Παγκόσμια ανακατανομή της απασχόλησης
Δεν έχουν, όμως, δίκιο. Εκείνο που κλονίζει τον σημερινό καταμερισμό της παγκόσμιας παραγωγής και της απασχόλησης είναι η μετανάστευση δυτικών επιχειρήσεων, οι οποίες φεύγουν από τη Δύση για να εγκατασταθούν και να δραστηριοποιηθούν παραγωγικά στις χώρες της Ανατολής με στόχο να εκμεταλλευτούν το φτηνό εργατικό δυναμικό των μεγάλων πληθυσμιακών κέντρων της πολυάνθρωπης Ασίας; Όχι βέβαια. Η ταχύτατη ανάπτυξη της οικονομίας της Κίνας είναι που δημιουργεί εκεί νέες θέσεις εργασίας. Και το ίδιο θα συμβεί σύντομα και με την οικονομία της Ινδίας. Η υγιής ανάπτυξη, οι επενδύσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η παραγωγικότητα της κρατικής μηχανής και η σωστή δημοσιονομική διαχείριση είναι που δημιούργησαν την πληθώρα των νέων θέσεων εργασίας στην Κίνα και στην Ινδία. Το φαινόμενο της μετανάστευσης των θέσεων εργασίας παρουσιάζεται κυρίως στις σχέσεις ανεπτυγμένης και υπό ανάπτυξη Ευρώπης και παρουσιάζει τοπικό ενδιαφέρον.
Η ανεπτυγμένη Ευρώπη χάνει θέσεις εργασίας, τις οποίες κερδίζουν οι χώρες τής υπό ανάπτυξη Ευρώπης. Κυρίως οι ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται ακόμη στη ζώνη χαμηλού εργατικού κόστους. Εκεί μεταναστεύουν πολλές επιχειρήσεις για να αποκτήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Η μετανάστευση αυτή δεν έχει τέτοια έκταση ώστε να μπορεί να προκαλέσει από μόνη της ανακατανομή της παραγωγής και της απασχόλησης σε παγκόσμια κλίμακα. Το «φαινόμενο της Κίνας» είναι εντελώς διαφορετικό. Εκεί πρόκειται για αυτόνομη ανάπτυξη που στηρίζεται στον δυναμισμό της οικονομίας της και στις δικές της επενδύσεις. Από καθαρά εσωτερικές αιτίες η κινέζικη οικονομία δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, καθώς έχει αποκτήσει αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη των δικών της παραγωγικών δυνατοτήτων και δεν έχει καταστεί χώρα υποδοχής αλλοδαπών επιχειρήσεων. Η κινέζικη παραγωγική μηχανή παράγει δικά της προϊόντα, σε μαζική παραγωγή και με χαμηλό κόστος, που σημαίνει υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας. Και βέβαια κατακτούν τη διεθνή αγορά και ειδικά την ευρωπαϊκή, όπου η πλειονότητα των καταναλωτών της απαρτίζεται σήμερα από χαμηλόμισθους, οι οποίοι αναγκαστικά στρέφουν την προτίμησή τους στα μη επώνυμα προϊόντα της Κίνας που προσφέρονται, όμως, σε προσιτές τιμές. Η Κίνα έχει χαρακτηριστεί «το εργοστάσιο του κόσμου», ενώ η ανεπτυγμένη Ευρώπη και αυτή η ΕΕ των «15» κινδυνεύει να υποστεί μια άνευ προηγουμένου βιομηχανική παρακμή. Αυτό το φαινόμενο της πληθωρικής παραγωγής της Κίνας αποδεικνύει ότι η διεθνής οικονομία βρίσκεται μπροστά στο φαινόμενο της ανακατανομής της παραγωγής και της απασχόλησης. Η «μετανάστευση» της παραγωγής προσλαμβάνει και κοινωνική διάσταση πέρα από την οικονομική, καθώς ακολουθείται και από τη «μετανάστευση» της απασχόλησης, γεγονός που προκαλεί την υψηλή ανεργία στην Ευρώπη.
Η Ευρώπη σήμερα αντιμετωπίζει δύο απειλές. Την κινέζικη απειλή και τη μετανάστευση των επιχειρήσεών της στις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους. Και οι δύο αυτές απειλές δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. Η ΕΕ των «15», δηλαδή η ανεπτυγμένη Ευρώπη, παρουσιάζει τρομερές δυσκολίες στην αντιμετώπισή τους. Για τον λόγο αυτόν έχει υψηλή ανεργία, η οποία και δεν υποχωρεί, ούτε υπάρχουν προοπτικές να υποχωρήσει στο άμεσο μέλλον. Η ΕΕ των «15» είναι το πρώτο θύμα της ανακατανομής της παραγωγής και της απασχόλησης. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Ας αναφέρουμε, όμως, τα πιο βασικά:
α) Οι χώρες της ΕΕ των «15» και κυρίως οι 12 χώρες της ΟΝΕ περνάνε μακρά περίοδο αποεπένδυσης. Έστρεψαν την προσοχή τους στην οικοδόμηση της ΟΝΕ, στη δημοσιονομική και νομισματική σταθερότητα και «έθαψαν» την ανάπτυξη κάτω από τις απαιτήσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τα κελεύσματα του νεοφιλελευθερισμού. Για καθαρά κρατικές επενδύσεις, που άλλοτε στην Ευρώπη αποτελούσαν την ατμομηχανή της ανάπτυξης, δεν μπορεί να γίνει λόγος σήμερα. Αντιθέτως, στα κράτη της ΟΝΕ κυριαρχεί το σύνθημα «λιγότερο κράτος». Τα κράτη υποχρεώνονται στο ξεπούλημα των άλλοτε κραταιών κρατικών επιχειρήσεων, με το φαιδρό επιχείρημα ότι το κράτος πρέπει να μείνει μακριά από την παραγωγική διαδικασία. Θεοποιήθηκε η ιδιωτική πρωτοβουλία, στην οποία περιήλθε ολόκληρο το φάσμα της παραγωγής. Όλες οι κυβερνήσεις έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στην εκποίηση των ΔΕΚΟ και όχι στον εκσυγχρονισμό τους. Η ύπαρξη ΔΕΚΟ θεωρήθηκε «διαρθρωτική αδυναμία» που έπρεπε σύντομα να εκλείψει. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ανέβασαν κατακόρυφα την κερδοφορία τους. Και η αύξηση της κερδοφορίας πάντα επιδρά αρνητικά στην επενδυτική δραστηριότητα. Οι περιορισμένες επενδύσεις έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στην εξαγορά ΔΕΚΟ ή κερδοφόρων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Όμως αυτή η δραστηριότητα εξαγοράς για την οικονομία δεν αποτελεί επένδυση, όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει στο παρελθόν. Είναι απλώς μια αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, κατ’ αρχήν εντελώς αδιάφορη για την οικονομία. Στον καιρό που έπρεπε οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν έκαναν επενδύσεις εκεί που έπρεπε, για τον απλούστατο λόγο ότι είχαν υψηλή κερδοφορία.
β) Η μέσω της ΟΝΕ και της ΕΚΤ πλήρης κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και των δυνάμεων της αγοράς έφερε τον περιορισμό της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαίων καταναλωτών. Σε αυτό συνετέλεσε και η νομισματική μεταρρύθμιση (εισαγωγή του ευρώ) με τα φαινόμενα κερδοσκοπίας που προκάλεσε. Οι καταναλωτές αμυνόμενοι κατέφυγαν στην υπερχρέωση για να διατηρήσουν με δανεικά το βιοτικό τους επίπεδο. Ο δανεισμός, όμως των νοικοκυριών απέχει πολύ από το να είναι αναπτυξιακό μέτρο μιας αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Είναι μια προσωρινή ανακούφιση της αγοράς που καταλήγει να είναι μόνιμος πονοκέφαλος για τους δανειολήπτες καταναλωτές. Τώρα, με την εισβολή των κινέζικων προϊόντων, οι Ευρωπαίοι κατανοούν ότι δανείζονταν για να χρηματοδοτούν την υψηλή κερδοφορία των ευρωπαϊκών και αμερικανικών επιχειρήσεων που κατασκεύαζαν ή εμπορεύονταν ακριβά «επώνυμα» προϊόντα. Έτσι η κατανάλωση των ακριβών ευρωπαϊκών ή αμερικανικών προϊόντων άρχισε να φθίνει και η καταναλωτική προτίμηση στρέφεται πλέον στην κατανάλωση κινεζικών προϊόντων. Συνεχώς η ευρωπαϊκή αγορά θα φθίνει, ενώ παράλληλα ο ευρωπαίος καταναλωτής (και φυσικά και ο Αμερικανός αργότερα) θα χρηματοδοτεί την ανάπτυξη της οικονομίας της Κίνας και θα επιταχύνει την ανακατανομή της παραγωγής και της απασχόλησης υπέρ της Κίνας. Ο ευρωπαίος καταναλωτής παίρνει τώρα την εκδίκησή του, βλέποντας τις δυνάμεις της αγοράς με συντριβή να ζητάνε προστασία από το κράτος. Όμως αυτή η καταναλωτική προτίμηση των Ευρωπαίων και η συρρίκνωση της ευρωπαϊκής αγοράς τελικά θα οδηγήσει σε οικονομικό μαρασμό την Ευρώπη της επιχειρηματικής πλεονεξίας και της τραπεζικής πολυπραγμοσύνης.
γ) Ως τρίτο αίτιο της ανακατανομής της παραγωγής (και της απασχόλησης) σε βάρος της ευρωπαϊκής οικονομίας πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι η Ευρώπη σχεδόν εξάντλησε τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές. Κάποτε οι πόροι αυτοί είχαν χρησιμεύσει για την πρωτοφανή οικονομική άνθηση της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, την οποία κατέστησαν τότε την πρώτη παγκόσμια οικονομική δύναμη. Σήμερα η Ευρώπη σχεδόν εξάντλησε τα αποθέματα βιομηχανικών πρώτων υλών και πηγών ενέργειας. Και στηρίζεται πλέον στις εισαγωγές και παρθένων πρώτων υλών και πηγών ενέργειας. Έτσι ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός δεν μπόρεσε να ανανεωθεί, καθώς υστερούσε και σε έρευνα, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει υστέρηση και στην τεχνογνωσία και στην παραγωγή νέων προϊόντων. Γέρασε ίσως πρόωρα και δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί κατ’ αρχάς την αμερικανική οικονομία, στη συνέχεια την ιαπωνική και τώρα την κινέζικη. Οι ΗΠΑ, κυρίαρχη δύναμη στη μεταπολεμική περίοδο (από το 1945 και μετά), κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την κατεστραμμένη από τον πόλεμο οικονομία της Ευρώπης και να συγκεντρώσουν στη χώρα τους όλους τους ευρωπαίους επιστήμονες-ερευνητές σε όλους τους τομείς (και στην οικονομία φυσικά) και να προσελκύσουν εκεί τα ευρωπαϊκά κεφάλαια, καθώς η οικονομία τους δεν είχε υποστεί καμία ζημιά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Απέκτησαν, ως εκ τούτου, μια υπεροχή, οικονομική και όχι μόνο, έναντι της ευρωπαϊκής οικονομίας που για πολλά χρόνια έμεινε στη σκιά της αμερικανικής.
Έτσι, ο κύριος όγκος της παραγωγής και της απασχόλησης «μετανάστευσε» στις ΗΠΑ και αναγκαστικά η Ευρώπη απέκτησε μειωμένο μερίδιο στον παγκόσμιο καταμερισμό της παραγωγής. Οι επιλογές των ΗΠΑ κατάφεραν να περιορίσουν τη συμμετοχή της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. Τώρα η Κίνα διεκδικεί το δικό της μερίδιο στην παγκόσμια παραγωγή, απασχόληση και κατανάλωση. Και θα το πετύχει σε βάρος των ανταγωνιστών της. Σε βάρος της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Η Ευρώπη, με περισσότερο «γερασμένη» οικονομία, θα πληρώσει το βαρύτερο τίμημα, τουλάχιστον όσο θα αρνείται να προστατεύσει την οικονομία της και την εγχώρια παραγωγή της με δασμολογικά και διοικητικά μέτρα. Βέβαια οι δομές της παγκοσμιοποιημένης αγοραίας οικονομίας δεν επιτρέπουν τη λήψη τέτοιων προστατευτικών μέτρων. Και το ερώτημα είναι: Θα θελήσει η Ευρώπη και θα βρει τη δύναμη να προστατεύσει την παραγωγή της και το μερίδιό της στην απασχόληση, ώστε να διατηρήσει και την κοινωνική συνοχή, ή θα περάσει μια περίοδο με «θυελλώδεις ανέμους» και κοινωνικούς κραδασμούς;