Νέο-Οθωμανοί και νεο-ραγιάδες
Έχει ξεπεράσει τα «σύνδρομα» της «αντιπαλότητας του παρελθόντος» ή τα «αναπαράγει»; Σε τελευταία ανάλυση είναι «ελληνοκεντρικός» ή μήπως έχει αποδεχθεί τη «νέα, κοσμοπολίτικη πραγματικότητα»; Φυσικά, αυτές οι ερωτήσεις-κριτήρια, που κατατάσσουν και αξιολογούν τις απόψεις σχετικά με το ζήτημα, δεν είναι αθώες. Αντίθετα, προσπαθούν, πίσω από μια κενή ηθικολογία, να συγκαλύψουν την πραγματικότητα που πρέπει να μας απασχολεί εν όψει αυτής της προοπτικής.
Και αυτή η πραγματικότητα είναι εκείνη των άνισων σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών η οποία εξελίσσεται εις βάρος της Ελλάδας και αναμένεται να ενταθεί δραματικά με την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρώπη.
Και αυτές οι άνισες σχέσεις δεν αφορούν μόνο τους στρατιωτικούς και τους γεωπολιτικούς εκβιασμούς της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας. Δεν αφορούν μόνο το Αιγαίο και το casus belli, αλλά πλέον επεκτείνονται στην οικονομία και τη δημογραφία.
Η τουρκική οικονομία
Το σύνηθες επιχείρημα των εγχώριων φραγκολεβαντίνων είναι πως η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα, διότι θα τους «καταλάβουμε οικονομικά». Αυτό το επιχείρημα το χρησιμοποιούσαν και ορισμένοι στην Κωνσταντινούπολη και είδαμε τα αποτελέσματα το 1922 και το 1955. Το χρησιμοποιούσαν και στην Κύπρο και ήταν έτοιμοι να την παραδώσουν στην Τουρκία με το Σχέδιο Ανάν. Τώρα σκέφτονται μήπως και παραδώσουν ολόκληρη την Ελλάδα…
Όμως πλέον ούτε αυτό το επιχείρημα έχει οποιαδήποτε βάση. Η τουρκική οικονομία έχει να επιδείξει τα τελευταία χρόνια έναν πρωτοφανή οικονομικό δυναμισμό. Οι ρυθμοί ανάπτυξής της αγγίζουν το 6-8%. Σήμερα η γειτονική χώρα διαθέτει μια ανερχόμενη βιομηχανία, που παράγει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων -από καταναλωτικά αγαθά μέχρι αεροπλάνα- γεγονός που της επιτρέπει να διεισδύει με τα προϊόντα της σ’ όλες τις άλλες μικρές, αλλά και μεγάλες γειτονικές της χώρες. Επίσης, ο κατασκευαστικός της τομέας έχει εξαπλωθεί στην ευρύτερη περιοχή, κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του ακόμα και στη Ρωσία.
Αυτός ο δυναμισμός επηρεάζει ιδιαίτερα και τις ελληνοτουρκικές οικονομικές σχέσεις. Οι συναλλαγές αναπτύσσονται ραγδαία. Κατά τη δεκαετία του 1990 και κατά τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν δέκα φορές. Το 2004 οι ελληνικές εξαγωγές προσέγγισαν τα 554 εκατ. ευρώ -σημειώνοντας αύξηση κατά 18% σε σχέση με το 2003. ενώ οι εισαγωγές, ανήλθαν στα 982 εκατ. ευρώ- σημειώνοντας μια αύξηση της τάξης του 26%. Το δε πρώτο οκτάμηνο του 2005 ο ρυθμός ανάπτυξης των συναλλαγών ανήλθε στο 25,5%.
Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρύνθηκε: Οι εισαγωγές είναι κατά 77% υψηλότερες από τις εξαγωγές. Επίσης, η φύση των συναλλαγών καταδεικνύει τον άνισο χαρακτήρα τους: Εμείς εξάγουμε λίγα προϊόντα -κυρίως βαμβάκι και καύσιμα- ενώ οι Τούρκοι επεκτείνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες σε μια μεγάλη γκάμα προϊόντων και ήδη οι τουρκικοί επιχειρηματικοί κύκλοι εκφράζουν ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν σε κλάδους με ιδιαίτερο βάρος στην ελληνική οικονομία, όπως είναι ο κατασκευαστικός, ο τουρισμός κ.λπ.
Αυτή η πραγματικότητα έχει αναγκάσει ακόμα και τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ελληνοτουρκικής φιλίας να παραδεχθούν ότι: «Το εξαγωγικό πρότυπο [της Ελλάδος] θυμίζει περισσότερο το πρότυπο καθυστερημένης χώρας, καθώς τον κύριο όγκο των εξαγωγών κατέχουν οι πρώτες ύλες και τα καύσιμα. Το εξαγωγικό πρότυπο της Τουρκίας προς την Ελλάδα εμφανίζει εντελώς διαφορετική εικόνα. Τα βιομηχανικά προϊόντα αποτελούν το συντριπτικό ποσοστό των ελληνικών εισαγωγών[…]» (Π. Κούτσικος, Εφημερίδα «Το Βήμα» 10/07/05). Αυτή η δήλωση έρχεται να συμπληρώσει πλήρως την εκτίμηση που είχε εκφράσει ανώτατο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, το οποίο προέβλεπε για την Τουρκία ότι ο οικονομικός της δυναμισμός μπορεί να τη μεταβάλει σε μια «ανταγωνιστική διεθνή δύναμη, μια ευρω-τίγρη».
Ο δημογραφικός δυναμισμός
Ανάλογες πραγματικότητες εκφράζουν και τα δημογραφικά στοιχεία. Επιγραμματικά αξίζει να προβούμε σε μια σύγκριση των μεγεθών της Τουρκίας και της Ελλάδος: Το 1991 ο δείκτης γονιμότητας στην Τουρκία ήταν 3,7, ενώ στην Ελλάδα 1,4. Στη χώρα μας αντιστοιχούν 10 γεννήσεις στους 9 θανάτους, ενώ στην Τουρκία 30 στους 8 αντίστοιχα. Αυτές οι δημογραφικές τάσεις διαμορφώνουν τις εξής εκτιμήσεις για το μέλλον: Το 2050 αναμένεται η Ελλάδα να έχει 8,1 εκατ. κατοίκους και η Τουρκία 94,7 εκατ.
Ύστερα από όλα αυτά είναι σαφές πως στην περίπτωση της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. και με δεδομένη την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και ανθρώπων που απαιτεί το κοινοτικό κεκτημένο, αυτή η μελλοντική ευρώ-τίγρη θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την παρουσία της στον ελληνικό χώρο. Και εάν μάλιστα σ’ αυτά συνυπολογίσουμε το οικονομικό και δημογραφικό κενό που έχουν αφήσει πίσω τους ο αθηνοκεντρισμός και η ένταση των περιφερειακών ανισοτήτων στις ακριτικές περιοχές της χώρας μας, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τι διακυβεύεται μ’ αυτήν την προοπτική. Τι άραγε πρόκειται να γίνει στις αδειανές από πληθυσμό περιφέρειες της Θράκης και του Ανατολικού Αιγαίου;
Κάντε μπίζνες, όχι πολιτική
Παρ’ όλα όσα αναφέρθηκαν, η παραπάνω πρόταση συνεχίζει να αποτελεί τη λογική με την οποία προσεγγίζουν οι ελίτ της χώρας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσο τα δυο μεγάλα κόμματα, όσο και οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας μας επιμένουν στην είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε. σε εξωφρενικό βαθμό. Και τούτο συμβαίνει παρά τις μακροπρόθεσμες συνέπειες τις οποίες εκφράζουν ξεκάθαρα οι αριθμοί.
Αυτούς είναι προφανές ότι δεν τους υπολογίζουν στις επιλογές τους. Οι επιλογές τους είναι μεταπρατικές, αποσκοπούν στα βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη που θα αποκομίσουν από τις «μπίζνες» και όχι τις πολιτικές συνέπειες που θα έχει αυτό για τη χώρα. Αυτές αποκρύπτονται πολύ καλά από την τεράστια επικοινωνιακή εκστρατεία την οποία έχουν αναλάβει προκειμένου να πείσουν τον ελληνικό λαό για τις επιλογές τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τη συντονισμένη εμφάνιση των τηλεοπτικών σίριαλ, τα ελληνοτουρκικά χάπενιγκ που στήνουν οι καναλάρχες και οι εταιρείες στα ελληνικά νησιά, την κυκλοφορία δεκάδων τουρκικών βιβλίων στην ελληνική αγορά κ.ο.κ. Πρόκειται για την αντίστοιχη ιδεολογία που στήνεται στη βάση της μεταπρατικής οικονομικής πραγματικότητας.
Για να επιστρέψουμε, επομένως, στις προθέσεις στις οποίες αναφερθήκαμε στην αρχή του κειμένου, είναι σαφές το τι καταδεικνύουν αυτές οι πρακτικές: Έναν νεο-ραγιαδισμό, που αποδέχεται και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις νεο-οθωμανικές τάσεις της γειτονικής χώρας προκειμένου να επωφεληθεί για τον εαυτό του από τη σταδιακή προσάρτηση της χώρας στην τουρκική σφαίρα επιρροής.
Και όμως, όπως τόσες φορές έχουμε τονίσει, υπάρχει εναλλακτική στρατηγική και στο οικονομικό πεδίο. Υπάρχουν τα 55 εκατομμύρια των κατοίκων των Βαλκανίων, που μαζί με την Ελλάδα αποτελούν σχεδόν 70 εκατομμύρια, με υψηλότερο εισόδημα από την Τουρκία. Αν οι βαλκανικές χώρες εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διαμορφωθεί ένας ευρωπαϊκός βαλκανικός οικονομικός και πολιτικός πόλος, τότε είναι δυνατόν να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία μας και στη συνέχεια να αναπτυχθούν, ισότιμα, οι σχέσεις με την Τουρκία. Αν αντίθετα εισέλθει η Τουρκία αντί… της Σερβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε θα κυριαρχήσει το νεο-οθωμανικό πρότυπο, της υποταγής των Βαλκανίων και της Ελλάδας στην Τουρκία. Αλλά γι’ αυτά ποτέ δεν γίνεται συζήτηση στη χώρα μας, γιατί θα έπρεπε να συζητήσουμε για πραγματικά οράματα και στρατηγικές και όχι για λογικές μικρών και δειλών πολιτικών που έχουν αναλάβει να διαχειρίζονται τις τύχες μιας ιστορικής χώρας.