Κακές δεξιές συνήθειες
Τούτο αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα όπλα-επιχειρήματα του ΠΑΣΟΚ για να κάνει την ανάκαμψη, την επιστροφή, διεκδικώντας από τη Νέα Δημοκρατία τη διακυβέρνηση της χώρας. Αν η ΝΔ ταυτιστεί με προνομιακή μεταχείριση «δικών της παιδιών», αυτομάτως βρίσκει απέναντί της όλους εκείνους που πρόθυμα συσπειρώνονται στο ΠΑΣΟΚ, όχι επειδή το αγαπούν, αλλά επειδή συνειρμικά το κόμμα αυτό παραπέμπει στην έννοια της δημοκρατικής παράταξης. Η οποία λειτούργησε ως ανάχωμα στο σάρωμα του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα από τη συντηρητική παράταξη.
Το ΠΑΣΟΚ πρόθυμα παίζει τον ρόλο του «δημοκρατικού ογκόλιθου» απέναντι στη «νεοδεξιά λαίλαπα», αφού γνωρίζει καλά ότι από αυτόν τον ρόλο κερδίζει, ενώ συγχρόνως αθωώνεται σε μεγάλο βαθμό για τα «λάθη» που διέπραξε κατά το διάστημα που κυβερνούσε και κυρίως την περίοδο της οκταετίας Σημίτη. Έτσι διαπιστώνουμε ότι από τη μια η ΝΔ βιάζεται και για λόγους κομματικής πίστης και ανταπόδοσης προωθεί «γαλάζια παιδιά» και από την άλλη το ΠΑΣΟΚ περιέρχεται σε πλεονεκτική θέση, αφού δεν είναι ανάγκη να κάνει τίποτα παραγωγικό (εναλλακτικές προτάσεις κ.λπ.), παρά μόνο να εισπράττει από τη φθορά της Νέας Δημοκρατίας. Φθορά αναπόφευκτη στον βαθμό που ικανοποιώντας τα δικά της παιδιά (τους δικούς της ψηφοφόρους) χάνει κόσμο που την ψήφισε για άλλους λόγους, απ’ ό,τι φανταζόταν.
Σε κάθε περίπτωση η ΝΔ στις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004 ψηφίστηκε ως απάντηση σε μια σκληρή, ανάλγητη πολλές φορές οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, ως απάντηση σε μια εκνευριστική αλαζονεία και σε μια σε σημαντικό βαθμό διεφθαρμένη εξουσία. Αν η λύση που επελέγη απ’ αυτό το κρίσιμο 4%-7% που μετακινείται στις εκλογικές αναμετρήσεις, όταν νιώθει ενοχλημένο από τον τρόπο διακυβέρνησης κάποιου, δεν αποδειχθεί λειτουργική, συμπαθής και επιτυχημένη, με την ίδια ευκολία το ποσοστό αυτό θα ψηφίσει κάτι άλλο και πιθανότατα τον αντίπαλο της ΝΔ. Η πιθανότητα αυτή αυξάνεται αν το μετακινούμενο ποσοστό προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το ΠΑΣΟΚ (και έκανε αυτήν τη φορά μια υπέρβαση) ή απλώς αποτελείται από ψηφοφόρος ευσυγκίνητους στην αντιδεξιά επιχειρηματολογία.
Ένα από τα σημαντικά όπλα του ΠΑΣΟΚ, που έχει εφαρμογή χωρίς το ίδιο να κάνει κάτι (αρκεί να κάνει λάθη ο αντίπαλος), είναι η αναβίωση της μνήμης περί του κράτους της Δεξιάς, κάτι που είναι σχετικά εύκολο να συμβεί αν ενισχυθεί ως τάση από τη Νέα Δημοκρατία. Η τελευταία, στη βιασύνη της να στελεχώσει τον κρατικό μηχανισμό με «παιδιά» δικής της κομματικής απόχρωσης, προκειμένου να μεταβάλει τη σύνθεσή του, «συλλαμβάνεται» συχνά να κινείται με εξωθεσμικές διαδικασίες ή με παράλληλες ενέργειες που την εκθέτουν στα μάτια του ευρύτερου εκλογικού σώματος. Προκύπτει εδώ ότι η ΝΔ πάσχει από τη νόσο της βιασύνης να εδραιωθεί, ύστερα από 11 χρόνια απόστασης από την εξουσία, δίνοντας μάλιστα «εξετάσεις» στους οπαδούς της, που είναι ασφαλώς πιεστικοί σε ζητήματα αποκατάστασης και βολέματος όσων «έμεναν έξω».
Όμως το ζητούμενο για το κυβερνών κόμμα δεν πρέπει να είναι η απόδειξη στους οπαδούς του (οι οποίοι το ψηφίζουν ούτως ή άλλως και θα κάνουν υπομονή, αφού σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμούν επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία) ότι τους αποκαθιστά, αλλά η απόδειξη στην ευρύτερη κοινή γνώμη και σε ψηφοφόρους που για πρώτη φορά το επέλεξαν ότι συμπεριφέρεται δίκαια σε όλους. Αλλιώς παύουν να ισχύουν οι λόγοι που αποτέλεσε εκλογική επιλογή πολιτών οι οποίοι δεν ανήκουν ιδεολογικά στη ΝΔ, αλλά κινούνται σε αυτό που ονομάζεται «μεσαίος χώρος» και ψάχνουν για αξιοκρατία, καθαρότητα και αποτελεσματικότητα στη δημόσια ζωή.
Το ΠΑΣΟΚ, μη έχοντας και πολλά περιθώρια να πείσει ότι «είναι καινούργιο», ότι άλλαξε, ότι δεν είναι πια αλαζονικό, περιμένει τα λάθη της ΝΔ προκειμένου να καλύψει τα κενά που δημιουργούνται. Ούτως ή άλλως δεν βρίσκεται σε δημιουργική φάση, αλλά σε περίοδο αναδιάταξης των δυνάμεών του, χωρίς ωστόσο να αποφασίζει να κάνει τα βασικά βήματα αλλαγής της εικόνας του. Εκπροσωπείται πάντα (σε επίπεδο δημόσιας εικόνας και τηλεοπτικής πραγματικότητας) από τα ίδια στελέχη (αν εξαιρέσει κανείς τους Χ. Βερελή, Γ. Παπαντωνίου, Π. Ευθυμίου) που εξέφρασαν πανηγυρικά την καταδικασθείσα πολιτική Σημίτη, κάτι που από τους πολίτες εκλαμβάνεται ως συνέχεια της ίδιας πολιτικής. Όσο κι αν τα πρόσωπα αυτά προσπαθούν να μην επιδίδονται σε ρητορείες αυτοεπιβεβαίωσης και εγκωμιασμού της πολιτικής τους κατά την περίοδο 1996-2004, όσο κι αν δεν έχουν στα χαρακτηριστικά τους την ίδια αλαζονεία, είναι προφανές ότι παραπέμπουν συνειρμικά σε συγκεκριμένη εποχή με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.
Άρα τα λάθη της ΝΔ είναι η καλύτερη ελπίδα και επένδυση για το ΠΑΣΟΚ.