Σε πολιτικό αναβρασμό η Γαλλία
Τα αιτήματα των απεργών ήταν τρία: Να σταματήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις (ιδιαίτερα της γαλλικής εταιρείας ενέργειας), να αυξηθούν οι μισθοί και τα μεροκάματα και κυρίως να μην εφαρμοστεί το μέτρο της απελευθέρωσης των απολύσεων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που ψήφισε η κυβέρνηση πριν από λίγους μήνες, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης της ανεργίας. Το «πακέτο» των μέτρων που παρουσιάστηκε για την αντιμετώπιση της ανεργίας περιελάμβανε τα εξής τέσσερα μέτρα:
Πρώτον, μπόνους ύψους 1.000 έως 1.200 ευρώ σε κάθε άνεργο που θα βρει δουλειά, ως ένα κίνητρο επανένταξης στην αγορά εργασίας. Δεύτερον, παροχή μπόνους ύψους 1.500 ευρώ ή ισόποση φορολογική απαλλαγή για όσους βρουν δουλειά σε απόσταση μεγαλύτερη των 150 χιλιομέτρων από τον τόπο κατοικίας τους. Τρίτον, διακοπή της παροχής επιδόματος ανεργίας σε όποιον άνεργο απορρίψει τρεις διαφορετικές προτάσεις απασχόλησης και, τέλος, απεριόριστη δυνατότητα απολύσεων για εργαζόμενους που δουλεύουν μέχρι και δύο χρόνια, σε όποιες επιχειρήσεις απασχολούν λιγότερα από 20 άτομα. Όπως είναι προφανές, τα δύο τελευταία μέτρα προκάλεσαν την οργή όχι μόνο των εργαζομένων, αλλά και των ανέργων, καθώς το πραγματικό τους αποτέλεσμα δεν θα ήταν περισσότερες προσλήψεις, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά να αυξηθεί παραπέρα η ανεργία, που καταδικάζει 2,7 εκατομμύρια Γάλλους στο περιθώριο της κοινωνίας, και να πολλαπλασιαστούν φαινόμενα όπως της Χιούλετ Πάκαρντ, που μόλις πρόσφατα ανακοίνωσε την απόλυση 1.200 εργαζομένων. Τα μέτρα του Ντε Βιλπέν δεν διαφέρουν σημαντικά από εκείνα του Σρέντερ, όταν τον Δεκέμβριο του 2004, με πρόσχημα πάλι την αντιμετώπιση της ανεργίας, περιόρισε σημαντικά τα επιδόματα ανεργίας και κατήργησε διατάξεις του εργατικού δικαίου που για πολλές δεκαετίες προστάτευαν τους εργαζόμενους.
Η οξύτατη αντίδραση των εργατικών συνδικάτων την Τρίτη μπορεί να μην έδωσε το έναυσμα για να αρχίσει να μετράει αντίστροφα ο χρόνος για τη σημερινή κυβέρνηση, όπως είχε συμβεί τον Δεκέμβρη του ’95 με την επίσης δεξιά κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ, αναμφισβήτητα όμως πυροδότησε ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις. Κατ’ αρχάς αυτές οι κινητοποιήσεις έγιναν στον απόηχο τέτοιων εξελίξεων και συγκεκριμένα στον απόηχο του αντινεοφιλελεύθερου «Όχι» που συντάραξε ολόκληρη την Ευρώπη τον Μάιο που μας πέρασε. Η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος στις 29 Μαΐου από το 55% των Γάλλων, που πίσω από τις διατάξεις του είδαν τη συνταγματική κατοχύρωση του νεοφιλελευθερισμού, παρά και ενάντια μάλιστα στη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου που υποστήριζε το «ναι», χωρίς αμφιβολία τόνωσε την πολιτική αυτοπεποίθηση των γάλλων εργαζομένων, μια και τους έδειξε ότι είναι εφικτό να καταγράφουν νίκες και να μετράνε επιτυχίες.
Το στρατόπεδο της Δεξιάς ήταν ο μεγάλος χαμένος από την απεργία της Τρίτης, μια και επέτεινε τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την πολιτική που εφαρμόζει. Δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε την επομένη της απεργίας έδειχνε ότι το 62% κρίνει αρνητική την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Το παράδοξο όμως είναι ότι ο Ντε Βιλπέν, τον οποίο διόρισε τελευταία ημέρα του Μαΐου ο Σιράκ, αποπέμποντας κακήν κακώς τον προηγούμενο πρωθυπουργό Ραφαρέν, κάθε άλλο παρά χαμένος βγήκε από αυτή τη σύγκρουση! Η επιρροή του, αντιθέτως, για πρώτη φορά ξεπέρασε αυτή του Νικολά Σαρκοζί, ηγέτη του δεξιού γκωλικού κόμματος UMP, με τον οποίο θα κονταροχτυπηθεί στο πλαίσιο της Δεξιάς για το χρίσμα εν όψει των εκλογών που θα γίνουν το 2007.
Αυτή η απροσδόκητη μετατόπιση πολιτικού φορτίου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν πάρουμε υπ’ όψιν μας ότι η δεξιά στροφή της σοσιαλδημοκρατίας και η σύγκλισή της με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά σε όλη την Ευρώπη συνετέλεσαν ώστε οι μείζονες πολιτικές αντιπαραθέσεις να διεξάγονται πλέον στο εσωτερικό αυτών των κομμάτων -εις βάρος της ενότητάς τους- και όχι μεταξύ τους.
Από τη στιγμή που το ένα κόμμα διαδέχεται το άλλο μόλις συμπληρωθούν δύο τετραετίες σαν το μικρότερο κακό, χωρίς δηλαδή η ψήφος να έχει θετικό περιεχόμενο και να συνοδεύεται από ελπίδες, το κάθε κόμμα (είτε σοσιαλδημοκρατικό είτε κεντροδεξιό) διχάστηκε σε μια νεοφιλελεύθερη και μια περισσότερο κοινωνικά ευαίσθητη συνιστώσα. Ο Νικολά Σαρκοζί και ο Ντε Βιλπέν αποτελούν ενσάρκωση αυτού ακριβώς του διχασμού.
Ο Νικολά Σαρκοζί, από τη θέση του υπουργού Εσωτερικών, εφάρμοσε στη Γαλλία το αμερικανικό δόγμα της «μηδενικής ανοχής», που τιμωρεί εξίσου αυστηρά τον πιτσιρικά που κλέβει ένα πακέτο τσιγάρα ή τον άνεργο που κλέβει μια τυρόπιτα με τον κατά συρροήν εγκληματία. Είναι οπαδός του πιο άγριου νεοφιλελευθερισμού και των ιδιωτικοποιήσεων και για αυτόν τον λόγο έσπευσε πριν από τις εκλογές στη Γερμανία να δημιουργήσει γέφυρες με την Άγκελα Μέρκελ. Είναι φιλοαμερικάνος, ενώ η ουγγροεβραϊκή του καταγωγή καθιστούσε βέβαιη τη ριζική στροφή της γαλλικής διπλωματίας, που σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες υποστήριζε το δίκαιο του παλαιστινιακού λαού, ερχόμενη σε σύγκρουση πολλές φορές με το Ισραήλ και τα εβραϊκά λόμπι.
Ένας αριστοκράτης στα Ηλύσια;
Ο προστατευόμενος του Σιράκ, Ντομινίκ ντε Βιλπέν, από την άλλη, συγκέντρωσε για πρώτη φορά τα βλέμματα όλης της ανθρωπότητας κατά τη διάρκεια των ιστορικών πλέον διπλωματικών αντιπαραθέσεων που γίνονταν σχεδόν κάθε Παρασκευή στην έδρα του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη, όταν προσπαθούσε να αποκρούσει τα επιχειρήματα της αμερικάνικης διπλωματίας για τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ και κυρίως να αποτρέψει την έγκριση της επέμβασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Οι τοποθετήσεις του και οι αντιπαραθέσεις του με τον Κόλιν Πάουελ πολλές φορές αποτέλεσαν υπόδειγμα πολιτικού λόγου. Ακόμη και τώρα, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Μαρόκο (όπου γεννήθηκε πριν από 51 χρόνια), αναφερόμενος στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ο αριστοκρατικής καταγωγής Ντε Βιλπέν αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο του στα μέτρα περιορισμού των αντιθέσεων που πρέπει να ληφθούν, ενώ την ίδια ώρα ο Σαρκοζί, σε μια τηλεοπτική του εμφάνιση διάρκειας δύο ωρών, εξηγούσε γιατί είναι αναγκαία η ψήφιση ενός νέου αντιτρομοκρατικού νόμου.
Στο κοινωνικό επίπεδο, μόλις πριν από δέκα ημέρες, με αφορμή την κατάληψη στην οποία προχώρησαν ναυτεργάτες στην Κορσική, για να διαμαρτυρηθούν για την ιδιωτικοποίηση μιας κρατικής ναυτιλιακής εταιρείας (και αφού πρώτα ο Ντε Βιλπέν έστειλε τις ειδικές δυνάμεις να ανακαταλάβουν το φέρι μποτ και να συλλάβουν τους απεργούς που το είχαν καταλάβει), δεν δίστασε να αναθεωρήσει ριζικά το σχέδιο ιδιωτικοποίησης, ανακαλώντας το επί της ουσίας. Επανειλημμένες δε φορές έχει υποστηρίξει ότι αν κάτι χρειάζεται το γαλλικό μοντέλο είναι περαιτέρω στήριξη και εκσυγχρονισμό, ενώ ο Σαρκοζί έχει ταχθεί ρητά υπέρ του αγγλοσαξονικού μοντέλου, θεωρώντας το γαλλικό αναχρονιστικό και ξοφλημένο. Μετά δε την απεργία της Τρίτης και τις μαζικές συγκεντρώσεις (που σύμφωνα με τα συνδικάτα είχαν ένα εκατομμύριο κόσμο) ο Ντε Βιλπέν με σεμνότητα δήλωσε «αφουγκράστηκα το μήνυμα που έστειλε ο κόσμος», αποφεύγοντας να έρθει σε σύγκρουση ή ακόμη και προστριβή με την κοινωνία. Σε αυτήν τη διελκυστίνδα δεν είναι παράξενο που ο χαμένος της απεργίας ήταν η Δεξιά και ο κερδισμένος ο… δεξιός πρωθυπουργός…
Στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης, παρότι ακόμη κανείς δεν ξέρει αν θα συνεχίσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα να είναι ενωμένο -και ούτε πρόκειται να απαντηθεί στο πολυαναμενόμενο Συνέδριο του Νοεμβρίου- μια ευρύτερη μετωπική πρωτοβουλία που αναλήφθηκε από όλα σχεδόν τα κόμματα της Αριστεράς ξύπνησε σε πολλούς μνήμες της εποχής Μιτεράν.
Συγκεκριμένα το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι Πράσινοι και η τροτσκιστική Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα υπέγραψαν μια κοινή διακήρυξη ενάντια στη δεξιά κυβέρνηση, που από τη δεξιά εφημερίδα «Φιγκαρό» παρομοιάστηκε με το κοινό πρόγραμμα που είχαν συμφωνήσει οι σοσιαλιστές μαζί με τους κομμουνιστές στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Κατά πόσο θα προχωρήσει αυτή η πρωτοβουλία μένει να αποδειχτεί. Το ίδιο ισχύει και για σενάρια που θέλουν τον μαχητικό αγρότη Ζοζέ Μποβέ να κατέρχεται στις προεδρικές εκλογές ως κοινός υποψήφιος της ριζοσπαστικής Αριστεράς.