεντρικές τράπεζες με μεγάλες αυξήσεις της προσφοράς χρήματος, δολαρίων και ευρώ). Οι δε τραπεζικές πιστώσεις πρός την ελληνικήν οικονομία αυξάνονται με ρυθμό υπερδιπλάσιο του χρηματικού εισοδήματος. Στα νοικοκυριά μάλιστα η δανειακή επιβάρυνσι αυξάνετο μέχρις του περασμένου Αυγούστου με ρυθμόν 25%, αντιπροσωπεύουσα το 33% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (58 δισ. ευρώ περίπου).

Βεβαίως, εν συγκρίσει με τις άλλες χώρες του ευρώ, ο ελληνικός ιδιωτικός δανεισμός υπολείπεται κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ, αλλά και η παραγωγική απασχόλησι των ελληνικού πληθυσμού υστερεί 17 μονάδες λ.χ. του γερμανικού (75% έναντι 58%). Επίσης πολλά από τα ιδικά μας δάνεια «τιτλοποιήθησαν» (δηλαδή επαναχορηγήθησαν) από τις δανείζουσες τράπεζες, ενώ φημολογείται ότι 170.000 διαμερίσματα και σπίτια «βγαίνουν στο σφυρί» λόγω καθυστερήσεως των τοκοχρολυσίων των. Συνεπώς ποίαν έννοια έχει η απατηλή σύγκρισις;

Η επερχομένη κρίσις δεν είναι του μέλλοντος, αλλά του παρόντος και μάλιστα προ της αυξήσεως των επιτοκίων που θα συμπαρασύρει και την άλλη μεγάλη «φούσκα», των ακινήτων. Άλλωστε διατί να μελλοντολογούμεν όταν η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος ετράβηξεν προσφάτως «τα φρένα» στις πιστώσεις. Με δύο αποφάσεις της (2564 και 2565) έλαβε συμπληρωματικά μέτρα περιορισμού των χορηγήσεων και προχώρησε εις ρυθμίσεις που αφορούν τον δείκτη κεφαλαιακής επαρκείας ορισμένων τραπεζών έναντι των κινδύνων θαλασσοδανείων.

«Δεν πρόκειται περί… ποτοαπαγορεύσεως», είπεν χαριτολογών ο κ. Γκαργκάνας στη σχετική συνέντευξι Τύπου, αλλά μάλλον περί μέτρων ελέγχου των τραπεζών, που υπό την πίεσι του ανταγωνισμού έχουν χαλαρώσει τα κριτήρια πιστοδοτήσεως των νοικοκυριών, ώστε «να μην υπερβαίνουν τις εισοδηματικές δυνατότητες όταν δανείζονται, εν όψει μάλιστα ανόδου των επιτοκίων».

Αν και πρόκειται για υποτίμησι της πραγματικότητος, ουσιαστικώς ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος έθεσε τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων -τον απεινή αναταγωνισμό των τραπεζών διά μερίδια της αγοράς- και προέβλεψε την προσεχή αδυναμία εξυπηρετήσεως των στεγαστικών δανείων, όταν οι τόκοι ανέλθουν εις επίπεδα απαγορευτικά για το μέσον βαλάντιον. Αλλά μετέθεσε τις ευθύνες των νομισματικών αρχών ό,τι άφησαν την τραπεζική αγορά ανεξέλεγκτο, όταν μάλιστα οι συνθήκες είχαν μεταβληθή επί τα χείρω -ιδίως του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών, που υπερέβη το 7% του ΑΕΠ- πολύ περισσότερον δηλαδή του ορίου κινδύνου της οικονομίας. Εξ ου και η ανάγκη τώρα… τοκοανασπάσεως!

Το πρόβλημα εν τούτοις δεν είναι μόνον ελληνικόν, αλλά ευρύτερον στην ζώνη του ευρώ, όπου ο μεν πληθωρισμός επιταχύνεται, ο δε ρυθμός αναπτύξεως επιβραδύνεται. Διατί όμως οι τιμές ανέρχονται;

• Το ερώτημα απασχόλησε προσφάτως και τον Σάμιουελ Μπρίταν στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» (14.10.05) «μετά από 10ετίες, κατά τις οποίες η προσφορά χρήματος έξηφανίσθη (στα δόγματα πολιτικής των κεντρικών τραπεζών) και τώρα επανέρχεται».

Πράγματι, ως διαπιστούται απ’ τον διοικητή της Τραπέζης της Αγγλίας Μέρβιν Κινγκ, υπάρχει « σημαντική σταθερότης στην μακροπρόθεσμη συσχέτισι μεταξύ πληθωρισμού και αυξήσεως της νομισματικής κυκλοφορίας στις ΗΠΑ και στην Βρετανία».

Στην Ελλάδα η λαϊκή εμπειρία δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας περί της αιτιότητος της υπερμέτρου ποσότητος χαρτονομίσματος και πληθωρισμού, τόσο κατά το απώτερον παρελθόν (10ετία του ’40) όσο και κατά την παρούσα περίοδο, της δήθεν σταθερότητος του ευρώ. Μια ματιά στα νομισματικά μεγέθη της χώρας μας αποκαλύπτει μεγάλες και συνεχείς αυξήσεις της προσφοράς χρήματος εν ευρεία εννοία (Μ3) χωρίς μάλιστα την αναφορά του κυκλοφορούντος νομίσματος -που θ’αρκούσε άνευ ετέρου να εξηγήσει τον παρόντα και αποκρυβόμενο πληθωρισμόν. Με την μόνη διαφοράν ότι τώρα τα πλεονάζοντα ρευστά ευρίσκονται εις χείρας μερίδος μόνον του πληθυσμού (ευνοουμένων κερδοσκόπων, παραληπτών κοινοτικών επιδοτήσεων και των ευνοουμένων «παιδιών» της εξουσίας) κι όχι στην τσέπη του ευρυτέρου κοινού, που δεν έχει πρόσβασι στα παχυλά ταμεία της Κοινότητος.

Η νέα αυτή διάκρισι αποτελεί μια ακόμη διαίρεσι της κοινωνίας -όχι πλέον εις πλουσίους και πτωχούς αλλ’ εις δυναμένους να έχουν πρόσβασι στα οθνεία νομίσματα, τα ευρώ (π.χ. πολιτικός κόσμος και υπόκοσμος, ο τραπεζικός, επιχειρηματικός και ιδιωτικός δανεισμός) και εις τους αδυνατούντας να έχουν πρόσβασι στην διευρυμένη πιστωτική αγορά, λόγω πτώσεως της απασχολήσεως και των λαϊκών εισοδημάτων.

Ο γνωστός οικονομολόγος Τιμ Γκόγκτον έχει αποκαλύψει πειστικώς το πώς η διόγκωσι των πιστώσεων εν σχέσει με το διαθέσιμο εισόδημα προκαλεί μεγέθυνσι των τιμών των ακινήτων, οι οποίες ακολούθως δημιουργούν ψευδαίσθησι πλούτου στα νοικοκυριά, που εν συνεχεία αυξάνουν την καταναλωτική των δαπάνη, προκαλώντας προφανώς την ζήτησι εκείνη η οποία υποδαυλίζει τον πληθωρισμόν. Ακριβώς είναι αυτή η συσχέτησι που ανησυχεί την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία προοιωνίζεται άνοδο των επιτοκίων.

Υπό τις συνθήκες αυτές όμως -άνοδο των τόκων και ταχυτέρα αύξησι του γενικού επιπέδου των τιμών- δεν αποκλείεται να γίνωμεν μάρτυρες νέου ξεφουσκώματος της πομφόλυγος των ακινήτων, μεγαλυτέρου εκείνου του χρηματιστηρίου το 2001. Διότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων στην Ελλάδα υπερβαίνουν κατά πολύ τους μαθητευομένους μάγους της οδού Αιόλου επί τριετίας Σημίτη (1999-2001). Με την μόνη διαφοράν ότι εκείνη την φούσκα ετρομπάριζε η τότε κυβέρνησι του ΠαΣοΚ εκουσίως, ενώ την σημερινή αδοκήτως τα νέα φορομπηχτικά μέτρα που ετοιμάζεται να λάβη η κυβέρνησι εις βάρος της ακινήτου περιουσίας, ως ο ΦΠΑ στις οικοδομές, η αύξησι των λεγομένων «αντικειμενικών τιμών», ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος, ως διαφοράς μεταξύ της τιμής αγοράς και πωλήσεως, και ο φόρος συναλλαγών 1% από 1.1.2006.

Εάν όμως οι τιμές των ακινήτων υποχωρήσουν, όπως διαφαίνεται και από τις προβλέψεις περί… τοκοαπαγορεύσεως, πόθεν θα εισπράξει ο κ. Αλογοσκούφης τα επιπλέον έσοδα που του χρειάζονται διά να κλείσει το χάσμα των διαρκώς αυξανομένων δημοσίων δαπανών;

• Οχι, βεβαίως απ’ την «τιτλοποίησι» φόρων, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια δαπανηρά αύξησι του δημοσίου χρέους, διά της γνωστής μεθόδου της «δημιουργικής λογιστικής», ως αντελήφθη ακόμη και ο λωτοφάγος αρθρογράφος «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», με το ομώνυμο κύριον άρθρο της 12.10.05, το οποίον εξομοίωσε τον νυν υπουργόν κ. Αλογοσκούφη με τον αλήστου μνήμης κ. Χριστοδουλάκη.

Ως φαίνεται ο κ. Γκαρκάνας όχι μόνον λησμονεί αλλά και δεν παρακολουθεί τον διεθνή Τύπον. Διότι τότε θ’ ανησυχούσε ακόμη περισσότερον, ότι «παιδιά μάς πήρανε χαμπάρι και οι κουτόφραγκοι». Ήδη η «Στάνταρντ εν Πουρς» προλειαίνει το έδαφος διά πιστοληπτικήν υποβάθμισι της Ελλάδος.


Σχολιάστε εδώ