Η ουσία της αμερικανικής πολιτικής στα Βαλκάνια

Ωστόσο, οι Αμερικανοί από την πλευρά τους είχαν κάνει σαφές με κάθε τρόπο ότι θέλουν να τελειώνουν με την εκκρεμότητα των Σκοπίων και ένας τρόπος ολοκλήρωσης του θέματος ήταν η ισχυροποίηση της μικρής χώρας-μορφώματος με την απόκτηση επίσημης ονομασίας.

Κατά τη γνώμη των Αμερικανών, που δεν εμβαθύνουν ιδιαίτερα (δεν έχουν χρόνο και διάθεση να το κάνουν) στα διεθνή ζητήματα, αλλά απλώς επιθυμούν να τα κλείνουν, τα Σκόπια ισχυροποιούνται στη διεθνή κοινότητα, αν ονομαστούν και επισήμως έτσι όπως όλοι (πλην της Ελλάδας) τα αποκαλούν εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια. Επίσης, δεν αντιλαμβάνονται τις αντιδράσεις της Ελλάδας, αφού θεωρούν ότι το κέρδος της απέναντι στις αλβανικές διεκδικήσεις στη Βαλκανική είναι πολύ μεγαλύτερο από την ηθική μείωση που εισπράττει λόγω της χρήσης του ονόματος «Μακεδονία» από μία άλλη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θεωρούν πως βοηθούν με τη συγκεκριμένη απόφαση την Ελλάδα, αφού μία χώρα που κατοικείται κατά το ένα τρίτο από αλβανόφωνους, που μιλούν για ανεξαρτησία, «νέο Κόσοβο» ή μεγάλη Αλβανία, αποκτά όνομα που σε καμιά περίπτωση δεν παραπέμπει σε αλβανικό αλυτρωτισμό, αφού ικανοποιεί την επιθυμία της σλαβόφωνης πλειοψηφίας. Διαφεύγει της προσοχής των Αμερικανών, ή απλώς δεν τους ενδιαφέρει, ότι τη συγκεκριμένη ονοματοδοσία την εισπράττει το αλβανικό στοιχείο ως εχθρική κίνηση, στον βαθμό που νιώθει αγνοημένο και «καπελωμένο» από τους Σλάβους. Πιθανώς οι Αμερικανοί θεωρούν ότι θα «βολέψουν» τους Αλβανούς με μια γενικότερη ρύθμιση στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου που θα οδηγεί σε ανεξαρτησία τού άλλοτε (τυπικά ακόμα και σήμερα) σερβικού εδάφους.

Σε κάθε περίπτωση δεν είναι διατεθειμένοι να χάσουν άλλο χρόνο για το θέμα αυτό, εκλαμβάνοντας τις αντιδράσεις της Ελλάδας στην απαράδεκτη πρόταση Νίμιτς ως ιδιοτροπίες και εμπόδια στην άσκηση της εύρυθμης διπλωματίας, έτσι όπως οι ίδιοι προσδιορίζουν το εύρυθμο. Υπενθυμίζεται ότι η πρόταση του Μάθιου Νίμιτς όχι μόνο αναγνωρίζει τα Σκόπια ως «Μακεδονία», αλλά απαγορεύει στην Ελλάδα την αυτόνομη χρήση του όρου για το γεωγραφικό της τμήμα, συνιστώντας να χρησιμοποιεί προσδιοριστικά του τύπου «ελληνική επαρχία της Μακεδονίας».

Ασφαλώς το όλο θέμα έχει δύο σημεία προς λύση:

Το ένα έχει να κάνει με την ουσία αυτή καθεαυτήν, να μην ονομαστεί δηλαδή το γειτονικό κρατίδιο με λέξη που προσδιορίζει μεγάλο μέρος του βόρειου τμήματος της χώρας μας. Δεν φαίνεται να υπάρχουν και πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει η Ελλάδα (μόνη) στην κατεύθυνση αυτή, εκτός φυσικά από τη μη αποδοχή του ονόματος και φυσικά τη μη αναγνώριση του κρατιδίου.

Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ την Ελλάδα. Η αντίληψη της υπερδύναμης για εμάς δεν διαφέρει από όσα πιστεύει για οποιαδήποτε άλλη χώρα τής δημιουργεί προβλήματα. Αν σε αυτό το δεδομένο προσθέσουμε την ισχυρή αίσθηση αντιαμερικανισμού που μεταδίδει ο ελληνικός λαός, θα συμφωνήσουμε ότι οι ΗΠΑ είναι μονίμως εκνευρισμένες με την Ελλάδα, άρα η συμπεριφορά τους είναι ανάλογη όσων αισθάνονται. Ταυτόχρονα, οι γεωπολιτικές αλλαγές από το 1989 και μετά (πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, νέες χώρες, άλλες αξίες, διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λπ.) έχουν μειώσει τον στρατηγικό ρόλο της χώρας μας, κάτι που έχει συμβεί και με την υπάκουη Τουρκία. Τώρα πια οι ΗΠΑ επικοινωνούν απευθείας όποια στιγμή θέλουν, επιτυγχάνοντας τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τα συμφέροντά τους, με όποια χώρα της Βαλκανικής και του πρώην ανατολικού μπλοκ επιθυμούν. Όχι μόνο δεν υπάρχει το αντίπαλο δέος, αλλά οι χώρες που ήταν εκουσίως ή ακουσίως δεμένες στο σοβιετικό άρμα σπεύδουν να δηλώσουν πίστη, θαυμασμό και υποταγή στις ΗΠΑ, επιθυμώντας να ενταχθούν το γρηγορότερο δυνατό στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου, μόλις γίνονται μέλη, εκφράζουν φυσικά τις θέσεις των ΗΠΑ για την Ευρώπη.

Τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να περιμένουμε αύξηση του ρόλου των ΗΠΑ στη «γηραιά ήπειρο», κάτι που σημαίνει ότι οι «αιρετικές» χώρες όπως η Ελλάδα θα αντιμετωπίζονται αν όχι εχθρικά, πάντως ως εμπόδια. Για τις ΗΠΑ είναι σχεδόν ακατανόητο πώς είναι δυνατό να εκφράζεται αντιαμερικανισμός από χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που διατήρησαν μαζί τους σχεδόν πάντα δορυφορική σχέση. Αυτή η αντίληψη ακριβώς διαμορφώνει και τη στάση τους, κάτι που σημαίνει ότι στα ανοιχτά θέματα με τα οποία επιλέγουν για δικούς τους λόγους να ασχοληθούν (και να κλείσουν) απλώς θα εφαρμόζουν τη λύση που αποφάσισαν, ασχέτως αν οι εταίροι τους στην περιοχή συμφωνούν ή όχι. Αν διαφωνούν, τόσο το χειρότερο για τους ίδιους. Στην προκειμένη περίπτωση για εμάς…


Σχολιάστε εδώ