Αντεπίθεση Καραμανλή και ο φόβος του «τρίτου πόλου»!
Προμήνυμα της γενικότερης στάσης που θα τηρεί το Μέγαρο Μαξίμου απέναντι στους αποπεμφθέντες κατά καιρούς αποτέλεσε η απομάκρυνση του Σάββα Τσιτουρίδη, την οποία όσο περνά ο καιρός και ο τελευταίος πολίτης αυτής της χώρας κρίνει υπερβολική, καθώς έγινε με μέτρα και σταθμά που σχετίζονταν με τις εντάσεις της συγκεκριμένης εποχής.
Ποιοι, όμως, ευθύνονται για το κλίμα που είχε διαμορφωθεί τότε, αλλά και σήμερα; Μέσα ενημέρωσης και… «συνεργαζόμενοι» που δεν επιδιώκουν τίποτε άλλο από το χτύπημα της κυβέρνησης, με κάθε μέσο, ώστε να αποδιοργανώσουν το κυβερνητικό έργο και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Η περίπτωση του Αδάμ Ρεγκούζα μπορεί να μην είναι απόλυτα χαρακτηριστική, καθώς οι καταγγελίες ήταν και ουσιώδεις και πραγματικές, αλλά το όλο κλίμα που διαμορφώθηκε στέλνει μήνυμα απελπισίας στους υπουργούς, τους υφυπουργούς και κυβερνητικά στελέχη: «Κοιτάξτε πώς θα προστατευθείτε, γιατί εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για εσάς».
Πέρα από το γεγονός πως ό,τι αποτελεί… γεγονός είναι μη αμφισβητήσιμο, άρα πολύ καλά έκαναν και κατήγγειλαν τον Ρεγκούζα και ο τελευταίος αναγκάσθηκε σε παραίτηση, υπάρχει και το υπό διαμόρφωση κλίμα. Ένα κλίμα ανασφάλειας, συνεχών καταγγελιών και «αποκαλύψεων».
Αυτό το τελευταίο φοβούνται τα στελέχη της κυβέρνησης. Στη σκληρή «κίτρινη» ελληνική πολιτική πραγματικότητα δεν ισχύει πλέον το «είσαι αθώος, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα». Ισχύει το «διαμορφώνω ένα κλίμα, σε στοχεύω και σε τελειώνω πολιτικά, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, αφού ουδείς θα σε προστατέψει. Και αυτό θα το κάνω είτε έχεις δίκιο είτε όχι».
Δεν είναι θέμα ουσιαστικών λοιπόν αποκαλύψεων, αλλά ενός κλίματος φοβίας, συνεχών εκβιαστικών μιντιακών διλημμάτων, τα οποία η κυβέρνηση στέκεται ως θεατής και παρακολουθεί ανήμπορη να αντιδράσει. Ουδείς από την κυβέρνηση προσέφερε τελευταία συμπαράσταση ούτε «καταφύγιο» ούτε καν είπε μια λέξη για συνάδελφό του που εβάλλετο. Και δεν μιλάμε για την περίπτωση Ρεγκούζα. Τρεις υπουργοί της κυβέρνησης χτυπήθηκαν σαν χταπόδια με δήθεν αποκαλύψεις -θα αποδειχθεί κατά πόσο είναι ορισμένες από αυτές όντως αποκαλύψεις στα δικαστήρια- και ουδείς προσπάθησε να τους καλύψει, κανείς συνάδελφός τους δεν βγήκε να τους στηρίξει… Ο φόβος όμως… δεν φυλάει τα έρμα, καθώς σε μικρό χρονικό διάστημα οι υπουργοί και οι υφυπουργοί της κυβέρνησης θα αντιληφθούν ότι το κράτος καμιά φορά πρέπει να βγαίνει από το… καβούκι του και να βοηθά την εύρυθμη λειτουργία του Πολιτεύματος, το οποίο με τη σειρά του δεν μπορεί να γίνεται μπαλάκι δήθεν αποκαλύψεων -επαναλαμβάνουμε, δεν μιλάμε μόνο για την περίπτωση Ρεγκούζα- μιας μερίδας «μιντιακής δικτατορίας» που διαμορφώνει ένα πλαίσιο «φαινομενικής πραγματικότητας». Μέσα στο πλαίσιο αυτό κηλιδώνονται υπολήψεις (έχει και μερίδα της Δικαιοσύνης τις ευθύνες της), διαλύονται οικογένειες, καριέρες και γενικά τίθενται στο περιθώριο όλοι εκείνοι οι κανόνες περί προσωπικών απόρρητων στοιχείων, ενώ καταλύεται κάθε έννοια δικαίου με κασέτες και βιντεοσκοπήσεις.
Εάν κανείς ψελλίσει δε έστω και μία λέξη σαν τις προηγούμενες, κινδυνεύει να τεθεί στο περιθώριο από ωρυόμενους «δημοσιογράφους» που άλλοτε παριστάνουν τους ντετέκτιβ, άλλοτε τους εισαγγελείς και άλλοτε τους δικαστικούς, ενώ ως ηθικοί θεματοφύλακες κατηγορούν για ασέβεια και πορνοδιαθέσεις αστείους καναλάρχες, την ώρα που οι ίδιοι πουλάνε το ίδιο προϊόν από τις εφημερίδες τους. (Ποια άραγε είναι η διαφορά; Ότι ορισμένοι καναλάρχες είχαν τη στήριξη του… Αδάμ, ενώ οι ίδιοι δεν την είχαν;)
Σημασία, λοιπόν, δεν έχουν οι αποκαλύψεις, οι οποίες στην περίπτωση του Αδάμ Ρεγκούζα υπήρξαν καταλυτικές. Εκπτώσεις σε αυτά τα θέματα ο Κ. Καραμανλής έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι δεν κάνει -και πολύ ορθά- γι’ αυτό και βρίσκεται συνεχώς πρώτος σε αποδοχή και δημοτικότητα. Ωστόσο, το κλίμα που δημιουργείται είναι βαρύ για κάθε υπουργό της κυβέρνησης. Δεν ισχύει το ότι «δεν έχεις κάνει τίποτα, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς». Ας πάρουμε π.χ. το θέμα των προσλήψεων. Κατά ποια λογική αποτελούν θέμα οι λιγότερες από… 60.000 προσλήψεις της κυβέρνησης, όταν οι 30.000 αφορούν τα παιδιά του ΠΑΣΟΚ που μονιμοποιήθηκαν ή κατά πόσο αποτελεί είδηση το να έχει βάλει υπουργός τρεις συγγενείς του στο υπουργείο, όταν τουλάχιστον οκτώ υπουργοί του ΠΑΣΟΚ είχαν κατά καιρούς βολέψει τους συγγενείς τους μέχρι τρίτου βαθμού; Κατά πόσο μπορεί να ποινικοποιηθεί η συγγένεια; Θα πρέπει να περιμένουν το ΠΑΣΟΚ να επιστρέψει στα πράγματα για να μονιμοποιηθούν όσοι συγγενείς υπουργών και στελεχών της κυβέρνησης έχουν προσόντα; Εδώ πια δεν υπάρχει μέτρο…
Το κλίμα που διαμορφώνεται είναι καθαρά ενοχικό και αφορά όλα τα στελέχη και τους υπουργούς της κυβέρνησης. Το πρώτο λάθος -και αυτό επισημαίνουν τα κυβερνητικά στελέχη- είναι της ίδιας της κυβέρνησης που δεν έχει βρει τρόπους υγιούς αντίδρασης. Και η υγιής αντίδραση έχει δύο σκέλη:
• Το πρώτο σκέλος έχει σχέση με το εάν τα κυβερνητικά στελέχη έκαναν ή δεν έκαναν όσα καταγγέλλονται. Πρέπει, λοιπόν, έστω και μπροστά σε αυτό το νοσηρό κλίμα, να δίνεται η δυνατότητα στα στελέχη αυτά να υποστηρίζουν το δίκιο τους και όχι να γίνονται στόχος. Πώς οι σημερινοί μηχανισμοί τούς εξασφαλίζουν αυτήν τη δυνατότητα; Δεν τους την εξασφαλίζουν. Αυτή είναι η αλήθεια, γι’ αυτό και τα στελέχη φωνάζουν σήμερα μεταξύ τους και αύριο θα αρχίσουν να ωρύονται και να ζητούν ευθύνες από αυτούς που τις έχουν.
• Το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με το ποιοι είναι αυτοί που κάνουν τις καταγγελίες και εάν εξυπηρετούν σκοπούς ή όχι. Με απλά λόγια, «σημασία δεν έχει τι λένε για σένα, αλλά ποιος το λέει». Έχει κάνει η κυβέρνηση με τους προπαγανδιστικούς της μηχανισμούς το «who is who» των προσώπων που την καταγγέλλουν, ώστε να μπορεί να αντιπαραθέσει το «κοίτα ποιος μιλάει»; Κάτι που γίνεται στο εξωτερικό, σε Αμερική και Ευρώπη; Εδώ; Σιωπή. «Περιμένουμε και εμείς πότε θα έρθει η σειρά μας», ήταν η απάντηση κυβερνητικού στελέχους που παρακολουθούσε τα τελευταία γεγονότα… Και καθώς φαίνεται, την ίδια στάση τηρούν και εκείνοι που θα έπρεπε, καιρό τώρα, έχουν αφυπνισθεί…