Η διεθνής διαιτησία διπλωματικό όπλο κατά της Ελλάδος

Είχε ως στόχο να αντισταθμίσει τις εντυπώσεις και να καταπραΰνει την δικαίως εξοργισμένη ελληνική πλευρά. Είχε ταυτοχρόνως δύο άλλους στόχους. Πρώτον, να μη αποθαρρύνει την Ελλάδα και να διατηρήσει την εμπλοκή και την «εμπιστοσύνη» της στη διαδικασία της διεθνούς διαιτησίας υπό τον Μάθιου Νίμιτς. Δεύτερον, να αποσπάσει από τη Ελλάδα τη μεγάλη παραχώρηση της συζητήσεως πάνω σε «ίση» με τα Σκόπια βάση του ονόματος της Ελληνικής Μακεδονίας και της χρήσεώς του από την Ελλάδα.

Μετά την αίσια έκβαση του θέματος της ενάρξεως των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ, το οποίο αποτελούσε για την αμερικανική πολιτική ύψιστη προτεραιότητα για γενικότερους γεωπολιτικούς λόγους, παίρνει τώρα σειρά το θέμα των Σκοπίων. Το έτος 2006 έχει άλλωστε διακηρυχθεί από την αμερικανική διπλωματία ως έτος των Βαλκανίων. Είναι λογικό να αναμένονται επομένως, παράλληλα με το θέμα του Κοσσυφοπεδίου, που είναι ήδη στην ημερήσια διάταξη, να αναληφθούν προσπάθειες για τη διευθέτηση και άλλων εκκρεμοτήτων που υπάρχουν και για την προώθηση γενικά της πολιτικής της σταδιακής εντάξεως των Βαλκανικών χωρών στους θεσμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Η νέα πρόταση Νίμιτς αντιγράφει τη στρατηγική της επιδιαιτησίας Ανάν στο Κυπριακό

Η νέα πρόταση Νίμιτς έχει ως ενδιάμεσο τακτικό στόχο να προκαλέσει την απόρριψή της από την ελληνική πλευρά. Επαναφέρει με τον τρόπο αυτό το διπλωματικό παιχνίδι σε μηδενική βάση και βγάζει τα Σκόπια από τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκαν με την απόρριψη της προηγουμένης προτάσεώς του. Επιφυλάσσεται, σε δεύτερο στάδιο, να επανέλθει με «συμβιβαστική» πρόταση, η οποία θα έχει ως στόχο να επιρρίψει τις ευθύνες στην ελληνική πλευρά και να δημιουργήσει συνθήκες διπλωματικής απομονώσεως της Ελλάδος. Πιστεύεται από τους προαγωγούς της ότι η τελευταία θα διευκολύνει την απρόσκοπτη πορεία των Σκοπίων προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, χωρίς ελληνικό βέτο.

Η αναγνώριση των Σκοπίων από τις ΗΠΑ δεν ήταν ολίσθημα, όπως έγινε προσπάθεια εκ των υστέρων να παρουσιασθεί. Ανταποκρίνεται σε σαφείς επιλογές της αμερικανικής πολιτικής. Η τελευταία υποτιμά τις ελληνικές ευαισθησίες και αντιδράσεις και θεωρεί ότι το ιδεολόγημα της «Μακεδονίας» αποτελεί συγκολλητικό ιστό και αναγκαίο ιδρυτικό μύθο του κράτους των Σκοπίων.

Στην πραγματικότητα, η αμερικανική πολιτική συμπλέει σιωπηρά με την θέση των Σκοπίων ότι οι διαπραγματεύσεις είναι προπέτασμα καπνού και χρήσιμες για την πρακτική διαχείριση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων. Κατά βάθος όμως δεν αφορούν το όνομα. Αυτό επιδιώκεται να λυθεί ντε φάκτο, μέσω της διμερούς αναγνωρίσεως των Σκοπίων από ολοένα και περισσότερα κράτη, περιλαμβανομένων των χωρών μελών της ΕΕ. Το τετελεσμένο γεγονός θα προβληθεί προς την Ελλάδα ως ακαταμάχητο επιχείρημα για να προσχωρήσει και η ίδια σε λύση «διπλής ονομασίας», όπως προτείνουν τα Σκόπια. Η Ελλάδα δηλαδή να ονομάζει όπως θέλει τα Σκόπια, σε αντιδιαστολή προς το διεθνές όνομα, με το οποίο θα αποκαλούν τα Σκόπια όλες οι άλλες χώρες.

Τα Σκόπια είναι πλήρως αδιάλλακτα πάνω σ’ αυτό το θέμα και ήταν πάντα. Αποτελεί μύθο ότι θα δέχονταν στο παρελθόν συμβιβαστικές λύσεις, όπως, μεταξύ άλλων, τη θρυλούμενη πρόταση Πινέιρο.

Τι πρέπει να κάνει η Αθήνα;

Η Αθήνα διέπραξε σειρά λαθών σε στρατηγικό και τακτικό επίπεδο και βρίσκεται σήμερα σε δύσκολη θέση. Αφέθηκε μεταξύ άλλων να πιστεύει ότι η άκρως συμβιβαστική πολιτική της στα ελληνοτουρκικά και στο καίριο θέμα της ευρωπαϊκής ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, θα της προσπόριζε κάποια διπλωματικά κέρδη και «ανταλλάγματα» στο θέμα των Σκοπίων. Για τον λόγο αυτό, στον κύκλο των ιθυνόντων της ελληνικής διπλωματίας είναι φυσικό να υπάρχει ένα αίσθημα προδοσίας των Αμερικανών εις βάρος της Ελλάδος.

Λογικά, η Αθήνα δεν έπρεπε να υποστεί φενακισμό ακόμη και σε ένα θέμα στο οποίο διατηρεί τις διαφορετικές απόψεις της και δεν προσχώρησε σε ιδεολογήματα περί «δικού της εθνικού συμφέροντος», όπως συνέβη στο θέμα της εντάξεως της Τουρκίας.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Αθήνα είναι, δυστυχώς, πολύ σοβαρότερο. Έχει να κάνει με τη στρατηγική ανάλυση και αντίληψη των πραγμάτων και με την ανεξάρτητη και αποφασιστική άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Αφέθηκε να παρέλθει μέσα σε κλίμα αδράνειας για την ελληνική πλευρά ολόκληρη η περίοδος μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, ενώ τα Σκόπια προωθούσαν παρασκηνιακά τη διπλωματική τους αναγνώριση με το όνομα Μακεδονία.

Υποβαθμίσθηκε το θέμα στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, με συστηματική καταγγελία των «εθνικιστικών» υπερβολών της ελληνικής πλευράς και απαράδεκτη ανοχή ενός προπαγανδιστικού οργίου της άλλης πλευράς σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και στο επίπεδο των οργάνων της ΕΕ.

Ασφαλώς, η Ελλάδα δεν έχει λόγο να υποδαυλίζει και να στηρίζει ακραίους φανατισμούς και υπερβολές ούτε κλίμα εχθρότητας προς το γειτονικό μικρό κράτος των Σκοπίων. Έχει κάθε λόγο να αναπτύσσει φιλικές σχέσεις μαζί του και να προκρίνει την ύπαρξή του από τη διάλυσή του, εφόσον σε μια τέτοια περίπτωση Αλβανία και Βουλγαρία θα έσπευδαν να καλύψουν το κενό.


Σχολιάστε εδώ