Ο μεγάλος συνασπισμός στη Γερμανία και η άνοδος της Μέρκελ

Σε ό,τι αφορά το αξίωμα του καγκελάριου, ο προηγούμενος κάτοχός του Σρέντερ υποχώρησε τελικά και συμφώνησε να αναλάβει το αξίωμα η Άγκελα Μέρκελ. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν ως αντάλλαγμα οκτώ υπουργεία, έναντι έξι που πήραν οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Χριστιανοκοινωνιστές.

Είναι προφανές ότι ο συμβιβασμός πάνω στον οποίο βασίσθηκε ο σχηματισμός κυβερνήσεως μεγάλου συνασπισμού επιβάλλει σύγκλιση των προγραμμάτων των δύο μερών και δεν αναμένονται για αυτό ριζοσπαστικές αλλαγές από τη νέα κυβέρνηση.

Ορισμένοι θέλουν να ελπίζουν ότι η διακομματική συνεργασία μπορεί να στηρίξει δύσκολες αποφάσεις, που δεν θέλει να χρεωθεί μόνο του κανένα κόμμα. Η προοπτική όμως αυτή φαίνεται λίγο πιθανή, δεδομένου του γεγονότος ότι η κομματική υστεροβουλία για τις επόμενες εκλογές, που μπορούν να γίνουν ενωρίτερα από το τέλος της τετραετίας, θα λειτουργεί ανασταλτικά.

Από εξωτερική σκοπιά, έχουν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι εκτιμήσεις που γίνονται για την πολιτική που θα ακολουθήσει η νέα γερμανική κυβέρνηση και η νέα καγκελάριος πάνω σε τέσσερα βασικά θέματα:

Κατά πρώτον λόγο, σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με επίκεντρο τον λεγόμενο Γαλλογερμανικό άξονα. Πώς θα αντιμετωπίσει η νέα καγκελάριος την πορεία της Ευρώπης και αυτό που ήταν μέχρι τώρα η ατμομηχανή της, ο Γαλλογερμανικός άξονας;

Υπάρχουν κατ’ αρχάς, τα ερωτήματα σχετικά με το περιθώριο που έχει η νέα καγκελάριος να χειρισθεί, με σχετική αυτονομία, τα ευρωπαϊκά και τα εξωτερικά θέματα. Στον τομέα αυτό, το προηγούμενο που έχει δημιουργηθεί από τους άλλους προκατόχους της, περιλαμβανομένου του Σρέντερ, την ευνοεί. Η εξωτερική πολιτική είχε καταστεί ένα είδος προνομίου του καγκελάριου. Το ίδιο συμβαίνει και στη Γαλλία, όπου η εξωτερική πολιτική αποτελεί, κατά σαφέστερο μάλιστα τρόπο, με επιταγή του Συντάγματος, προνόμιο του Προέδρου.

Η Άγκελα Μέρκελ θα έχει επομένως, παρά την κυβέρνηση συνασπισμού, σημαντικό περιθώριο να αποτυπώσει στα μεγάλα θέματα και την προσωπική της σφραγίδα. Ειδικά στο θέμα του Γαλλογερμανικού άξονα, υποστηρίζει, όπως και ο κομματικός ομόλογός της στη Γαλλία Νικολά Σαρκοζί τη διεύρυνση του Γαλλογερμανικού άξονα και σε άλλες δυνάμεις, περιλαμβανομένης της Μ. Βρετανίας. Η γεφύρωση των διαφορών μεταξύ του Γαλλογερμανικού άξονα και της Μ. Βρετανίας, που υποβάλλεται παρασκηνιακά στη Γερμανία και ως παραίνεση από τον αμερικανικό παράγοντα, φαίνεται ελκυστικός πειρασμός σε νέους ηγέτες. Είναι όμως γνωστό ότι πίσω από την αντιπαράθεση αυτή κρύβεται μια πολύ διαφορετική προσέγγιση της ιδέας της Ευρώπης.

Οι πολιτικοί συσχετισμοί, μετά την εσπευσμένη διεύρυνση της ΕΕ με δέκα νέα μέλη, έχουν αλλάξει σημαντικά και έχουν ενισχύσει αναμφισβήτητα στο εσωτερικό της ΕΕ τον βρετανικό παράγοντα, που υποστηρίζεται ευθέως από τις ΗΠΑ. Αυτό φάνηκε στην επιλογή του νέου Προέδρου της Επιτροπής, στην επιλογή του εκπροσώπου της ΕΕ για τα εξωτερικά θέματα και προσφάτως στην επιβολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ παρά τις επιφυλάξεις πολλών χωρών και τη σαφή αρνητική στάση των ευρωπαϊκών λαών. Είναι δύσκολο, υπό τις συνθήκες αυτές, να προβλέψει κανείς θεαματικές κινήσεις και αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση. Ενδέχεται όμως, όπως έχει ήδη αναφέρει σε συνέντευξή του ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ντουστ Μπλαλί, να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την προώθηση προνομιακών συνεργασιών μεταξύ χωρών ενός λεγόμενου σκληρού πυρήνα. Είναι ένα θέμα που ενδιαφέρει και αφορά άμεσα την Ελλάδα.

Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ


Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, είναι κατά δεύτερον λόγο, ένα θέμα πάνω στο οποίο θα δοκιμασθεί η νέα καγκελάριος και η νέα γερμανική κυβέρνηση. Ο προηγούμενος καγκελάριος, ενώ συνέπλεε σε γεωπολιτικό και στρατηγικό επίπεδο με τις ΗΠΑ, επιδιδόταν σε ένα επιτήδειο παιχνίδι «ανεξάρτητης πολιτικής», που υποκινούσε υπέρ του έναν λανθάνοντα γερμανικό εθνικισμό. Ο Σρέντερ επωφελήθηκε καλά από το παιχνίδι αυτό. Η χριστιανοδημοκράτις αντίπαλός του υποστήριζε μια πιο συμβατική σύμπλευση με την αμερικάνική πολιτική, παρά το γεγονός ότι στο θέμα της Τουρκίας, εκφράζοντας την έντονη θέση του κόμματός της, ήταν ευθέως υπέρ μιας ειδικής σχέσεως της Τουρκίας με την ΕΕ και όχι υπέρ της πλήρους εντάξεως.

Η Άγκελα Μέρκελ εξέφρασε επίσης θέσεις πιο κοντά στην αμερικανική πολιτική του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, γεγονός που της στοίχισε ακριβά στις εκλογές.

Τι νέο θα υπάρξει στις γερμανοαμερικανικές σχέσεις με την άνοδο στην καγκελαρία της Μέρκελ; Θα έρθει η Γερμανία πιο κοντά στην προωθούμενη από τις ΗΠΑ πολιτική της παγκοσμιοποίησης και στη σύγχυση και ταύτισή της με την ΕΕ; Αυτό είναι το πιο ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται, γιατί απ’ αυτό θα εξαρτηθεί και η γερμανική ευρωπαϊκή πολιτική και η προνομιακή συνεργασία με τη Γαλλία.

Οι σχέσεις με τη Ρωσία


Οι σχέσεις με τη Ρωσία είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα που θα προσδιορίσει τις κατευθύνσεις της πολιτικής της νέας γερμανικής κυβερνήσεως. Ο προηγούμενος καγκελάριος Σρέντερ απέδιδε ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτές και τις αξιοποίησε με επιτήδειο τρόπο για να αποκομίσει κομματικά οφέλη πριν από τις εκλογές.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η συμφωνία που υπέγραψε με τον Πρόεδρο Πούτιν, λίγο πριν από τις εκλογές, για την κατασκευή του βορείου αγωγού φυσικού αερίου στη Βαλτική θάλασσα, που παρακάμπτει την καθόλου ευχαριστημένη γι’ αυτό Πολωνία. Αντιθέτως, η ανατολικογερμανίδα Μέρκελ επέδειξε μεγάλη επιφυλακτικότητα στο θέμα των προνομιακών, στρατηγικών σχέσεων με τη Ρωσία, για τις οποίες υπάρχει έκδηλη δυσφορία και αντίδραση των ΗΠΑ.

Ποια θα είναι τελικά η πολιτική της νέας κυβερνήσεως πάνω σε ένα θέμα που έχει τεράστια οικονομικό ενδιαφέρον για τη Γερμανία και στρατηγική σημασία για την ΕΕ; Η βρετανική προεδρία, στο περιθώριο της εκστρατείας που ανέλαβε για να άρει τα εμπόδια στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, οργάνωσε στο Λονδίνο συνάντηση κορυφής ΕΕ και Ρωσίας.

Το Λονδίνο δεν θέλει σε καμία περίπτωση να αφήσει στη Γερμανία ή στον Γαλλογερμανικό άξονα το μονοπώλιο των στρατηγικών σχέσεων με την Ρωσία. Είναι όμως γεγονός ότι η κοινή αγγλοαμερικανική ιδέα της Ευρώπης, με δεδομένη την υπαγωγή της στο ΝΑΤΟ και μια ευρασιατική γεωπολιτική αντίληψη, ανταγωνίζεται τα γεωπολιτικά συμφέροντα και την επιρροή της Ρωσίας στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, ακόμη και στην Ουκρανία. Από την άλλη όμως η Ρωσία δίδει προτεραιότητα στην πολιτική της σταθερότητα και στην οικονομική της ανασυγκρότηση. Θέλει για αυτό ήρεμες όσο το δυνατόν σχέσεις με τις ΗΠΑ και τους στρατηγικούς συμμάχους της στην Ευρώπη, όπως η Μ. Βρετανία.

Ο Γαλλογερμανικός άξονας, στην προοπτική μιας ανεξάρτητης Ευρώπης στο μέλλον, αντιμετώπιζε μέχρι τώρα, παρά τα αμερικανικά εμπόδια, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την ανάπτυξη στρατηγικών σχέσεων συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας. Στον μετασοβιετικό κόσμο, μέσα στον οποίο η Μόσχα δεν αντιπροσωπεύει ορατό κίνδυνο ασφαλείας, η ανάπτυξη στρατηγικών ευρωρωσικών σχέσεων αντιμετωπιζόταν ως απαραίτητη παράμετρος μιας ενωμένης Ευρώπης. Η αλήθεια είναι πάντως ότι, παρά τις αμοιβαίες προθέσεις, η συνεργασία αυτή δεν προσέλαβε την έκταση και τον χαρακτήρα που θα της προσέδιδε μια πραγματικά στρατηγική διάσταση. Η ισχυρή αμερικανική παρουσία και επιρροή στην Ευρώπη και ο ουσιαστικός έλεγχος, μέσω του ΝΑΤΟ, της ευρωπαϊκής ασφαλείας από τις ΗΠΑ οριοθέτησε την έκταση και την ανάπτυξη της συνεργασίας αυτής.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει και σε αυτόν τον τομέα να αναμένονται θεαματικές αλλαγές και πρωτοβουλίες.

Η νέα καγκελάριος και η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ


Ένα τέταρτο θέμα, το οποίο θα αποτελέσει ένδειξη της ευρωπαϊκής και εξωτερικής πολιτικής της νέας κυβερνήσεως είναι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, που άρχισε στις 3 Οκτωβρίου, παρά τη γνωστή σαφή αντίθεση του Γερμανικού Χριστανοδημοκρατικού Κόμματος και προσωπικά της σημερινής καγκελαρίου. Η θέση της Μέρκελ πάνω σ’ αυτό το θέμα, που αποτελεί υψηλή προτεραιότητα της αμερικανικής γεωπολιτικής, δείχνει τις αντιφάσεις που υπάρχουν στην υποτιθέμενη πιο φιλοαμερικανική πολιτική των Χριστιανοδημοκρατών. Εξ αντιθέτου, η πλήρης ταύτιση των σοσιαλδημοκρατών με την αμερικανική θέση πάνω σε ένα τέτοιο θέμα που είναι καίριο για το μέλλον, την αυτονομία και την ταυτότητα της Ευρώπης, αναδεικνύει την πολύ μεγαλύτερη γεωπολιτική και στρατηγική σύγκλιση των γερμανών σοσιαλδημοκρατών με την αμερικανική γεωπολιτική και την παγκοσμιοποίηση.

Προφανώς, το πενιχρό αποτέλεσμα στις κάλπες, το οποίο οφείλεται βεβαίως σε οικονομικά και κοινωνικά κυρίως θέματα, εξασθένισε γενικότερα τη θέση της νέας καγκελαρίου σε ό,τι αφορά τις πολιτικές που επαγγέλθηκε. Η έναρξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας είναι ήδη τετελεσμένο γεγονός. Είναι βέβαιο επίσης ότι θα ασκηθούν ισχυρές αμερικανικές πιέσεις στη γερμανική πολιτική για να μη δημιουργηθούν προβλήματα και αδιέξοδα σ’ αυτή την πορεία. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι το Γερμανικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, πολιτική βάση της νέας καγκελαρίου, δεν θα τροποποιήσει την πολιτική του σ’ αυτό το θέμα. Δεν πρέπει επομένως να αναμένεται κάποια δραματική πρωτοβουλία της γερμανίδας Καγκελάριου, που δεσμεύεται επιπλέον από την πολιτική συναίνεση του μεγάλου συνασπισμού. Θα εξακολουθήσει όμως να υποστηρίζει τη γνωστή θέση της υπέρ μιας ειδικής σχέσεως με την Τουρκία και όχι πλήρους εντάξεως. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί σχετικά ότι η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, που φέρνει πιο κοντά στην πραγματικότητα το ενδεχόμενο της τουρκικής εντάξεως, έστω και αν φαίνεται ακόμη απομακρυσμένη, ενεργοποιεί αμεσότερα την κοινή ευρωπαϊκή γνώμη. Είναι ένας νέος παράγοντας, η σημασία του οποίου θα αυξηθεί στο άμεσο μέλλον. Η έναρξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας ενέτεινε το χάσμα που υπάρχει μεταξύ ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και κοινής ευρωπαϊκής γνώμης και η αντίθεση αυτή θα αρχίσει να μετρά αμεσότερα στα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα.


Σχολιάστε εδώ