Τουρκία «ante portas»…
Τα συμπεράσματα από την αποδοχή της έναρξης των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαική Ένωση είναι στο περιεχόμενό τους θλιβερά και στην προοπτική τους δυσοίωνα.
Από την πλευρά της η Τουρκία προώθησε τους στόχους της με ελάχιστες έως μηδενικές απώλειες, ενώ για άλλη μια φορά αποδείχθηκε η «πολιτική παραλυσία» των ευρωπαίων ηγετών να χαράξουν και να προωθήσουν μια σαφή θέση έναντι του στρατηγικού αυτού προβλήματος για το μέλλον της ΕΕ.
Όσο για την Ελλάδα ζει με την προσδοκία τής «εις το μέλλον» διευθέτησης των «διαφορών» με την Τουρκία, απέχοντας ουσιαστικά από τις κρίσιμες διαδικασίες και εξελίξεις.
Τρία είναι τα κομβικά σημεία που διαμορφώνουν μια πορεία, στρατηγικού χαρακτήρα, ήττας για τη χώρα μας.
Το πρώτο αφορά την «περίφημη» Συνθήκη του Ελσίνκι που ουδέποτε ενεργοποιήθηκε, όσον αφορά τις διατάξεις που αναφέρονταν στις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Και εδώ υπάρχουν τεράστιες ευθύνες από την πλευρά των κυρίων Γ. Παπανδρέου και Σημίτη που εξακολουθούν να τηρούν αιδήμονα σιωπή.
Το δεύτερο κομβικό σημείο αφορά τις προ έτους διαπραγματεύσεις, όπου και πάλι δεν τέθηκαν δεσμευτικοί όροι για την Τουρκία ούτε για το Αιγαίο ούτε και για την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προφανώς η επίσκεψη του Κ. Καραμανλή στις ΗΠΑ είχε ήδη αποφέρει τα «ανάλογα» αποτελέσματα, ώστε και η νέα κυβέρνηση να προσαρμοσθεί πλήρως στην πολιτική της προκατόχου της, μετά το «ατόπημα» του έλληνα πρωθυπουργού να «επιτρέψει» στους Κυπρίους να ψηφίσουν ελεύθερα στο δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν, αντίθετα με τον «πειθήνιο» Γ. Παπανδρέου…
Το τρίτο «σημείο τομής», και ίσως το πιο κρίσιμο, διαμορφώθηκε με την απόφαση για την έναρξη των διαπραγματεύσεων χωρίς καμία συγκεκριμένη δέσμευση της Τουρκίας έναντι της χώρας μας, αλλά μέσω ευχολογίων «για τη βελτίωση των σχέσεών της με την Ελλάδα» και χωρίς τη σαφή υποχρέωσή της να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Στο πεδίο των πολιτικών και διπλωματικών χειρισμών η Τουρκία βγαίνει σαφώς κερδισμένη, ενώ η χώρα μας παραμένει απλός, ουδέτερος παρατηρητής των εξελίξεων.
Η 3η Οκτωβρίου, όμως, σηματοδοτεί και ένα ισχυρό πλήγμα κατά της ίδιας της ΕΕ. Η είσοδος της Τουρκίας αποτελεί μια στρατηγική επιτυχία των ΗΠΑ, γιατί εξουδετερώνει κάθε προοπτική πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Τόσο η εξωτερική πολιτική όσο και η πολιτική ασφαλείας της ΕΕ θα τελούν υπό την άμεση εποπτεία και παρέμβαση των ΗΠΑ.
Είναι προφανές ότι στο άμεσο μέλλον οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία) θα αναγκασθούν να διαμορφώσουν «κλειστούς κύκλους» αποφάσεων, προκειμένου να διασφαλίσουν ένα πεδίο αυτονομίας, με συνέπεια την «οιονεί» χαλαρή συγκρότηση και λειτουργία των κρίσιμων θεσμικών οργάνων της Ευρωπαικής Ένωσης. Στην ουσία στο μέλλον η ΕΕ θα αναγκάζεται να αποφασίζει υπό την πίεση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε όλα τα στρατηγικής σημασίας θέματα που θα αντιμετωπίζει.
Εξίσου σημαντικά είναι, όμως, τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που θα προκύψουν, αναπόφευκτα, από την εισδοχή της πολυπληθέστερης χώρας σε μια Ευρώπη που ήδη διέρχεται μια παρατεταμένη κρίση.
Το πρόβλημα της εισόδου εκατομμυρίων τούρκων εργαζομένων σε μια Ευρώπη που μαστίζεται από την ανεργία και οδηγείται στην αποδυνάμωση των κοινωνικών θεσμών παραπέμπεται στο μέλλον. Έχουν άραγε αντιμετωπίσει οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας μας το ενδεχόμενο μιας τέτοιας «εισβολής» στον ελλαδικό χώρο -ιδίως στον παραμεθόριο- και τα κρίσιμα προβλήματα που θα προκύψουν; Ή μήπως εκ των υστέρων -και κάτω από δυσμενείς συσχετισμούς θα… τρέχουμε και δεν θα φθάνουμε;
Βεβαίως στο προσεχές μέλλον θα προκύψει και το κρίσιμο για τη χώρα μας πρόβλημα των πολιτικών συσχετισμών με την Τουρκία στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμών. Με έναν πληθυσμό τουλάχιστον οκταπλάσιο έναντι της χώρας μας η Τουρκία θα κυριαρχεί στην Ευρωβουλή και θα διεκδικήσει κρίσιμες θεσμικές εξουσίες στο θέμα των επιτρόπων και γενικότερα στην αντιπροσώπευσή της στα όργανα των αποφάσεων. Μπορούμε άραγε να φαντασθούμε τον τούρκο επίτροπο να αποφασίζει για την οικονομική μας πολιτική, τον τουρισμό μας, το ενεργειακό μας πρόβλημα;
Ασφαλώς σε μια ένωση κρατών και λαών με κοινούς στόχους και κοινές αντιλήψεις για τις λειτουργίες των πολιτικών και οικονομικών θεσμών παρόμοια προβλήματα επιλύονται με τον διάλογο, τον συμβιβασμό, με την αναγνώριση των δημοκρατικών αρχών.
Όλα αυτά, όμως, αποτελούν ενοχλητικές «λεπτομέρειες» για την τουρκική στρατηγική. Σήμερα η Τουρκία εισέρχεται στην ΕΕ με τους δικούς της όρους, επιβάλλει τις δικές της βουλήσεις και ενοχλείται ακόμα και από τις «παραινέσεις» των ευρωπαίων ηγετών. Την ίδια τακτική θα ακολουθήσει και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αφού σε κάθε δύσκολη γι’ αυτήν στιγμή θα μπορεί να ενεργοποιεί τις ΗΠΑ για να «συνετίσουν» τους «δύστροπους» ευρωπαίους εταίρους. Άλλωστε, η πρόσφατη παρέμβαση της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ αποδεικνύει το πολιτικό «κατάντημα» των ευρωπαίων ηγετών.
Βεβαίως το «ισχυρό» επιχείρημα των υποστηρικτών της ένταξης της Τουρκίας στη χώρα μας, έναντι μιας διαδικασίας «ειδικής σχέσης», εξαντλείται στην εκτίμηση ότι η Τουρκία θα επιδείξει διαλλακτικότητα και θα οδηγηθούμε μέσα από ένα «ήπιο κλίμα» στην επίλυση των όποιων διαφορών στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Η εκτίμηση, όμως, αυτή είναι τουλάχιστον αφελής.
Γιατί η όποια αλλαγή της τουρκικής επεκτατικής στρατηγικής δεν πρόκειται να μεταβληθεί, ενόσω η Τουρκία διαθέτει υπέρ αυτής τον πολιτικό αλλά και στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων, τον οποίο ενίσχυσε ακόμα περισσότερο στις 3 Οκτωβρίου, ημερομηνία κατά την οποία η Ελλάδα ακύρωσε και το τελευταίο ισχυρό διαπραγματευτικό της ατού.
Όμως οι σημερινοί πολιτικοί μας μετρούν τον ιστορικό χρόνο με βάση τον δικό τους χρόνο παραμονής στην εξουσία. Και μεταβιβάζουν τα προβλήματα στην επερχόμενη γενιά ως απόδειξη της δικής τους ανεπάρκειας. Γι’ αυτό και θα αποτελέσουν απλές παρενθέσεις στο βιβλίο της Ιστορίας και θα αφήσουν στις σελίδες του μόνο τα λάθη τους.