Θα αλλάξει δραματικά τους συσχετισμούς στην Ε.Ε. ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας

Οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζαμε τις έγκαιρες αμφιβολίες μας συμπίπτουν νομίζω με αυτές που προκαλούν τις ευρωπαϊκές αντιρρήσεις και αντιδράσεις. Η Ευρώπη αποτελεί για τους λαούς της και τα κράτη της έναν κοινό γεωπολιτικό και ιστορικό χώρο. Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, της ΕΟΚ, η μετεξέλιξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκφράζανε τη θέληση να οργανωθεί αυτός ο χώρος σε ενιαία οικονομική και πολιτική οντότητα.

Με την ένταξη της Τουρκίας η ΕΕ θα παύσει να εκφράζει αυτόν τον κοινό ιστορικό χώρο. Θα μεταβληθεί επίσης η γεωπολιτική της υπόσταση, θα καταστεί οντότητα ευρωασιατική. Η εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ συνεπάγεται ακόμα ένταξη στην ευρωπαϊκή κοινότητα κράτους με οικονομία, αλλά και κοινωνική κατάσταση ουσιωδώς διαφορετικές από τις κρατούσες στην Ευρώπη.

Τέλος, με τη συμμετοχή της Τουρκίας στα κέντρα λήψης αποφάσεων, οι υφιστάμενοι συσχετισμοί θα μεταβληθούν δραματικά. Η αρχή της ομοφωνίας στη λήψη των αποφάσεων υποχωρεί υπέρ των καλούμενων «ειδικών πλειοψηφιών».

Αυτές οι πλειοψηφίες σχηματίζονται και με τους εκπροσωπούμενους από τα κράτη-μέλη πληθυσμούς. Η Τουρκία έχει ήδη πληθυσμό περίπου 68.000.000, υπολογίζεται ότι σε μερικές δεκαετίες ο πληθυσμός της θα ισούται με το άθροισμα των πληθυσμών Γερμανίας και Γαλλίας. Θα πρόκειται λοιπόν για κράτος-μέλος με αποφασιστική συμμετοχή στα διευθυντικά όργανα της ΕΕ και αυτό δύσκολα θα το αποδεχθούν τα ισχυρότερα κράτη-μέλη, ιδίως της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Αυτά τα ζητήματα είναι ενδιαφέροντος πανευρωπαϊκού που θα επηρεάσουν τη στάση όλων των κρατών-μελών, ιδίως των ισχυρότερων, εάν και όταν φτάσουμε στην τελική απόφαση για την εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ.

Τα ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα είναι άλλα.

ΙΙ. Ένα από τα ζητήματα ζωτικού ενδιαφέροντος για την Ελλάδα, με ευρωπαϊκή διάσταση, είναι το Κυπριακό. Τον Δεκέμβριο του 2002 η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε δεκτή στην ΕΕ ως πλήρες μέλος με την αναγνωρισμένη διεθνή της υπόσταση. Ήταν μια σημαντική επιτυχία των τότε κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου.

Σήμερα η στάση της Άγκυρας έναντι της Κύπρου, ισότιμου μέλους της ΕΕ, θέτει σε δοκιμασία τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν την υπόσταση και τη λειτουργία της Ένωσης. Το Συμβούλιο της Ευρώπης στη Σύνοδο του Δεκεμβρίου του 2004 αποδέχθηκε την προοπτική να αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις την 3η Οκτωβρίου του 2005. Χαιρέτησε ταυτόχρονα τη δέσμευση της Τουρκίας να υπογράψει πρόσθετο Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνεργασίας και με τα 10 νέα κράτη-μέλη, πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων (παρ. 19). Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ίδιας συνόδου, οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται με τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών, ένα από αυτά είναι βέβαια και η Κύπρος. Η τουρκική κυβέρνηση υπέγραψε αυτό το πρωτόκολλο αλλά ταυτόχρονα με την υπογραφή, επανέλαβε ότι δεν αναγνωρίζει το κράτος της Κύπρου και αρνείται να το εφαρμόσει για πλοία και αεροπλάνα υπό κυπριακή σημαία.

Η ΕΕ αναζήτησε τρόπο να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για την τουρκική δήλωση, να προσφέρει και κάποια ικανοποίηση στο κράτος της Κύπρου, αλλά συνάμα αυτή η τουρκική πρόκληση να μην αποτελέσει πρόσκομμα για την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Προϊόν αυτής της αναζήτησης είναι η πρόσφατη (20.9.2005) «αντιδήλωση» των 25 κρατών-μελών της ΕΕ. Πρόκειται για κείμενο που κρίνει βέβαια με αυστηρότητα την προκλητική στάση της Τουρκίας. Η προσεκτική όμως ανάγνωση αποκαλύπτει την περιορισμένη πολιτική σημασία της: Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις πάντως αρχίζουν χωρίς την αναγνώριση του κυπριακού κράτους. Κατά την «αντιδήλωση» η ΕΕ θα παρακολουθήσει και αξιολογήσει την εφαρμογή του προσθέτου πρωτοκόλλου, αλλά οι συνέπειες της μη εφαρμογής του περιορίζονται στη μη έναρξη διαπραγματεύσεων μόνο σε σχετικά κεφάλαια της διαπραγμάτευσης. Στην παρ. 5 η αναγνώριση όλων των κρατών-μελών, ουσιαστικά του κράτους της Κύπρου, χαρακτηρίζεται ως αναγκαίο συστατικό της ενταξιακής διαδικασίας αλλά, περιέργως και δυσεξήγητα, συνδέεται με την «ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και όλων των κρατών-μελών της ΕΕ» και τοποθετείται σε χρόνο απροσδιόριστο («το συντομότερο δυνατόν»). Η μόνη συγκεκριμένη χρονική περίοδος η οποία αναφέρεται στην ίδια αυτήν παράγραφο είναι το έτος 2006 με διατυπώσεις περίτεχνες, γι’ αυτό και δυσερμήνευτες. Το συμβούλιο, μας λέει, θα διασφαλίσει… την εξέταση το 2006 «της προόδου που θα συντελεστεί σε όλα αυτά τα θέματα». Θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το μόνο που θα διασφαλιστεί είναι η εξέταση της προόδου. Αλλά ανεξάρτητα από τις περίτεχνες και αμφίσημες διατυπώσεις αυτής της πολυσυζητημένης «αντιδήλωσης», το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν προσφέρει στην Κύπρο ή στην Ελλάδα, δυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Την απάντηση δεν μας τη δίνει η ίδια η «αντιδήλωση». Προκύπτει από το κείμενο των συμπερασμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Κορυφής) στο οποίο αποτυπώνονται οι ομόφωνες αποφάσεις για την υποψηφιότητα της Τουρκίας και για τους κανόνες που θα διέπουν την πρόοδο των διαπραγματεύσεων.

Η συμπεριφορά ομαλών σχέσεων και καλής γειτονίας του υποψηφίου κράτους έναντι των ήδη κρατών-μελών δεν συμπεριλαμβάνεται στις προϋποθέσεις προόδου των διαπραγματεύσεων. Εξάλλου και τους οριζόμενους ως λόγους διακοπής των διαπραγματεύσεων δεν μπορεί να τους επικαλεστεί μόνη της η Κύπρος ή η Ελλάδα, αλλά μόνο το 1/3 των κρατών-μελών. Αυτό είναι όμως το κείμενο το οποίο διέπει δεσμευτικά για τα κράτη-μέλη, αλλά και για την Τουρκία, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η καλούμενη «αντιδήλωση» είναι μια πολιτική δήλωση που δεν μπορεί να τροποποιήσει ένα νομικά ισχυρό κείμενο οργάνου της ΕΕ με θεσμοθετημένες αρμοδιότητες. Γι’ αυτό και περιορίζεται στην αόριστη αναφορά της σημασίας που αποδίδει η ΕΕ σε αυτήν την ομαλοποίηση, αποφεύγοντας εξειδίκευση που δεν θα ήταν συμβατή με τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης.

ΙΙΙ. Η κατ’ αρχήν υποστήριξη από την Ελλάδα της ευρωπαϊκής υποψηφιότητας και της καλούμενης ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας δεν είναι λάθος. Λάθος είναι να προσφέρεται αυτή η υποστήριξη με αποσιώπηση και ανοχή της προκλητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας και στο Αιγαίο και έναντι του κράτους της Κύπρου. Λάθος είναι ακόμα η εκτίμηση ότι η μόνη λύση των ζητημάτων που προκαλούν οι τουρκικές αξιώσεις και οι προκλήσεις που τις συνοδεύουν, βρίσκεται στην προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Η εισδοχή της Τουρκίας ως κατάληξη των διαπραγματεύσεων είναι αμφίβολη και αυτό το γνωρίζουν και οι ίδιες οι τουρκικές ηγεσίες. Γι’ αυτό και η αποκλειστική προσκόλληση σε αυτήν την πολιτική οδηγεί σε μια ψυχολογία ομηρίας. Όμως πολιτική ούτε χαράσσεται ούτε ασκείται με αίσθημα ομηρίας.

Οι κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας επιβάλλεται να καταρτίζουν εναλλακτικά σχέδια πολιτικών χειρισμών για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που γεννά η πολιτική της Άγκυρας. Πρόκειται για πολιτική στην ουσία της ηγεμονική, δηλαδή περιφερειακής υπερδύναμης, που παρεπομένως εκδηλώνεται και ως επεκτατική. Οι σχεδιασμοί της Ελλάδας πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από ψευδαισθήσεις ως προς τις τουρκικές ηγεσίες. Όλες οι τουρκικές ηγεσίες εξουσίας, πολιτικές και στρατιωτικές, υπηρετούν την ίδια πολιτική. Ασφαλώς υπάρχουν στην Τουρκία πυρήνες πνευματικών ανθρώπων με βαθιά δημοκρατική συνείδηση και απαλλαγμένων από το σύμπλεγμα εθνικισμού και ηγεμονισμού. Δυστυχώς όμως, δεν επηρεάζουν έως σήμερα τα κέντρα εξουσίας και τις αποφάσεις τους. Η Ελλάδα στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο της αντιπαράθεσης που προκαλεί η Άγκυρα, διαθέτει μια υπεροχή που οφείλουμε να την αξιοποιούμε συστηματικά σε όλα τα επίπεδα: ότι δεν είχε και δεν έχει καμία βλέψη έναντι της Τουρκίας, ότι σέβεται και θεωρεί δεδομένη την ακεραιότητά της ότι επιδιώκει ειλικρινείς σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τους γείτονες. Το ότι ζητάμε αυτός ο σεβασμός να είναι αμοιβαίος δεν προδίδει βέβαια εθνικισμό, είναι ο σεβασμός τον οποίο έχουν αποδεχθεί στις μεταξύ τους σχέσεις όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί ομιλία του Αναστάση Πεπονή στην εκδήλωση του Ομίλου για τη Δημοκρατία και την Πατρίδα που έγινε στο Πολεμικό Μουσείο την περασμένη Τετάρτη¨και είχε μεγάλη επιτυχία.


Σχολιάστε εδώ