Η τακτική των «δύο σκούφων» στη νομή του γκουβέρνου
Η Ευρωδεξιά και ο εν Ελλάδι απόηχός της, κινείται στον ρυθμό του ακορντεόν και κατά την άποψη σημαντικών θεωρητικών της «υπόκειται σε μια ιδιότυπη αρχή απροσδιοριστίας, λόγω του πολιτικού πολυμορφισμού της…».
Από τα νηπιακά βήματά της ετεροπροσδιορίζεται από την Αριστερά. Το «Δεξιότερα Κουροπάτκιν», το ιδεολογικό της οπλοστάσιο, ενώ κατά περιόδους ενδύεται και τη χλαμύδα της «Λαϊκής Δεξιάς», αλλά ευθύς ως κατακτήσει το πολυπόθητο τρόπαιο, την εξουσία, αρχίζει η βαθμιαία απομάκρυνση από τη λαϊκή της βάση.
Άλλωστε πολλοί δεν είναι οι «θεωρητικοί» του Αστικού Χώρου που υποστηρίζουν ότι «η Δημοκρατία από τη φύση της είναι πολίτευμα που δίνει τα περισσότερα δικαιώματα στους ολίγους, τους άρχοντες και αφαιρεί τα περισσότερα από όλους τους άλλους, τους υπηκόους…»;
Ο ετεροπροσδιορισμός της Δεξιάς από την Αριστερά την ώθησε στο παρελθόν να καταστεί συνοδοιπόρος των «ελέω Θεού» μοναρχιών και να ταυτίσει τις τύχες του έθνους με έναν ξενόφερτο βασιλικό θεσμό, αντιπρόσωπο, την μακρά περίοδο της Ξενοκρατίας, ξένων συμφερόντων!
Τη μεταπολιτευτική περίοδο, ευθύς ως η εγχώρια σοσιαλδημοκρατική έκφραση ταύτισε την παραμονή στην εξουσία με την ευθεία προσαρμογή στις «υποδείξεις» της Ατλαντικής Προστασίας, η Δεξιά, κατά την αρχή της ετεροπροσδιοριστίας, μετακινήθηκε στην αντίπερα όχθη του φαινομενικού αντι-Ατλαντισμού και πλούτισε την γκαρνταρόμπα της και με το ένδυμα του «Αντιαμερικανιοσμού» ή, στην ηπιότερη εκδοχή του, του λεκτικού Πατριωτισμού.
Ήδη η «ηγεσία» της Σοσιαλδημοκρτίας a la Graeca, και στις τρεις αποχρώσεις της, εκείνη του ιδρυτή της, του διαδόχου και του σημερινού επιγόνου του αρχηγέτη, διακινήθηκε μακράν της θεωρίας ότι «ο σοσιαλισμός θα επικρατήσει, όχι χάρη στην αυθαίρετη βουλή ατόμων ή ομάδων, αλλά λόγω των οικονομικών τάσεων που υπάρχουν στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα».
Στηρίχθηκε μάλλον σε κράμα «υπαρκτού σοσιαλισμού», ειδικότερα ως προς την οργανωτική δομή του κόμματος, και του Ουτοπικού, συναισθηματικού σοσιαλισμού. Περιορίσθηκε στο πεδίο των διακηρύξεων, να καταγγέλλει τις αδικίες του πολιτικού συστήματος, που ακολουθούσε ο Συντηρητικός Πολιτικός χώρος, και στον οποίο η μεγαλύτερη μερίδα των αγαθών δεν τη γεύονται εκείνοι που τα παράγουν, αλλά οι κατέχοντες τον πλούτο και τα μέσα παραγωγής του.
Η εγχώρια Σοσιαλδημοκρατία στα πρώτα νηπιακά μεταπολιτευτικά βήματά της απευθύνθηκε προς τη συνείδηση και το αίσθημα του δικαίου και ζητούσε την αντικατάσταση του λειτουργούντος πολιτικού συστήματος, με ένα σύστημα ανθρωπιστικότερο και βεβαίως δικαιότερο. Η κοινωνική Δικαιοσύνη παρέμενε το ζητούμενο από την συγκρότηση του ελληνικού κράτους μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80 του προηγούμενου αιώνα.
Και τα δύο κόμματα εξουσίας υπονομεύουν τη Δημοκρατία, που συστατικό της στοιχείο είναι η Αξιοκρατία και επιδιώκουν να τη μετατρέψουν σε κομματοκρατία. Διαγκωνίζονται δε, εν ονόματι της… αξιοκρατίας και επιδίδονται σε αλληλοκατηγορίες -θέμα και θέαμα των ημερών- ότι ταυτίζουν το κόμμα με το κράτος!
Η χώρα παραμένει αγκυλωμένη σε μια αναχρονιστική γραφειοκρατία των μετριοτήτων, η δε ικμάδα των νέων και ικανών αναζητεί αναγνώριση, σε πλήρη δικαίωση της Βιβλικής αρχής «ουδείς προφήτης τη εαυτού πατρίδι», στο εξωτερικό!
Τα δύο κόμματα εξουσίας, αντί να εκχέουν αρχές, μετατρέπονται ευθύς ως κατακτήσουν το γέρας νομής και λεηλασίας του Γκοβέρνου, σε «γραφεία ευρέσεως εργασίας», είτε των οπαδών τους είτε κυρίως των καιροσκοπικών στοιχείων, τα οποία ευθύς ως οσμίζονται εξουσία, κατά τη ρήση του μακαρίτη, Σπύρου Μελά, μετέρχονται την τακτική των «δύο σκούφων»!
-«Πάω, διακήρυσσε ο σπουδαίος αυτός δημοσιογράφος, στην Ανατολή (χώρες που επικρατούσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός»), βάζω την προλεταριακή τραγιάσκα. Πάω στην καπιταλιστική Δύση, φοράω ημίψηλο καπέλο… Και έτσι τα ‘χω καλά και με τους δύο…».
Η κοινωνιολογική-ψυχολογική ανάλυση τού συγκεκριμένου φαινόμενου ήδη από την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα και με τη γραφίδα του κοινωνιολόγου Ευάγγελου Λεμπέση έχει βρει την ερμηνεία του στη μελέτη του τελευταίου, «Η Κοινωνική άνοδος των ηλιθίων εν τη Νεοελληνική Κοινωνία»!
Στο άνυδρο, πλέον, τοπίο της ελληνικής πολιτικής καθημερινής πραγματικότητας δεν αντηχεί η άλλοτε παρωθητική δύναμη του λόγου της Αριστεράς! Δυστυχώς ο αριστερός λόγος έχει οπισθοδρομήσει στην εποχή της «Προλετκούλτ» και στην κομματική μαστίγωση των «συντρόφων με τις αστικές συνήθειες να κυκλοφορούν με σιδερωμένο παντελόνι και πουκάμισο»!
Το πορτρέτο της σύγχρονης «Ελλάδας των Ελλαδιτών», κατά την ακραία σκιαγράφηση ενός «αναρχοδεξιού», του καθηγητή Χρίστου Γούδη, «… έχει μεταβληθεί σε φέουδο ανικάνων ιδιοτελών πολιτικών και αδίστακτων κοινωνικών ομάδων».
«Η ελλαδική κοινωνία σε όλες τις εκφάνσεις καλύπτει με φανταχτερά ιδεολογικά πέπλα την προσωπική γύμνια των πάσης φύσεως ”αγωνιστών” της.
»Η αναίδεια της άκοπης ευμάρειας από έναν πληθυσμό που καθίσταται μέρα με τη μέρα όλο και πιο αγράμματος, όλο και πιο αμόρφωτος, όλο και πιο ανεύθυνος, έχει διαβρώσει κάθε αρχή και κάθε αξία.
»Ζητώ χωρίς να παράγω, απαιτώ χωρίς να καταβάλλω προσπάθεια για παιδεία, μόρφωση, κοινωνική συμβολή και κοινωνική ευθύνη.
»Ζητώ χωρίς να κατανοώ, χωρίς να νοιάζομαι, χωρίς να ντρέπομαι».
«Η Ελλάδα του ”γνώθι σαυτόν” κυριαρχείται από το θράσος της άγνοιας μεγάλων και μικρών».
«Η Ελλάδα, μητέρα του μέτρου, σαρώνεται από την αμετροέπεια των Ελλαδιτών».
«Η Ελλάδα των Ελλαδιτών -χώρα χωρίς όνειρα, χωρίς παλμό, χωρίς όρια- καταρρέει».
«Η Ελλάδα των Ελλαδιτών οφείλει να αφυπνισθεί…».