Ακραία οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα
Φυσικά και κοινωνικοοικονομικά ακραία φαινόμενα είδαμε να εκτυλίσσονται στη Νέα Ορλεάνη. Εκεί οι μαύροι κάτοικοι, που είχαν χτυπηθεί από τη φτώχεια, την ανεργία, την εξαθλίωση στις συνθήκες διαβίωσης, δηλαδή από τα κοινωνικά και οικονομικά ακραία φαινόμενα της παγκοσμιοποιημένης αγοραίας οικονομίας, χτυπήθηκαν και από τα ακραία φυσικά φαινόμενα που προκάλεσε ο τυφώνας «Κατρίνα». Και η βοήθεια του κράτους μηδαμινή και με μεγάλη καθυστέρηση. «Όπου φτωχός και η μοίρα του», όπως αποφαίνεται η λαϊκή σοφία.
Ο σύγχρονος άνθρωπος με τις άφρονες επιλογές του κατάφερε να βιάσει την οικονομία και να προκαλέσει την οργή της, να βιάσει και τη φύση και να προκαλέσει τη μανία των στοιχείων της. Και αυτά στο όνομα μιας στρεβλής οικονομικής ανάπτυξης που τώρα απειλεί να προκαλέσει δεινά στη συντριπτική πλειονότητα του κοινωνικού συνόλου. Για τα ακραία φυσικά φαινόμενα μπορούμε να πούμε ότι πλήττουν με ιδιαίτερη σφοδρότητα την οικονομία, ίσως από εκδίκηση, γιατί από αυτήν ξεκίνησε ο βιασμός της φύσης. Τώρα ο άνθρωπος απειλείται από δύο πανίσχυρους εχθρούς: την τραυματισμένη φύση και την παραβιασμένη από την παγκοσμιοποίηση οικονομία, που ισοδυναμεί, έτσι όπως διαπλάστηκε, με βιασμό και με κατεδάφιση των αξιών και των δομών μιας συνετής και έντιμης οικονομικής δραστηριότητας.
Δεν χρειάζεται μεγάλη σοφία για να διαπιστώσει κανείς, παρατηρώντας γύρω του, ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία προκαλεί ακραία οικονομικά φαινόμενα με πολύ επικίνδυνες κοινωνικές προεκτάσεις. Φτώχεια, ανεργία, υποσιτισμός, μιζέρια και άθλιες συνθήκες διαβίωσης πάντα υπήρχαν, όχι όμως στην έκταση τη σημερινή. Όπως βροχές, τυφώνες, καύσωνες και πυρκαγιές πάντα εμφανίζονταν, όχι όμως με την τωρινή σφοδρότητα και συχνότητα. Καιρός να αναρωτηθεί ο σώφρων άνθρωπος τι έφταιξε και ξεσπάει επάνω του η μανία της φύσης και η οργή της οικονομίας. Τι έφταιξε και δημιούργησε ο άνθρωπος μια οικονομική ανάπτυξη που φέρνει το σπέρμα της αυτοκαταστροφής της και απειλεί με αφανισμό το φυσικό περιβάλλον και το γένος των θνητών.
Από την εποχή που ο πρωτόγονος άνθρωπος εγκατέλειψε τον πλάνητα βίο και εγκαταστάθηκε μόνιμα (ή σχεδόν μόνιμα) σε μια έκταση γης, η οικονομική του δραστηριότητα, σε πρωτόγονη μορφή βέβαια, είχε σκοπό να εξασφαλίσει σε όλους τους ανθρώπους που ανήκαν στην ίδια φυλή άνετες συνθήκες διαβίωσης. Η ικανοποίηση των αναγκών όλων των ανθρώπων ήταν η βασική επιδίωξη της οικονομικής (παραγωγικής) δραστηριότητας, ήταν δηλαδή η βασική και αταλάντευτη επιδίωξη της οικονομίας, από την εποχή που δημιουργήθηκαν οι πρώτες εμβρυακές συντεταγμένες κοινωνίες. Έκτοτε εμφανίστηκαν παρεκκλίσεις από τον σκοπό αυτόν, μικρής ή μεγάλης κλίμακας, όμως η επιδίωξη αυτή κυριαρχούσε στην οικονομική πολιτική και στην οικονομική ζωή και δράση. Και οι κοινωνικές αναστατώσεις προκαλούνταν ακριβώς για τη διόρθωση αυτών των παρεκκλίσεων. Σήμερα ενσυνείδητα με τις δομές που δημιούργησε η παγκοσμιοποιημένη οικονομία βιώνουμε την «αθλιότητα της οικονομίας». Βλέπουμε ότι η μεσαία τάξη, που υπήρξε πάντα η «ραχοκοκαλιά» της κοινωνικής γαλήνης και συνοχής, εξαφανίζεται και ωθείται στα άκρα: στον πλούτο ή στη φτώχεια. Οι λίγοι στον πλούτο και οι πολλοί στη φτώχεια. Και αυτό είναι το αποτέλεσμα των «σύγχρονων» δομών που οικοδόμησε και συνεχίζει να οικοδομεί η παγκοσμιοποιημένη οικονομία που μόνο στο χρήμα και στον πλούτο αναγνωρίζει αξία και δύναμη. Την επιστήμη και την πολιτική εξουσία τις έχει μετατρέψει σε θεραπαινίδες του κέρδους και του πλούτου. Όλες οι ηθικές αξίες έχουν εκμηδενιστεί και έχουν θυσιαστεί στον βωμό της ευζωίας και της καλοπέρασης, έστω και με απάτες, ληστείες, κλοπές και κάθε είδους οικονομικό έγκλημα. Όλα αυτά αποτελούν ακραία οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα που δημιουργεί η «νέα τάξη πραγμάτων», η οποία θέλει μόνο δύο κατηγορίες ανθρώπων: τους πλούσιους και τους φτωχούς. Είναι μια βασική διαρθρωτική αδυναμία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Για τον σκοπό αυτόν έχουν δημιουργηθεί η ανεργία, η άνιση κατανομή του εθνικού προϊόντος, η υπερχρέωση του κράτους, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Και όλα αυτά οδηγούν είτε στη μείωση της κατανάλωσης και την πτώση του βιοτικού επιπέδου είτε στην υποδούλωση των νοικοκυριών στο τραπεζικό σύστημα με την υπερχρέωση για την κάλυψη της ανεπάρκειας των εισοδημάτων. Και αυτά αποτελούν δευτερογενή ακραία οικονομικά φαινόμενα.
Βέβαια ανεργία πάντα υπήρχε και βασικά τα γενεσιουργικά αίτιά της βρίσκονταν είτε στη φάση του οικονομικού κύκλου (κυκλική ανεργία) είτε σε εκτακτοσυστολές της επιχειρηματικής δραστηριότητας, συνεπεία εκτάκτων γεγονότων σοβαρής έκτασης, όπως πόλεμος, κοινωνικές αναστατώσεις διαρκείας, εκτεταμένες φυσικές καταστροφές και λοιπά. Και στις δύο αυτές μορφές η ανεργία μειωνόταν δραστικά, καθώς τα γενεσιουργά αίτια υποχωρούσαν. Σήμερα η ανεργία είναι διαρθρωτική. Ξεκινάει από την τεχνολογική εξέλιξη και την ορμητική είσοδο της τεχνολογίας σε όλο το κύκλωμα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών. Και αντί η τεχνολογία ως κοινωνικό αγαθό να αποβεί υπέρ του κοινωνικού συνόλου, οι έχοντες (τον πλούτο) και κατέχοντες (την εξουσία) τη χρησιμοποίησαν για να θέσουν τον άνθρωπο στο περιθώριο της παραγωγικής διαδικασίας. Η τεχνολογία χρησιμοποιείται για την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες καθημερινά αναγγέλλουν τον (τάχα) εκσυγχρονισμό τους με τον περιορισμό των θέσεων εργασίας για την αντιμετώπιση δήθεν του ανταγωνισμού. Αυτή η μορφή ανεργίας δεν θα μπορέσει να μειωθεί δραστικά χωρίς την εκπόνηση και εφαρμογή νέας στρατηγικής για την αντιμετώπισή της.
Πέρα από την ανεργία έχουμε και την άνιση κατανομή του παραγόμενου πλούτου (εθνικού προϊόντος). Και εδώ υπάρχει μια από τις μεγαλύτερες ληστείες εις βάρος των μισθοσυντήρητων κυρίως, μέσα από την εισοδηματική πολιτική. Τα τελευταία χρόνια συνηθίζεται να χορηγούνται αυξήσεις μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων σε ύψος που καλύπτει το ποσοστό αύξησης του πληθωρισμού. Βέβαια ο πληθωρισμός δεν απεικονίζει τίποτα, καθώς δεν έχει καμία σχέση με τις διακυμάνσεις του γενικού επιπέδου τιμών και με τον τιμάριθμο, πέρα από το γεγονός ότι «μαγειρεύεται» κατάλληλα και για την εξυπηρέτηση της (μίζερης) εισοδηματικής πολιτικής στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η ληστεία αυτή είναι εξόφθαλμη. Οι έμποροι καθορίζουν αυξήσεις των τιμών λιανικής πώλησης ανάλογα με την τιμή αγοράς του εμπορεύματος. Έτσι έχουμε αυξήσεις τιμών χωρίς να υπάρχει καμία δέσμευση από την ποσοστιαία αύξηση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός ισχύει μόνο για τη στήριξη της εισοδηματικής πολιτικής. Το ένα στοιχείο που συνιστά την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ληστείας είναι αυτό. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο στοιχείο. Η αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές περιέχει την αύξηση του πληθωρισμού και την αύξηση του παραγόμενου εθνικού προϊόντος, υπολογιζόμενου σε τιμές χοντρικής πώλησης. Έτσι εάν, για παράδειγμα, η αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές φτάνει στο 8% ετησίως και ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός είναι 3,5%, η αύξηση του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές διαμορφώνεται στο 4,5% (συνολική αύξηση 8%-3,5% ο πληθωρισμός). Αυτή είναι η καθαρή αύξηση του εθνικού προϊόντος, από την οποία θα πρέπει να αφαιρεθεί λογικά η μισή μονάδα περίπου για την κάλυψη έκτακτης φθοράς (απόσβεσης) του πάγιου κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγική διαδικασία. Οι εργαζόμενοι παίρνουν την αύξηση του πληθωρισμού και υποτίθεται ότι έτσι εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του εισοδήματός τους! Δεν συμμετέχουν καθόλου στη διανομή της καθαρής αύξησης του παραγόμενου πλούτου. Όλο αυτό το προϊόν ποιοι το νέμονται; Όχι φυσικά το κράτος που τα φορολογικά του έσοδα τα αντλεί κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από τους μισθωτούς. Έτσι δικαιολογείται η υψηλή κερδοφορία τραπεζών και επιχειρήσεων. Και αυτά φυσικά δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Το «πάγωμα» των εισοδημάτων είναι γενικευμένο φαινόμενο σε όλες τις χώρες στις οποίες κυριαρχεί η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Εννοείται ότι το «πάγωμα» των εισοδημάτων δεν αγγίζει καθόλου τα επιχειρηματικά κέρδη (των μεγιστάνων).
Αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του εθνικού προϊόντος είναι η φαλκίδευση των εισοδημάτων. Για τους μισθωτούς τα είπαμε προηγουμένως. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να πετύχουν υπερκέρδη, καθώς ο τζίρος έχει συγκεντρωθεί στις αλυσίδες των μεγάλων πολυκαταστημάτων. Και επειδή τα πολυκαταστήματα κάνουν τεράστιες παραγγελίες, αφού έχουν και τεράστια κατανάλωση, πετυχαίνουν εύκολα και υψηλές εκπτώσεις από τους προμηθευτές τους. Έτσι η εξόντωση των μικρομεσαίων καταστημάτων είναι εύκολη υπόθεση, καθώς αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό των πολυκαταστημάτων σε επίπεδο τιμών.
Επομένως και το εισόδημα των μικρομεσαίων επιτηδευματιών είναι μπλοκαρισμένο. Και τα μικρά μαγαζιά κλείνουν το ένα μετά το άλλο και τροφοδοτείται έτσι η ανεργία και ταυτόχρονα γιγαντώνονται τα κέρδη των μεγάλων αλυσίδων, αλλά και η πολιτική τους δύναμη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα εισοδήματα. Τα ενοίκια των ακινήτων αναπροσαρμόζονται στο ύψος του ετήσιου πληθωρισμού. Και οι τόκοι καταθέσεων στις τράπεζες είναι ανύπαρκτοι. Στο 1/3 σχεδόν του πληθωρισμού, ενώ οι τόκοι χορηγήσεων (πλην των στεγαστικών δανείων) φτάνουν στο τριπλάσιο του πληθωρισμού! Έτσι έχουμε και τα υπερκέρδη των τραπεζών, που σύντομα θα δημιουργήσουν, με την πολιτική τους αυτή και την πιστωτική επέκταση που με μανία επιδιώκουν, τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Όλα αυτά αποτελούν ακραία οικονομικά φαινόμενα και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας.