Η διαπλοκή στην αντεπίθεση
Τα περιοριστικά όρια που διαμορφώνουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της αγοράς, όπως αυτές κατευθύνονται από τα κέντρα αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν ασφαλώς να αγνοηθούν. Όμως η κυβέρνηση της ΝΔ, τους τελευταίους ιδιαίτερα μήνες, θέλησε να «ιδεολογικοποιήσει» τις ακραίες πολιτικές της αγοράς, συνδέοντας την απελευθέρωση των μηχανισμών του ανταγωνισμού με τον στόχο της ανάπτυξης. Κι αυτή η επιλογή αποτελεί την επανάληψη ενός σοβαρού λάθους, στο οποίο υπέπεσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της τελευταίας οκταετίας, με τα γνωστά αποτελέσματα…
Ένα δεύτερο επίπεδο αποτυχίας της κυβέρνησης της ΝΔ αποτελεί το πρόβλημα της αντιμετώπισης του πλέγματος της διαπλοκής και των συμπτωμάτων της διαφθοράς, η οποία προσλαμβάνει πια τον χαρακτήρα ενός ευρύτερου κοινωνικού φαινομένου. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η ΝΔ προεκλογικά έθεσε το θέμα της αντιμετώπισης της διαπλοκής στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας.
Η Νέα Δημοκρατία επικράτησε το 2004, γιατί το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε πολλές πλευρές της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και γιατί ταυτίσθηκε με το (καταστροφικό) δίπτυχο «διαπλοκή – αλαζονεία». Μέσα από την πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ απαξίωσαν τόσο την κοινωνικοοικονομική στρατηγική του Κινήματος όσο και τις ιδεολογικές-αξιακές του αρχές.
Θα πρέπει συνεπώς να αναγνωρίσουμε ότι υφίσταται, την τελευταία ιδιαίτερα περίοδο, μια «μετατόπιση» του πεδίου αντιπαράθεσης των δύο κομμάτων της διακυβέρνησης. Δεν κυριαρχούν πλέον οι πολιτικοϊδεολογικές διαφορές στο πλαίσιο της πολιτικής-κομματικής αντιπαράθεσης, αφού άλλωστε η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών (άνω του 60%) πιστεύει ότι οι διαφορές αυτές είναι μικρές ή ανύπαρκτες. Αντιθέτως, αναδύεται ένα ευρύτερο αίτημα, με καθαρά πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, που απαιτεί τη ριζική αντιμετώπιση του πλέγματος της διαπλοκής και των -καθολικοποιούμενων- φαινομένων της διαφθοράς, τη διαφάνεια, την αξιοκρατία.
Δεν πρόκειται ασφαλώς για ένα αίτημα ηθικοποίησης της πολιτικής. Αντιθέτως, προκύπτει ως απαίτηση της απεμπλοκής της πολιτικής από τα οικονομικά συμφέροντα και της οικοδόμησης μιας γνήσιας και διαφανούς σχέσης της με την κοινωνία.
Γιατί μόνον όταν η πολιτική αυτονομηθεί από τα οικονομικά συμφέροντα (που εξακολουθούν να την επηρεάζουν πολλές φορές αποφασιστικά), μπορεί να θέσει φραγμούς στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να διαμορφώσει μια γνήσια και αυθεντική σχέση με τις κοινωνικές δυνάμεις και τους πολίτες που σήμερα βρίσκονται στο περιθώριο.
Δυστυχώς, για όλο το πολιτικό σύστημα, η αποτυχία της κυβέρνησης στο θέμα του «βασικού μετόχου» επέτρεψε στους φορείς της διαπλοκής να ανασυνταχθούν και να διεκδικούν σήμερα με αξιώσεις τη δυναμική τους επάνοδο στα κέντρα των πολιτικών αποφάσεων.
Αρκεί κανείς να παρατηρήσει με ποιον τρόπο καταρτίζεται και αξιολογείται η ατζέντα των βραδινών δελτίων ειδήσεων στα τηλεοπτικά κανάλια.
Μόλις την τελευταία περίοδο οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και οι «επιφανείς» δημοσιογράφοι «ανακάλυψαν» τα προβλήματα της ανεργίας, των επιχειρήσεων που κλείνουν, της ακρίβειας, της άδικης φορολόγησης, των σκληρών οικονομικών μέτρων. Τόσα χρόνια τα πράγματι κρίσιμα αυτά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα τα εκάλυπτε ο «πέπλος» της πολιτικοοικονομικής διαπλοκής που δεν επέτρεπε στους λαλίστατους, σήμερα, αναλυτές και σχολιαστές να μας αποκαλύψουν τη βαθιά μαρξιστική-λενινιστική τους κατάρτιση στην κριτική τους προς τη «δεξιά διακυβέρνηση». Γιατί, βέβαια, οι φορείς της διαπλοκής δεν διστάζουν να αλλάξουν το εκσυγχρονιστικό τους «προσωπείο» με τη «μάσκα» μιας κοινωνικής-αριστερής κριτικής. Την οποία, με τη σειρά της, θα αφαιρέσουν, όταν επιτύχουν τον επιθυμητό συμβιβασμό με τη νέα κυβέρνηση.
Την κρίση αυτή των σχέσεων πολιτικής και φορέων της διαπλοκής αποκάλυψε και η αποπομπή του κ. Ρεγκούζα. Γιατί, δυστυχώς, η απομάκρυνσή του δεν έγινε με τα καθαρώς πολιτικά κριτήρια που θα έπρεπε να είχαν κυριαρχήσει από καιρό ίσως, αλλά προέκυψε από την πίεση του ρεπορτάζ μιας τηλεοπτικής εκπομπής. Κι αυτό το γεγονός αποτελεί απαξιωτικό παράδειγμα για την πολιτική, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι συνιστά μια κίνηση που ανταποκρίθηκε ασφαλώς στο κοινό αίσθημα.
Βεβαίως στην αντιπαράθεση μεταξύ της πολιτικής και των οικονομικών συμφερόντων της διαπλοκής απαιτείται συσπείρωση και συνεργασία όλων των πολιτικών κομμάτων. Όμως και στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ υπάρχουν πρόσωπα και «πυρήνες» που στηρίζουν την πολιτική τους επιβίωση και προοπτική στη συνεργασία ή στην ανοχή των συμφερόντων αυτών. Κι αυτό το γεγονός ενισχύει αντικειμενικά την ισχύ της διαπλοκής, ιδιαίτερα σε μια περίοδο δυσαρέσκειας λόγω των αυστηρών οικονομικών μέτρων.
Σε αυτήν την αντιπαράθεση οι φορείς της διαπλοκής δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν σαν προστατευτική ασπίδα κοινωνικές ομάδες, τους ίδιους τους εργαζόμενους, όπως συνέβη πρόσφατα με τον ραδιοσταθμό Flash. Και είναι απορίας άξιον -ή μάλλον αποκαλυπτικό των επιρροών της διαπλοκής- πώς εκπρόσωποι φορέων εργαζομένων απαλλάσσουν τον ιδιοκτήτη του σταθμού των ευθυνών και κυρίως των εκατομμυρίων ευρώ χρεών του, προασπίζοντες δήθεν τα συμφέροντα των εργαζομένων του σταθμού… Ενώ τηρούσαν σιγήν ιχθύος, όταν ο ίδιος ιδιοκτήτης καταπατούσε τα συμφέροντα αυτά και συσσώρευε χρέη… Μόνο, δυστυχώς, μέσα από τέτοια παραδείγματα μπορούμε να κατανοήσουμε το βάθος και την έκταση του προβλήματος της διαπλοκής.
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση και όλα τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να κατανοήσουν ότι η ίδια η ισχύς, η αξιοπιστία και η προοπτική τους συνδέονται με τη βούληση, αλλά και την αποτελεσματικότητα της αντιπαράθεσής τους με το «σχήμα» της διαπλοκής. Άλλωστε, στο οικονομικό πεδίο η επικράτηση του μοντέλου της αγοράς περιορίζει τις όποιες εθνικές – κυβερνητικές επιλογές. Ας εξαντλήσουν, λοιπόν, τα όρια αυτά οι κυβερνήσεις, διατηρώντας τουλάχιστον την πολιτική τους αξιοπρέπεια και αξιοπιστία.